Γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της στη Νέα Υόρκη. Το χρυσό κορίτσι του Hollywood, με τη χαρακτηριστική, βαθιά και αισθησιακή φωνή, τη γατίσια ομορφιά, το γοητευτικό στυλ, το κοφτερό μυαλό και το καυστικό χιούμορ, σαγήνευσε με την πρώτη ματιά το Hollywood και κατέκτησε την καρδιά του ώριμου γόη Humphrey Bogart. Αυτή είναι η Lauren Bacall.
Betty Joan Perske
Γεννήθηκε το 1924, στις 16 Σεπτεμβρίου, ως Betty Joan Perske, σε μία οικογένεια της εργατικής τάξης στο Bronx της Νέας Υόρκης. Και οι δύο της γονείς ήταν Εβραϊκής καταγωγής και σύμφωνα με την ίδια, η μητέρα της, Natalie, ήταν μετανάστρια από τη Ρουμανία, ενώ ο πατέρας της, William, είχε καταγωγή από τη σημερινή Λευκορωσία – κομμάτι, τότε, της Ρωσικής Αυτοκρατορίας – αν και ο ίδιος γεννήθηκε στο New Jersey. Λίγο μετά τη γέννησή της, οι Perske μετακόμισαν στο Μπρούκλιν και η Betty ξεκίνησε να φοιτά σε ένα σχολείο θηλέων, το Highland Manor Boarding School for Girls της Νέας Υόρκης, αλλά και στο Julia Richman High School του Μανχάταν, με την οικονομική υποστήριξη των εύπορων θείων της.
Από την πλευρά του πατέρα της, είχε συγγενική σχέση με τον Shimon Peres, τον ένατο Πρόεδρο του Ισραήλ, ο οποίος δήλωσε: «το 1952 ή το 1953 ήρθα στη Νέα Υόρκη… Η Lauren Bacall μου τηλεφώνησε, είπε πως ήθελε να συναντηθούμε και το κανονίσαμε. Καθίσαμε και μιλήσαμε για την καταγωγή των οικογενειών μας και ανακαλύψαμε ότι προερχόμασταν από την ίδια οικογένεια, αλλά δεν είμαι σίγουρος ποια ακριβώς είναι η συγγένειά μας. Εκείνη ήταν που, αργότερα, είπε ότι είναι ξαδέρφη μου, εγώ δεν είπα κάτι τέτοιο».
Ο William ήταν αλκοολικός και εγκατέλειψε τη μικρή Betty Joan και τη μητέρα της, όταν η πρώτη ήταν μόλις πέντε ετών. Δεν τον ξαναείδαν ποτέ και η σχέση με τη μητέρα της έγινε ακόμα πιο στενή. Εκείνη και η Natalie άλλαξαν το επώνυμό τους, υιοθετώντας το πατρώνυμο της γιαγιάς της, Bacal, στο τέλος του οποίου πρόσθεσαν ακόμα ένα «l». Η Natalie,αργότερα, ξαναπαντρεύτηκε τον Lee Goldberg και μετακόμισε στην Καλιφόρνια.
Lauren Bacall
Μαγεμένη με το θέατρο από μικρή ηλικία, η Bacall ξεκίνησε στο γυμνάσιο να εργάζεται, αρχικά, ως ταξιθέτρια και στη συνέχεια ως ηθοποιός σε παραστάσεις, τόσο εντός, όσο και εκτός του Broadway. Το 1941 ξεκίνησε να φοιτά στην American Academy of Dramatic Arts της Νέας Υόρκης, όπου ήταν συμμαθήτρια με τον Kirk Douglas, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Το ντεμπούτο της στο Broadway έγινε το 1942, σε ηλικία 17 ετών, στην παράσταση «Johnny 2 x 4».Μέχρι τότε, ζούσε με τη μητέρα της στο Greenwich Village, του οποίου στέφθηκε Μiss το 1942.
Ήταν, όμως, η δουλειά της ως μοντέλο, που την έκανε γνωστή για «τη γατίσια χάρη της, τα ξανθά της μαλλιά στο χρώμα της καραμέλας και τα γαλαζοπράσινα μάτια της» και την έβαλε σε περιοδικά όπως η Vogue. Αν και η Diana Vreeland, αρχισυντάκτρια της Vogue, είναι αυτή, στην οποία αποδίδεται η ανακάλυψη της Bacall, στην πραγματικότητα της τη σύστησε ο Nicolas de Gunzburg. Εκείνος είχε γνωρίσει την Bacall σε ένα κλαμπ και της πρότεινε να περάσει από το γραφείο του στο Harper’s Bazaar την επόμενη κιόλας μέρα.
Το εξώφυλλό της στο Harper’s Bazaar -που ακολούθησε εκείνο της Vogue του τεύχους Μαρτίου του 1943- τράβηξε την προσοχή της Slim Hawks, συζύγου του Howard Hawks, μεγάλου σκηνοθέτη του Hollywood. Μετά από προτροπή της Slim, ο Howard ανέθεσε στη γραμματέα του να βρει περισσότερες πληροφορίες για τη νεαρή Bacall. Εκείνη, όμως, παρεξήγησε και της έστειλε ένα εισιτήριο για την audition στο Hollywood. Έτσι, ο Hawks έκανε δοκιμαστικό στην Bacall και όντας εντυπωσιασμένος από τη νεαρή γυναίκα, υπέγραψε μαζί της επταετές συμβόλαιο με εβδομαδιαία αμοιβή 100 δολαρίων και ανέλαβε προσωπικά το management της καριέρας της.
Εκείνος τη συμβούλεψε να αλλάξει το μικρό της όνομα σε Lauren, για να κρύψει την Εβραϊκή καταγωγή της. Έτσι, η Betty Joan Perske είχε μεταμορφωθεί πλήρως σε Lauren Bacall, αν και δεν ένιωσε ποτέ εντελώς άνετα με το όνομά της, ακριβώς γιατί δημιουργήθηκε για να κρύψει τις ρίζες της. Και η Slim, όμως, πήρε υπό την προστασία της τη νεαρή ανερχόμενη σταρ, αναλαμβάνοντας τις αλλαγές στη γκαρνταρόμπα της και διδάσκοντάς τη σε θέματα κομψότητας, καλών τρόπων και γούστου. Της δίδαξε να μιλά πιο μπάσα, αποβάλλοντας τη ψιλή ένρινη χροιά της, και ανέθεσε σε δάσκαλο φωνητικής την εκπαίδευσή της, η οποία περιελάμβανε – μεταξύ άλλων – και τη δυνατή απαγγελία στίχων του Shakespeare για πολλές ώρες κάθε ημέρα.
«The Look»

