
Οι ρίζες του τραύματος
Το τραύμα, που ενδέχεται να βιώσουμε ως παιδιά, καθορίζει συχνά αθέατα τον μελλοντικό μας εαυτό. Γενικότερα, τα βιώματα της παιδικής μας ηλικίας, αν και κρυμμένα στο ασυνείδητό μας, είναι οι αόρατοι συνοδοιπόροι στο ταξίδι της ζωής μας. Οι πρωταρχικοί μας δεσμοί είναι αυτοί που καθορίζουν την κοινωνικο-συναισθηματική μας ανάπτυξη.
Το παιδί ζει και αντιλαμβάνεται τα πράγματα χωρίς να τα λογοκρίνει και να τα νοηματοδοτεί. Από αυτά τα βιώματα εξαρτάται η μετέπειτα κατασκευή της προσωπικότητας και ψυχοσύνθεσής του. Ενστερνίζεται τις εμπειρίες του, τις αποθηκεύει μέσα του χωρίς να το αντιλαμβάνεται και μέσω αυτής της ασυνειδησίας πλάθεται ακολούθως και η συνείδησή του.
Τι είναι το τραύμα
Το τραύμα συνδέεται με μία κατάσταση, εξαιτίας της οποίας το άτομο βιώνει έντονα αρνητικά συναισθήματα. Προέρχεται από στρεσογόνες καταστάσεις του παρελθόντος, τις οποίες ο ψυχισμός αδυνατεί να επεξεργαστεί. Η έκθεση ενός παιδιού σε ανάλογες συνθήκες, κατά την ευαίσθητη περίοδο διαμόρφωσης της ψυχικής του δομής, μπορεί μακροπρόθεσμα να εκφέρει σοβαρές συνέπειες.
Τα εκάστοτε τραυματικά γεγονότα μπορεί να είναι μεμονωμένα ή επαναλαμβανόμενα. Οι νευροβιολογικές αλλαγές, που προκαλούνται από αυτά, επηρεάζουν την λειτουργία του εγκεφάλου, οδηγώντας σε γνωστικές, κοινωνικές, συναισθηματικές δυσκολίες. Ως παιδιά, αδυνατούμε να διαχειριστούμε αυτά τα έντονα συναισθήματα. Έτσι, τα απωθούμε για να επιβιώσουμε. Τα θάβουμε βαθιά μέσα στα «υπόγεια» του ψυχισμού μας. Ωστόσο, αυτά παραμένουν ενεργά στο ασυνείδητό μας και επηρεάζουν την συμπεριφορά μας χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε.
Συχνά, η απώθηση αυτή είναι απαραίτητη για την ψυχική μας αυτοσυντήρηση. Παρόλα αυτά, εάν δεν υπάρξει η κατάλληλη παρέμβαση και δεν δοθεί η ευκαιρία στο παιδί να επεξεργαστεί το τραύμα και συνολικά τις εμπειρίες του, ενδέχεται να αντιμετωπίσει σημαντικά ψυχικά και σωματικά προβλήματα στην ενήλικη ζωή του.
Παράγοντες που καθορίζουν τις μετέπειτα επιπτώσεις του τραύματος
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που καθορίζουν τις μετέπειτα επιπτώσεις του τραύματος: η ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης κατά τη στιγμή του τραύματος, ο τύπος της τραυματικής εμπειρίας (όπως σωματική, παραμέληση, βία), καθώς και η συχνότητα, η διάρκεια και η ένταση της εμπειρίας. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι παράγοντες είναι εξατομικευμένοι. Διαφέρουν από άτομο σε άτομο και συνεπώς διαφέρει και η αντίδραση του εκάστοτε ατόμου απέναντι στο τραύμα αλλά και η μετέπειτα εξέλιξή του:
- Οι άμεσες συναισθηματικές αντιδράσεις, μπορεί να περιλαμβάνουν αισθήματα φόβου, απομόνωσης, αδυναμίας ελέγχου και απώλειας εμπιστοσύνης προς τους άλλους.
- Οι μακροχρόνιες επιδράσεις στο ψυχισμό, μπορεί να εκδηλωθούν και ως Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες, συχνά και σε συννοσηρότητα με άλλες ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη.