Το ύψος της, σχεδόν 1.75, ήταν σπάνιο για γυναίκες των δεκαετιών του ’40 και του ’50 και την έκανε να ξεχωρίζει ακόμα περισσότερο, ενώ η φωνή της πλέον χαρακτηριζόταν ως ένα «smoky, sexual growl» από τους περισσότερους κριτικούς. Η πρώτη εμφάνιση της Lauren Bacall στον κινηματογράφο έγινε το 1944, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Πρόκειται για την ταινία «To Have And Have Not», όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Humphrey Bogart, ήδη μεγάλο σταρ της εποχής. Κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών και -στη συνέχεια- των γυρισμάτων αυτής της ταινίας, η Bacall δημιούργησε «Το Βλέμμα», ώστε να αντισταθμίσει τα νεύρα και το άγχος που ένιωθε απέναντι στον «Bogie». Προκειμένου να σταματήσει να τρέμει, μέχρι να ξεκινήσει το γύρισμα, η Bacall έπρεπε να χαμηλώσει το σαγόνι της σχεδόν μέχρι το στήθος, πράγμα που σήμαινε ότι το πρώτο της πλάνο σε κάθε σκηνή την έδειχνε να σηκώνει το βλέμμα της προς τα πάνω, ώστε να κοιτάξει τον Bogart. Αυτό το βλέμμα και η βαθιά φωνή της έγιναν το σήμα κατατεθέν της Lauren Bacall για την υπόλοιπη καριέρα της.

Ο χαρακτήρας που υποδυόταν στην ταινία χρησιμοποιούσε το προσωνύμιο της Hawks, Slim, ενώ ο χαρακτήρας του Bogart χρησιμοποιούσε αυτό του συζύγου της, Steve. Η χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστών ήταν ακαριαία, σύμφωνα με την Bacall. Εκείνη και ο Bogart, που ήταν ακόμα παντρεμένος με την Mayo Methot, έγιναν ζευγάρι λίγες εβδομάδες, αφότου ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Ο ρόλος της Bacall αρχικά ήταν μικρότερος, όμως σταδιακά, και ενώ η ταινία προχωρούσε, το σενάριο διαμορφωνόταν έτσι, ώστε να γίνει πρωταγωνιστικός. Το «To Have And Have Not» υπήρξε σταθμός στην καριέρα της, αφού την εκτόξευσε σε πρώτο όνομα και την εδραίωσε ως πρωταγωνίστρια των φιλμ νουάρ και fashion icon. Η ερμηνεία της επηρέασε την ποπ κουλτούρα, σκηνοθέτες και άλλους ηθοποιούς για πολλά χρόνια μετά την κυκλοφορία της.

Η Warner Bros ξεκίνησε μία μεγάλη καμπάνια μάρκετινγκ για να προωθήσει την ταινία και για να καθιερώσει την Lauren Bacall ως σταρ. Κομμάτι αυτής της καμπάνιας ήταν και η επίσκεψή της στο National Press Club της Ουάσινγκτον, στις 10 Φεβρουαρίου του 1945. Εκεί, ο ατζέντης της, Charlie Enfield, ζήτησε από την 20χρονη τότε Bacall, να καθίσει επάνω στο πιάνο, το οποίο έπαιζε ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Harry S. Truman.

Η ταινία αποδείχτηκε ορόσημο και για τη ζωή της, αφού δεν ήταν μόνο το πρώτο βήμα για μια μεγάλη πορεία, αλλά και η αφορμή για να γνωρίσει και να ερωτευτεί τον κατά 25 χρόνια μεγαλύτερό της, Humphrey Bogart, με τον οποίο και παντρεύτηκαν στις 21 Μαΐου του 1945 στο Οχάιο. Ο γάμος τους ήταν ιδιαίτερα ευτυχισμένος, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας που χώριζε το ζευγάρι και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τον Stephen και την Leslie. Η επίδραση που είχε όμως στα επαγγελματικά της Bacall δεν ήταν το ίδιο θετική, καθώς οι ταινίες που έκανε το διάστημα που ήταν παντρεμένη ήταν λίγες. «Πολλοί σκηνοθέτες με σκέφτονταν μόνο ως τη σύζυγο του Bogie. Αυτό δεν οδηγεί σε μία μεγάλη καριέρα και εγώ σίγουρα δεν πάλεψα για μία τέτοια. Επομένως, μάλλον κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις. Ήταν από δική μου επιλογή», είπε η ίδια.

Μετά το «To Have And Have Not» ακολούθησε η συμμετοχή της στην ταινία «Confidential Agent», με συμπρωταγωνιστή τον Charles Boyer. Η ταινία δε γνώρισε την ίδια επιτυχία με την προηγούμενη, αλλά δε στάθηκε αρκετή για να ανακόψει την πορεία της προς την κορυφή. Αμέσως μετά, Warner και Bacall ανέκαμψαν την επόμενη χρονιά, δημιουργώντας το φιλμ νουάρ «The Big Sleep», όπου και πάλι συμπρωταγωνιστούσε με τον Bogart. Πλέον, το όνομα Lauren Bacall έγινε συνώνυμο του είδους και εκείνη καλούνταν πολύ συχνά να υποδυθεί παραλλαγές του ρόλου της ανεξάρτητης και αισθησιακής femme fatale Vivian του Big Sleep.
Η Vivian επιδεικνύει έναν σχεδόν απόλυτο έλεγχο
Advertising
της κίνησης και των χειρονομιών. Δε σέρνεται ποτέ.
– Joe Mcelhaney.

Bacall και Bogart συμπρωταγωνίστησαν σε ακόμα δύο ταινίες. Στο Dark Passage του 1947, ακόμα ένα φιλμ νουάρ, εκείνη υποδυόταν μία μυστηριώδη καλλιτέχνιδα από το Σαν Φρανσίσκο, ενώ στο Key Largo του 1948 έφερε, σύμφωνα με την κριτικό Jessica Klang, «ένα τόνο διαφορετικότητας και ανεξαρτησίας στο ρόλο, που κάνει το χαρακτήρα πολύ πιο ενδιαφέροντα, από όσο είναι στο χαρτί». Στις 6 Ιανουαρίου του 1949 έφερε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ένα αγόρι, που πήρε το όνομά του – Stephen Humphrey Bogart- από το συνδυασμό εκείνων του πατέρα του και του χαρακτήρα που υποδυόταν στο «To Have And Have Not».
Τα Χρόνια Με Τον Bogart