Εκτός από τις επιπτώσεις που έχει το τραύμα στο ίδιο το άτομο, συνοδεύεται και από σημαντικό κοινωνικό κόστος. Μπορεί, δηλαδή, να δυσχεραίνει την ένταξη και την λειτουργία του μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο που μαθαίνει το παιδί να διαχειρίζεται τις σχέσεις και τα συναισθήματά του.
Τα άτομα που περιβάλλονται από υποστηρικτικά δίκτυα στην παιδική ηλικία (οικογένεια, φίλοι), είναι πιο πιθανό να έχουν μία πιο ομαλή εξέλιξη και να ακολουθήσουν θετικές συμπεριφορές. Η παρουσία αυτών των σχέσεων, μπορεί να μειώσει τις αρνητικές συνέπειες των τραυματικών εμπειριών στην υγεία και να ενισχύσει την προσαρμογή των ατόμων στο κοινωνικό σύνολο.
Η σημασία του πρώτου δεσμού με τον βασικό φροντιστή
Η παιδική ηλικία είναι θεμέλια και καθοριστική περίοδος για την ανάπτυξη του ανθρώπου. Τα τραύματα που βιώνουμε ως παιδιά, τα καταγράφουμε και επανεμφανίζονται αργότερα με άλλες μορφές και πρόσωπα. Ακόμη και εάν δεν θυμόμαστε ορισμένα γεγονότα, το σώμα και ο νους διατηρούν αποτυπώματα αυτών των εμπειριών.
Η συναισθηματική ρύθμιση και η ικανότητα σύναψης υγιών διαπροσωπικών σχέσεων διαμορφώνονται μέσα από τις πρώτες αλληλεπιδράσεις του παιδιού με τον βασικό φροντιστή του, όπως αναλύει ο John Bowlby. Μαζί με τη Mary Ainsworth, αφιέρωσαν ένα μεγάλο μέρος της καριέρας τους για να κατανοήσουν τις πρώιμες κοινωνικές σχέσεις στην παιδική ηλικία.
Ο Bowlby, «πατέρας» της Θεωρίας του Δεσμού, έθεσε το θεωρητικό πλαίσιο και ανέδειξε τη σημασία του πρώιμου δεσμού για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ατόμου. Η Ainsworth συνέχισε την έρευνα μέσα από εμπειρικές μελέτες και το πείραμα της «Ξένης Κατάστασης» (Strange Situation). Εκεί ανέδειξε και ταξινόμησε τους τύπους δεσμού: ασφαλή, ανασφαλή αποφευκτικό, ανασφαλή αμφιθυμικό. Αργότερα, οι Main και Solomon πρόσθεσαν μία ακόμη κατηγορία, τον αποδιοργανωμένο δεσμό. Ήταν βασισμένη στα παιδιά που δεν ταίριαζαν στους τρεις αρχικούς τύπους.
Σύμφωνα με την Θεωρία του Δεσμού, οι πρώιμες συναισθηματικές σχέσεις που αναπτύσσονται , είναι καθοριστικοί για τη μετέπειτα ψυχοκοινωνική εξέλιξη. Η θεωρία εστιάζει στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής. Ωστόσο ο Bowlby έδειξε ότι ο πρώιμος δεσμός επηρεάζει την κοινωνικο-συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου και στην ενήλικη ζωή.
Τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε πιο ασφαλή οικογενειακά περιβάλλοντα, τείνουν να αναπτύσσουν πιο υγιείς σχέσεις, αυτοπεποίθηση και συναισθηματική σταθερότητα στην ενήλικη ζωή. Μπορούν πιο εύκολα να ανακαλύψουν τον πραγματικό τους εαυτό, τις δεξιότητες, τις ανάγκες και τους προσανατολισμούς τους.
Αντίθετα, οι δυσλειτουργικές συνθήκες διαβίωσης εμποδίζουν τη υγιή και ομαλή εξέλιξη της ψυχοσύνθεσης του ατόμου και δυσκολεύουν την προσαρμογή του στη ενήλικη ζωή. Τα παιδιά που είχαν αναπτύξει ανασφαλή δεσμό με τον φροντιστή τους, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν μετέπειτα άγχος, δυσκολίες στις σχέσεις και συναισθηματική αστάθεια.
Πιο συγκεκριμένα:
- Ασφαλής Δεσμός: Το παιδί νιώθει εμπιστοσύνη ότι ο φροντιστής θα ανταποκριθεί στις ανάγκες του. Δείχνει άνεση να εξερευνήσει το περιβάλλον, αλλά επιστρέφει στον φροντιστή για ασφάλεια και στήριξη.
- Ανασφαλής – αποφευκτικός Δεσμός: Το παιδί τείνει να αποστασιοποιείται και να αποφεύγει την στενή επαφή με τον φροντιστή. Δείχνει ότι δεν βασίζεται σε αυτόν για στήριξη ή παρηγοριά.
- Ανασφαλής – αμφιθυμικός Δεσμός: Το παιδί εμφανίζει έντονη προσκόλληση και άγχος αποχωρισμού. Ταυτόχρονα, όμως, δυσκολεύεται να παρηγορηθεί όταν ο φροντιστής επιστρέφει, δείχνοντας αμφιθυμία και ανασφάλεια.
- Αποδιοργανωμένος Δεσμός: Το παιδί παρουσιάζει αντικρουόμενες ή αποδιοργανωμένες συμπεριφορές (π.χ. πλησιάζει αλλά και αποφεύγει τον φροντιστή), συχνά λόγω τραύματος ή φόβου που σχετίζονται με τον ίδιο τον φροντιστή.
Συνοπτικά, η θεωρία επικεντρώνεται στα δύο πρώτα χρόνια. Παρόλα αυτά, οι επιδράσεις της συνεχίζονται καθόλη τη διάρκεια της ανάπτυξης και της ενήλικης ζωής.
Γονεϊκές Πρακτικές
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο τρόπος ανατροφής του παιδιού και η συνολική στάση του γονέα καθόλη τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Η Diana Baumrind πρότεινε ένα θεωρητικό μοντέλο που ταξινομεί τις γονεϊκές πρακτικές σε 3 βασικά στυλ:
- Επιτρεπτικό στυλ (permissive): Οι γονείς προσφέρουν υψηλή αποδοχή και αποφεύγουν την επιβολή κανόνων. Μπορεί να είναι θερμοί και υποστηρικτικοί, αλλά χωρίς να βάζουν τα βασικά όρια. Το παιδί έχει μεγάλη ελευθερία, αλλά μπορεί να δυσκολευτεί με την αυτοπειθαρχία αργότερα.
- Αυταρχικό στυλ (authoritarian): Οι γονείς δίνουν έμφαση στην πειθαρχία και την υπακοή. Απαιτούν ισχυρή συμμόρφωση σε άκαμπτους κανόνες, χωρίς να παρέχουν συναισθηματική υποστήριξη. Δεν υπάρχει ευαισθησία απέναντι στις ανάγκες του παιδιού. Το παιδί μαθαίνει να υπακούει, αλλά είναι πιο πιθανό να αναπτύξει άγχος και χαμηλή αυτοεκτίμηση.
- Δημοκρατικό στυλ (authoritative): Οι γονείς συνδυάζουν την αυστηρότητα με την συναισθηματική φροντίδα. Ακούν αλλά και καθοδηγούν το παιδί. Υπάρχει υποστήριξη, αλλά ταυτόχρονα και σαφή όρια. Το παιδί τείνει να αναπτύσσει αυτοπεποίθηση, κοινωνικές δεξιότητες αλλά και αυτορρύθμιση.
Αργότερα, οι Maccoby και Martin εισήγαγαν μία τέταρτη κατηγορία:
4. Στυλ παραμέλησης (neglectful): Οι γονείς δεν προσφέρουν επαρκή φροντίδα, υποστήριξη και καθοδήγηση. Τα παιδιά μπορεί να αισθάνονται εγκατάλειψη, να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και προβλήματα συμπεριφοράς.
Η έρευνα έχει δείξει, ότι το δημοκρατικό στυλ ανατροφής σχετίζεται με θετικά αναπτυξιακά αποτελέσματα. Αντίθετα, τα υπόλοιπα τρία μπορεί να οδηγήσουν σε οδυνηρές συναισθηματικές και σωματικές συνέπειες.