Πλέον, η Bacall είχε το προνόμιο να απορρίπτει τα σενάρια που δεν έβρισκε ενδιαφέροντα, κερδίζοντας έτσι τη φήμη της «δύσκολης». Εκείνη δεν πτοήθηκε από τις ταμπέλες και ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την εικόνα της ως σταρ, τη δεκαετία του ’50, όταν και πρωταγωνίστησε σε μία σειρά ταινιών που κέρδισαν τις εντυπώσεις των κριτικών. Ήδη από το 1950, επιλέχθηκε ως συμπρωταγωνίστρια του Gary Cooper για την ταινία Bright Leaf, αλλά και ως μία διπρόσωπη femme fatale στο πλευρό του Kirk Douglas, της Doris Day και του Hoagy Carmichael για το τζαζ μιούζικαλ Young Man With A Horn.

Το 1951, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας The African Queen, στην οποία ο Bogart συμπρωταγωνιστούσε με την Katharine Hepburn, το ζευγάρι έκανε στενή παρέα με εκείνη και τον Spencer Tracy, ενώ πολύ συχνά έκανε παρέα και με ανθρώπους του πνεύματος, όπως ο ιστορικός Arthur Schlesinger Jr. και ο δημοσιογράφος Alistair Cooke. Μαζί με άλλες προσωπικότητες του Hollywood ήταν πολέμια του Μακαρθισμού, αφού, τόσο εκείνη, όσο και ο Bogart ήταν φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί και εξέφραζαν τις απόψεις τους σε πολλές περιπτώσεις. Μάλιστα, ήταν ανάμεσα στις 80 προσωπικότητες του Hollywood, που με τηλεγράφημα που υπέγραψαν, διαμαρτυρήθηκαν για τις έρευνες εις βάρος Αμερικανών, τους οποίους υποπτεύονταν για σχέσεις με τον Κομμουνισμό, αναφέροντας ότι η έρευνα των πολιτικών απόψεων των πολιτών εναντιωνόταν στις βασικές αρχές της Αμερικανικής Δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιοι δεν ασπάζονταν τον Κομμουνισμό. Θέλοντας να αποστασιοποιηθούν από τους «Hollywood Ten» και να προλάβουν τα αρνητικά σχόλια του Τύπου για την εμφάνιση του Bogart ενώπιον της επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών, πόζαραν μαζί στη φωτογραφία που συνόδευε το άρθρο εκείνου με τίτλο «I’m No Communist», που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαΐου του 1948 του περιοδικού Photoplay. Το 1952, αφού γέννησε και το δεύτερο παιδί τους, την κόρη τους Leslie Howard Bogart, στις 23 Αυγούστου, έκανε ομιλίες για τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος, Adlai Stevenson, κάτι που επανέλαβε και το 1964 για την καμπάνια του Robert Kennedy για τη Γερουσία.
Είμαι αντι-Ρεπουμπλικανή… Φιλελεύθερη. Η λέξη από Φ.
(Liberal. The L-Word.)
Το να είσαι φιλελεύθερος είναι το καλύτερο πράγμα που μπορείς να είσαι.
Advertising
Είσαι δεκτικός προς όλους όταν είσαι φιλελεύθερος. Δεν είσαι στενόμυαλος.
– Από συνέντευξη της Lauren Bacall στον Larry King το 2005.
Η Bacall γνώρισε, επίσης, μεγάλη επιτυχία και με το How to Marry a Millionaire, το 1953, όπου συμπρωταγωνιστούσε με τις Betty Grable και Marilyn Monroe, και υποδυόταν τον εγκέφαλο της υπόθεσης. «Η κυρία Bacall, η πιο έξυπνη και αρπακτικά από τις τρεις, παίρνει τον έλεγχο κάθε σκηνής με την καυστική ερμηνεία των κατάφωρα πνευματωδών ατακών της», έγραψε ο Alton Cook της εφημερίδας The New York World-Telegram & Sun. Μετά το θρίαμβο της ταινίας αυτής, προσεκλήθη από το Grauman’s Chinese Thatre να αφήσει τα αποτυπώματα των άκρων της στο τσιμέντο της εισόδου, προσφορά την οποία απέρριψε, έχοντας και την υποστήριξη του Bogart, καθώς δεν αισθανόταν ακόμα ότι είχε φτάσει στο επίπεδο μίας μεγάλης σταρ και, επομένως, δεν άξιζε να τιμηθεί κατά αυτόν τον τρόπο. Όπως είπε και η ίδια, «οποιοσδήποτε με μία ταινία που έκανε πρεμιέρα θα μπορούσε να εκπροσωπηθεί εκεί. Τα στάνταρ είχαν πέσει κατά πολύ. […] Θέλω να νιώθω ότι έχω κερδίσει τη θέση μου ανάμεσα στους καλύτερους, που έχει να επιδείξει η βιομηχανία, στην οποία ανήκω».