Ανθεκτικότητα και ψυχική ανάπτυξη
Η ανασύνθεση της ψυχικής υγείας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ψυχική ανθεκτικότητα και την προσωπική ανάπτυξη. Αν και οι δύσκολες εμπειρίες μπορεί να επιφέρουν αρνητικές συνέπειες, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συμβάλλουν στην καλλιέργεια θετικών χαρακτηριστικών, δεξιοτήτων και τρόπων αντίληψης. Ειδικότερα, η διαδικασία της επεξεργασίας και προσαρμογής σε δυσμενείς καταστάσεις, μπορεί να ενδυναμώσει την ικανότητα του ατόμου να ανταποκρίνεται σε αντιξοότητες, αποτελώντας έτσι έναν μηχανισμό προσωπικής ανάπτυξης.
Συχνά, όταν ένα άτομο έρχεται αντιμέτωπο με στρεσογόνες καταστάσεις, αναγκάζεται να αναπτύξει νέες στρατηγικές για την αποτελεσματική διαχείρισή τους. Μέσω αυτής της διαδικασίας τα άτομα αναπτύσσουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, αυξημένη ενσυναίσθηση, υπομονή και συναισθηματική ωριμότητα. Αυτά τα χαρακτηριστικά, που ενδέχεται να μην υπήρχαν πριν την κρίση ή να μην ήταν τόσο ανεπτυγμένα, καθιστούν το άτομο πιο ικανό να διαχειριστεί μελλοντικές προκλήσεις. Παράλληλα, το άτομο ενδέχεται να αναπτύξει και μία πιο συγκροτημένη και ρεαλιστική αντίληψη για τη ζωή και τις αντιξοότητές της.
Η προσωπική ανάπτυξη προκύπτει, επίσης, μέσα από τη διαδικασία της αναθεώρησης και εσωτερικής αναπροσαρμογής. Όταν κάποιος βιώνει δυσμενείς προκλήσεις αναγκάζεται να επανεξετάσει τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τους στόχους του. Ένα τραύμα, μία δύσκολη συνθήκη, μπορεί να αποτελέσει κινητήριο δύναμη για την αναζήτηση νέων τρόπων σκέψης και στρατηγικών, οι οποίες μπορεί να επιφέρουν μία πιο πνευματική στάση απέναντι στη ζωή.
Επιπλέον, η ικανότητα προσαρμογής και αντίστασης σε αντιξοότητες, όπως φαίνεται από τη σύγκριση του παρελθοντικού με τον σημερινό εαυτό, αποδεικνύει την συμβολή της εμπειρίας στην προσωπική εξέλιξη. Η ψυχική ωριμότητα που αποκτάει το άτομο με τον χρόνο ενδυναμώνει την ικανότητά του να παραμένει σταθερό και συνειδητοποιημένο, ακόμη και σε έντονα δυσμενείς καταστάσεις.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι το παιδικό τραύμα δεν καθορίζει απαραίτητα κάποιον ως «θύμα». Αντίθετα, μπορεί να γίνει το έδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργούνται η ανθεκτικότητα, η ενσυναίσθηση, η εσωτερική δύναμη. Μέσα από τις προκλήσεις το παιδί μαθαίνει να προσαρμόζεται, να αναζητά λύσεις, να κατανοεί τους ανθρώπους γύρω του. Σε καμία περίπτωση δεν λέμε ότι ο πόνος είναι προϋπόθεση της εξέλιξης. Παρόλα αυτά, όταν αναπόφευκτα υπάρχει, μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο και δύναμη. Το τραύμα μέσα από την επεξεργασία του, μπορεί να εξελιχθεί σε εφόδιο, που επιτρέπει στο άτομο να προχωρήσει με μεγαλύτερη αυτογνωσία και ανθεκτικότητα.
Τραύμα: Αναγνώριση, αποδοχή και αντιμετώπιση
Το να αναγνωρίσει κανείς το τραύμα του είναι μία δύσκολη και ίσως ψυχοφθόρα διαδικασία. Πολλοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν την σημασία των βιωμάτων τους και δεν αναγνωρίζουν την βαρύτητα της εμπειρίας τους. Αυτό αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας, καθώς συχνά η αποδοχή είναι σκληρή και επίπονη. Κάποιοι αρχίζουν να αναγνωρίζουν και να αποδέχονται σταδιακά τις εμπειρίες τους μέσω της θεραπείας. Αντίθετα, άλλοι συνεχίζουν να ζουν σε άρνηση, διότι ασυνείδητα νιώθουν ότι η επιβίωση είναι πιο εύκολη ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο.