Ούσα ακόμα δεσμευμένη από το συμβόλαιο με την 20th Century Fox, η Lauren Bacall έκανε το 1954 ακόμα μία ταινία, το Woman’s World, που όμως δεν κατάφερε να φτάσει την επιτυχία της προηγούμενης στα ταμεία. Την επόμενη χρονιά, η μεγάλη επιτυχία του Bogart, The Petrified Forest, μεταφέρθηκε στην τηλεόραση στα πλαίσια της εβδομαδιαίας δραματικής ανθολογίας, Producers’ Showcase. Εκεί, στο πλευρό του Bogart ως Duke Mantee και του Henry Fonda ως Alan, η Bacall υποδύθηκε την Gabrielle, ρόλο που στην ταινία του 1936 είχε παίξει η Bette Davis. Η ταινία είχε εκτοξεύσει την καριέρα του Bogie στον κινηματογράφο, όταν ο τότε συμπρωταγωνιστής του, Leslie Howard, που είχε ήδη συμφωνήσει με τη Warner Bros, έπεισε το στούντιο να επιλέξει εκείνον αντί για τον Edward G. Robinson. Μάλιστα, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, το ζευγάρι, χρόνια μετά, ονόμασε την κόρη του Leslie Howard Bogart. Το μοναδικό αντίγραφο της τηλεοπτικής αυτής μεταφοράς δόθηκε ως δώρο στο Μουσείο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης -το σημερινό Paley Center for Media- από την ίδια την Bacall τη δεκαετία του ’90.

Την ίδια χρονιά, έπαιξε σε ακόμα δύο ταινίες, τα The Cobweb και Blood Alley. Η πρώτη, σε σκηνοθεσία του Vincente Minnelli, διαδραματίζεται σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου ο χαρακτήρας της Bacall εργάζεται ως ψυχοθεραπεύτρια και ήταν η δεύτερη φορά που συνεργάστηκε με τον Charles Boyer. Η ταινία του 1956, Written on the Wind, σε σκηνοθεσία του Douglas Sirk, θεωρείται από πολλούς ειδικούς του κινηματογράφου ως ταινία σταθμός στο είδος του μελοδράματος. Η Bacall συμπρωταγωνιστούσε σε αυτήν με τους Rock Hudson, Dorothy Malone και Robert Stack και υποδυόταν μία γυναίκα καριέρας, η ζωή της οποίας αλλάζει απρόσμενα, εξαιτίας μίας οικογένειας μεγιστάνων του πετρελαίου. Στην αυτοβιογραφία της έγραψε ότι δεν θεωρούσε σπουδαίο το ρόλο, αλλά οι κριτικές ήταν καλές.

Παράλληλα -και ενώ στην προσωπική της ζωή έδινε τη μάχη με τον καρκίνο του οισοφάγου, που είχε χτυπήσει τον Bogart- έκανε τα γυρίσματα της ταινίας Designing Woman, στο πλευρό του Gregory Peck, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Αυτή η μουσική κωμωδία ήταν η δεύτερη συνεργασία της με τον Minnelli και κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη στις 16 Μαΐου του 1957.
Η Ζωή Χωρίς τον Bogart

Το Φεβρουάριο του 1957 ο Humphrey Bogart έφυγε από τη ζωή, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο και αφήνοντας την 32χρονη Bacall συντετριμμένη. Έκανε ακόμα δύο ταινίες, το 1958 και το 1959, το μελόδραμα The Gift of Love και την περιπέτεια North West Frontier, που ήταν εμπορική εμπορική επιτυχία. Στη συνέχεια, μετακόμισε ανατολικά για να επιστρέψει στην πρώτη και μεγαλύτερη αγάπη της: το θέατρο. «Επιτέλους ένιωθα ότι έβρισκα ξανά τον εαυτό μου όταν ανέβαινα στη σκηνή», είπε. Η δουλειά της στο Broadway τα επόμενα χρόνια περιελάμβανε τις κωμωδίες Goodbye, Charlie το 1959 και Cactus Flower το 1965.