Έτσι, ο τρόπος διαχείρισης του τραύματος διαφέρει από άτομο σε άτομο. Κάποιοι, υιοθετούν λειτουργικούς τρόπους αντιμετώπισης, ενώ άλλοι ακολουθούν μη βοηθητικούς μηχανισμούς. Ωστόσο, για την πραγματική αποτελεσματικότητα, χρειάζεται να στηριζόμαστε σε πιο υγιείς μεθόδους. Σε αυτό το πλαίσιο, η ψυχοθεραπεία αποτελεί το πιο βασικό εργαλείο. Μέσω αυτής, οι θεραπευόμενοι μαθαίνουν να επεξεργάζονται τις εμπειρίες τους, να αναδομούν τις σκέψεις τους και να ενισχύουν δεξιότητες που προάγουν την ψυχική τους ευεξία.
Πολλοί άνθρωποι αρνούνται να αναγνωρίσουν το τραύμα τους, πόσο μάλλον την προέλευσή του. Συχνά, μάλιστα, ασυνείδητα παραμορφώνουν γεγονότα της παιδικής τους ηλικίας ή συγκρατούν μόνο ευχάριστες εικόνες. Έτσι, αποκτούν την ψευδαίσθηση ότι βίωσαν υγιή παιδικά χρόνια. Ωστόσο, η αναγνώριση της αλήθειας μας και η αποδοχή της ως ένα κομμάτι του εαυτού και της ιστορίας μας είναι ζωτικής σημασίας. Η άρνησή της μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε σοβαρές σωματικές ασθένειες.
Η διαδικασία της αναγνώρισης, της αποδοχής και της αντιμετώπισης μπορεί να απαιτεί χρόνο και να είναι επίπονη, αλλά οδηγεί σε βαθύτερη αίσθηση ελευθερίας και αυθεντικότητας. Αν την παρακάμψουμε, κινδυνεύουμε να παραμείνουμε παγιδευμένοι σε ψευδαισθήσεις και αυτοεξαπάτηση.
*Απόσπασμα από την ερευνητική μου εργασία με θέμα «Τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας και πώς υποβόσκουν στην ενήλικη ζωή».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιωσαφάτ Μ. (2022). Γιατί Ψυχανάλυση Κύριε Γιωσαφάτ; (Β. Φλέεσσα συνέντευξη). Εκδόσεις Αρμός.
Miller, A. (2007). Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας ή Το δράμα του προικισμένου παιδιού.
Bowlby, J., Ainsworth, M., & Bretherton, I. (1992). The origins of attachment theory. Developmental Psychology, 28(5), 759-775.
Burke, S. A. (2024). Exploring the long-term impact of childhood trauma: Unseen consequences and paths to healing. International Journal of Psychiatry Research, 7(4), 1-10.
Callaghan, P., & Morrissey, J. (1993). Social support and health: a review. Journal of advanced nursing, 18(2), 203-210.
Chen, E., Brody, G. H., & Miller, G. E. (2017). Childhood close family relationships and health. American Psychologist, 72(6), 555.
Doinita, N. E., & Maria, N. D. (2015). Attachment and parenting styles. Procedia-Social and Behavioral Sciences, 203, 199-204.
Downey, C., & Crummy, A. (2022). The impact of childhood trauma on children’s wellbeing and adult behavior. European Journal of Trauma & Dissociation, 6(1), 100237.
Dye, H. (2018). The impact and long-term effects of childhood trauma. Journal of Human Behavior in the Social Environment, 28(3), 381-392.
Estlein, R. (2016). Parenting styles. Encyclopedia of family studies, 1-3.
Grevenstein, D., Bluemke, M., Schweitzer, J., & Aguilar-Raab, C. (2019). Better family relationships––higher well-being: The connection between relationship quality and health related resources. Mental health & prevention, 14, 200160.
Miller, A. (2006). The body never lies: The lingering effects of hurtful parenting. WW Norton & Company.
Putnam, F. W. (2006). The impact of trauma on child development. Juvenile and Family Court Journal, 57(1), 1-11.
Schneider, F. D., Loveland Cook, C. A., Salas, J., Scherrer, J., Cleveland, I. N., Burge, S. K., & Residency Research Network of Texas Investigators. (2020). Childhood trauma, social networks, and the mental health of adult survivors. Journal of interpersonal violence, 35(5-6), 1492-1514.
Terr, L. C. (2003). Childhood traumas: An outline and overview. Focus, 1(3), 322-334.