Είχε προηγηθεί η σχέση της με τον Frank Sinatra, που όμως, δεν κράτησε πολύ. Ξεκίνησαν να βγαίνουν λίγο μετά το θάνατο του Bogart το 1957, και παρ’ όλο που σε συνέντευξή της υποστήριζε πως εκείνη είχε διαλύσει τη σχέση, στην αυτοβιογραφία της μερικά χρόνια αργότερα ανέφερε πως στην πραγματικότητα η απόφαση ήταν του Sinatra. Έχοντας κάνει πρόταση γάμου στην Bacall, έμαθε ότι τα νέα κυκλοφόρησαν στην κουτσομπολίστικη στήλη της Louella Parsons. Σε μία έξοδο της ηθοποιού με το φίλο της, Irving Paul Lazar, συνάντησαν τυχαία την Parsons και εκείνος αποκάλυψε τις λεπτομέρειες της πρότασης. Ο Sinatra θύμωσε και έληξε τη σχέση.

Σύντομα, το ενδιαφέρον για την προσωπική της ζωή επέστρεψε και το 1961 ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά, με τον Jason Robards Jr. Ο γάμος ήταν προγραμματισμένος να γίνει στη Βιέννη στις 16 Ιουνίου. Τα σχέδια, όμως, άλλαξαν όταν οι Αυστριακές Αρχές αρνήθηκαν να εκδώσουν άδειες γάμου για το ζευγάρι, κάτι που επαναλήφθηκε και στο Λας Βέγκας. Έτσι, στις 4 Ιουλίου του 1961, το ζευγάρι ταξίδεψε στο Μεξικό, όπου και τελικά παντρεύτηκαν. Στις 16 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς απέκτησαν και ένα γιο, τον Sam.

Το 1969 η Bacall και ο Robards χώρισαν, κυρίως, λόγω των προβλημάτων εκείνου με το αλκοόλ, ενώ – αμέσως μετά – εκείνη δέχτηκε την πρόταση να πρωταγωνιστήσει στο νέο μιούζικαλ του Broadway, Applause, το οποίο ήταν βασισμένο στην ταινία του 1950, All About Eve. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν τραγουδίστρια, η Bacall έκανε το ντεμπούτο της, ως Margo Channing την άνοιξη του 1970. Η παράσταση ήταν απολύτως επιτυχημένη και η πρωταγωνίστριά της κέρδισε το βραβείο Τony Καλύτερης Ηθοποιού. Όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία της, εκείνη και μία φίλη της είχαν κερδίσει σε διαγωνισμό του 1940 μία συνάντηση με τη Bette Davis, που ήταν το ίνδαλμά της. Έτσι, η παράσταση είχε ιδιαίτερη σημασία, αφού τόσα χρόνια αργότερα, η ίδια η Davis την επισκέφτηκε στα καμαρίνια του θεάτρου για να τη συγχαρεί για την ερμηνεία της και να της πει ότι «εκείνη ήταν η μόνη που θα μπορούσε να παίξει το ρόλο».

Οι λιγοστές ταινίες, στις οποίες συμμετείχε η Bacall αυτήν την περίοδο, έσφυζαν από μεγάλα ονόματα του χώρου. Στο Sex and the Single Girl του 1964 συμπρωταγωνιστούσε με τον Henry Fonda, τον Tony Curtis και τη Natalie Wood, στο Harper του 1966 με τους Paul Newman, Shelley Winters, Julie Harris, Robert Wagner και Janet Leigh, ενώ στο Murder on the Orient Express του 1974 το καστ απαρτιζόταν από τους Ingrid Bergman, Albert Finney, Vanessa Redgrave, Martin Balsam και Sean Connery. Το 1964 εμφανίστηκε σε δύο επεισόδια της σειράς του Craig Stevens, Mr Broadway, ενώ για τη δουλειά της στο θέατρο του Σικάγο, η Bacall τιμήθηκε δύο φορές με το Sarah Siddons Award, το 1972 και το 1984.
«Now»
Έντεκα χρόνια μετά την πρώτη της βράβευση, το 1981, ήρθε και το δεύτερο Τony για τον ημι-αυτοβιογραφικό ρόλο στο έργο Woman of the Year, ενώ την ίδια χρονιά, υποδυόταν μία σταρ του Broadway στο κινηματογραφικό θρίλερ The Fan, μία παραγωγή, που παρά τα μεγάλα ονόματα που συγκέντρωνε στους τίτλους, δεν κατάφερε να έχει την αντίστοιχη αποδοχή από κοινό και κριτικούς. Η ίδια η Bacall, αντιθέτως, έλαβε ιδιαίτερα καλές κριτικές, με τον Vincent Canby να γράφει για το χαρακτήρα της Sally Ross, τον οποίο υποδυόταν εκείνη, ότι ήταν «ο πιο πλήρης, ο πιο ενδιαφέρων και ο πιο σέξι χαρακτήρας που έχει υποδυθεί τα τελευταία 35 χρόνια, μετά τις πρώτες μεγάλες της ταινίες», ενώ το Variety έγραφε: «Η Lauren Bacall κάνει την ταινία λειτουργική με μία καλή ερμηνεία ως η πρωταγωνίστρια του θεάτρου που την καταδιώκει ένας ψυχωτικός θαυμαστής, ο θαυμασμός του οποίου μετατρέπεται σε μίσος. Σίγουρα, ο ρόλος δε δοκιμάζει το ευρύ φάσμα των δυνατοτήτων της Bacall, αλλά εκείνη και ο σκηνοθέτης, Edward Bianchi, καταφέρνουν το ουσιαστικότερο: κάνουν το κοινό να ενδιαφέρεται για το τι θα της συμβεί».

Μέχρι εκείνο το σημείο, η Lauren Bacall είχε ζήσει μία πλήρη ζωή, ούσα στον κόσμο του Hollywood και έχοντας κερδίσει το σεβασμό ως ηθοποιός, τόσο στη σκηνή όσο, και στην οθόνη. Το 1978 έγραψε τα απομνημονεύματά της, με τίτλο, By Myself, το οποίο κέρδισε και το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου. Μάλιστα, το 1994 ακολούθησε και δεύτερο μέρος, με τον τίτλο, Now. Και στα δύο βιβλία ασχολήθηκε με τις δυσκολίες της ζωής της, όπως ο εθισμός στο αλκοόλ και των δύο συζύγων της, παρά το γεγονός ότι κάποια από τα θέματα αυτά ήταν ταμπού για την εποχή.
Το 1980 συμμετείχε στην ταινία του Robert Altman Health, το 1988 στο Appointment With Death του Michael Winner, ενώ το 1990, είχε ένα μικρό ρόλο στην ταινία Misery, με πρωταγωνιστές την Kathy Bates και τον James Caan. Το 1997, έχοντας ήδη κερδίσει τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ηθοποιού σε Β’ Ρόλο, κέρδισε και την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ στην ίδια κατηγορία, για τη δουλειά της στην ταινία, The Mirror Has Two Faces, όπου συμπρωταγωνιστούσε με την Barbra Streisand, η οποία είχε και ρόλο σκηνοθέτη. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, έχασε το βραβείο, που τελικά πήγε στη Juliette Binoche για τον «Άγγλο Ασθενή».
Την ίδια χρονιά, η Bacall τιμήθηκε με το Kennedy Center Honors, ενώ δύο χρόνια αργότερα, την περίοδο που πρωταγωνιστούσε στη θεατρική παράσταση Waiting in the Wings του Noel Coward, ψηφίστηκε ως μία από τις 25 σημαντικότερες ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου από το American Film Institute. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Lauren Bacall περιόρισε ακόμα περισσότερο τις συμμετοχές της σε ταινίες, ενώ περιφρονούσε ανοιχτά το σύγχρονο Hollywood. Παρ’ όλα αυτά, εμφανίστηκε σε δύο ταινίες με τη Nicole Kidman, τα Dogville και Birth, του 2003 και 2004 αντίστοιχα, λέγοντας για την ηθοποιό: «Nicole Kidman is not a legend. She is a beginner». (Η Nicole Kidman δεν είναι θρύλος. Είναι αρχάρια). Οι ερμηνείες της και στις δύο αυτές ταινίες έτυχαν εξαιρετικά καλής υποδοχής από τους κριτικούς.
Τα Τελευταία Χρόνια

Αν και εξακολουθούσε να μην καταπιάνεται με πολλά, παρέμενε ενεργή, παρά τα 80 της χρόνια. Το 2004 συμμετείχε και στο Howl’s Moving Castle, όπου είχε το ρόλο της Witch of the Waste. Ακολούθησαν κάποια διαφημιστικά και τον Απρίλιο του 2006, έκανε ένα πέρασμα από την πολύ επιτυχημένη σειρά The Sopranos, παίζοντας τον εαυτό της. Την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε στη σκηνή των Όσκαρ, για να προλογίσει ένα βίντεο αφιερωμένο στο φιλμ νουάρ και το Σεπτέμβριο, της απονεμήθηκε το πρώτο Μετάλλιο Katharine Hepburn, το οποίο αναγνώριζε «τις γυναίκες, οι ζωές, η δουλειά και η συνεισφορά των οποίων αντικατοπτρίζουν την ευφυΐα, τη θέληση και την ανεξαρτησία της, βραβευμένης με τέσσερα Όσκαρ, ηθοποιού».

Ακολούθησε ακόμα μία ταινία, το The Walker, με τον Woody Harrelson και την Kristin Scott Thomas, το 2007, ενώ το 2009 της απονεμήθηκε τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική της πορεία στον κινηματογράφο. Παρά την προχωρημένη της ηλικία, το 2013 εξέφρασε το ενδιαφέρον της για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Trouble is My Business, ενώ η τελευταία της δουλειά ήταν στο επεισόδιο, Mom’s the Word, της σειράς κινουμένων σχεδίων «Family Guy», όπου δάνεισε τη φωνή της.
Παραμένοντας ένας από τους τελευταίους εν ζωή συνδετικούς κρίκους με τη Χρυσή Εποχή του Hollywoo, και χωρίς να έχει χάσει το χιούμορ και την καυστικότητα των απόψεών της, παρά την ηλικία της, είπε στο Vanity Fair:
Δεν πιστεύω ότι κάποιος που έχει μυαλό μπορεί να είναι χαρούμενος.
Advertising
Για ποιο πράγμα ακριβώς; Είχα μία καλή ζωή μεγαλώνοντας, μπορώ να το πω, αλλά δεν ήμουν αλήθεια ευτυχισμένη, γιατί ήμουν μοναχοπαίδι και δεν ήμουν κομμάτι μιας μεγάλης οικογένειας
– αυτό που στην Αμερική αποκαλούμε κανονική οικογένεια, έναν πατέρα, μία μητέρα και ένα παιδί, πράγμα που βεβαίως γνωρίζουμε ότι είναι μία μεγάλη απάτη –
κι όμως είχα την καλύτερη οικογένεια που θα μπορούσα να ζητήσω στο πρόσωπο της οικογένειας της μητέρας μου.
Οπότε, τι νομίζετε ότι είναι η ευτυχία; Ευτυχία, ξε-ευτυχία.
Advertising
Η Lauren Bacall πέθανε στις 12 Αυγούστου του 2014, πέντε μόλις εβδομάδες πριν συμπληρώσει το 90ό έτος της ηλικίας της, στο επί πολλά χρόνια διαμέρισμά της, που βρισκόταν στην περιοχή του Upper East Side στο Manhattan και είχε θέα στο Central Park. Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο εγγονός της, Jamie Bogart, ο θάνατος προήλθε από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο.
Παρά την προσγειωμένη οπτική της για τη ζωή της και τη φήμη, η Lauren Bacall δεν θα ξεχαστεί σύντομα. Θα παραμείνει στη σκέψη μας απόλυτα συνυφασμένη με τη δόξα και την αίγλη του παλιού Hollywood και των ρόλων της στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Είχα έναν υπέροχο γάμο, έχω τρία υπέροχα παιδιά και τέσσερα εγγόνια.
Advertising
Είμαι ακόμα ζωντανή. Μπορώ ακόμα και εξυπηρετούμαι.
Μπορώ ακόμα να δουλέψω. Μαθαίνεις απλά να αντιμετωπίζεις
ο,τι πρέπει να αντιμετωπίσεις.
Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στη Νέα Υόρκη,
Advertising
χρησιμοποιώντας μετρό και λεωφορεία.
Και ξέρετε τι μαθαίνεις αν είσαι Νεοϋορκέζος;
Ο κόσμος δεν σου χρωστάει τίποτα.
– Lauren Bacall, 1996
Advertising
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σημαντική ήταν η επιρροή της Lauren Bacall και στη μόδα. Το κομψό της ντύσιμο, ερωτικό αλλά ποτέ χυδαίο, αισθησιακό αλλά ποτέ γυμνό, αποτέλεσε λαμπρό παράδειγμα της Femme Fatale και πηγή έμπνευσης για τον Yves Saint Laurent, που τη θεωρούσε μούσα του. Δείτε τις αιτίες για την επιρροή αυτή στο βίντεο που ακολουθεί.
Πηγές: en.wikipedia.org | biography.com |
trendsurvivor.com | mirror.co.uk | youtube.com