
Η Μαρία Φαραντούρη είναι μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες τραγουδίστριες, που έχουν συμβάλει στη διάδοση της ελληνικής μουσικής και του πολιτισμού μας σε διεθνές επίπεδο. Με συνειδητές επιλογές ήδη από την αρχή της καριέρας της κατάφερε να έχει καλλιτεχνική αυτονομία, που της επέτρεπε να ελιχθεί σε διαφορετικά μουσικά είδη. Η τυχαία συνάντηση με το Θεοδωράκη που εξελίχθηκε σε κοινή επαγγελματική πορεία και σε σχέση ζωής, οι περιοδείες σε Ευρώπη ή Αμερική και η ευαισθητοποίηση κατά τη διάρκεια της Χούντας, είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που εδραίωσαν όχι μόνο την καλλιτεχνική της υπόσταση, αλλά και την ποιότητά της ως ανθρώπου.
Tα πρώτα χρόνια της Μαρίας Φαραντούρη
Η Μαρία Φαραντούρη γεννήθηκε σε μια προσφυγική γειτονιά της Αθήνας στη Νέα Ιωνία, στις 28 Νοεμβρίου του 1947. Μια περίοδος δύσκολη, κατά την οποία η Ελλάδα ήταν ακόμη πληγωμένη από τον Παγκόσμιο Πόλεμο και τους Εμφυλίους. Η παιδική της ηλικία δεν ήταν ανέμελη. Η επιδημία της εποχής, η πολιομυελίτιδα, δεν την άφησε αλώβητη και την ταλαιπώρησε έντονα έως το τέλος των παιδικών της χρόνων. Χρειάστηκε να υποβληθεί σε δύο χειρουργεία, στην ηλικία των δυόμισι και των δέκα. Η εξάμηνη καραντίνα στο σανατόριο μακριά από την οικογένεια της, ήταν μια δύσκολη δοκιμασία που κλήθηκε να αντιμετωπίσει σε πολύ νεαρή ηλικία.
Συντροφιά της σε αυτό το ταξίδι ήταν η μουσική και το τραγούδι. Τα πρώτα της μουσικά ακούσματα ήταν νησιώτικα τραγούδια, των Κυθήρων και της Κεφαλλονιάς. Άκουγε πολύ ραδιόφωνο στον ελεύθερό της χρόνο και της άρεσαν ιδιαίτερα ο Χαιρόπουλος, ο Αττίκ κι ο Γιαννίδης. Τραγουδούσε πάντοτε στις σχολικές γιορτές και στις επετείους. Όλοι μπορούσαν να διακρίνουν το ταλέντο της, ακόμη και η ίδια είχε αντιληφθεί πως διαφέρει από τα υπόλοιπα παιδιά, πως ξεχωρίζει σε κάτι. Ήθελε να γραφτεί σε ωδείο, αλλά δεν υπήρχαν στην περιοχή της. Έτσι, μερικά χρόνια αργότερα έγινε μέλος μιας χορωδίας και ξεκίνησε δειλά ασκήσεις φωνητικής και κλασσικό τραγούδι με τη βοήθεια της μαέστρου. Η μουσική, ήταν “ευλογία” στη ζωή της.

Η Μαρία Φαραντούρη ως μέλος του ΣΦΕΜ
Στο γυμνάσιο που φοιτούσε η Μαρία Φραντούρη, συνάντησε τη Νίκη Τυπάλδου – φωτογράφο- που της μίλησε για πρώτη φορά για το Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής. Ο ΣΦΕΜ τότε λειτουργούσε ως αντικείμενο προώθησης προοδευτικής μουσικής, βασισμένης στην ελληνική κουλτούρα και παράδοση. Κάποια από τα μέλη του ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος κι ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Μαζί με την μητέρα της, πήγαν στο χώρο ακροάσεων κι εκεί συνάντησε το Μάνο Λοΐζο, ο οποίος της ζήτησε ελληνικό τραγούδι για την οντισιόν, συγκεκριμένα τον “Καημό” του Θεοδωράκη. Εκείνη δεν άκουγε όμως ελληνική μουσική, προτιμούσε αγγλικά, ιταλικά τραγούδια και κλασσικό ρεπερτόριο. Ο Λοΐζος της ζήτησε να το μάθει και να επιστρέψει. Πράγματι, το έμαθε και ξαναπήγε. Σε αυτό το περιβάλλον έκανε τα πρώτα της μουσικά βήματα και χάρη στην ιδιαίτερη χροιά της έγινε πολύ σύντομα από απλό μέλος της χορωδίας, σολίστ.

Η Μαρία Φαραντούρη συναντά το Μίκη Θεοδωράκη
Σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963 η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά τον “Καημό”. Ο Μίκης Θεοδωράκης βρισκόταν εκεί και την άκουσε να ερμηνεύει το κομμάτι του. Εντυπωσιάστηκε πολύ, γι’ αυτό στο τέλος της συναυλίας, πλησίασε την μητέρα της κι ακολούθησε ο εξής διάλογος:
-“Κυρία Φαραντούρη, θα μου εμπιστευτείτε το μωρό σας; Γεννήθηκε για τα δικά μου τραγούδια!”
Τότε η μητέρα της, στρέφεται προς το μέρος της και τη ρωτά, “Εσύ το ξέρεις;”
-“Βεβαίως το ξέρω!” απαντά η νεαρή Μαρία Φαραντούρη.
Ήταν μοιραία αυτή η συνάντηση γιατί από τότε έμεινε με το Μίκη Θεοδωράκη. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς με την παύση του σχολείου για τις καλοκαιρινές διακοπές, η Μαρία Φαραντούρη αποτέλεσε μέλος της ομάδας που είχε συγκροτήσει ο μεγάλος συνθέτης. Ξεκίνησε λοιπόν τις πρώτες συναυλίες, με περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, δίπλα σε σημαντικούς καλλιτέχνες όπως το Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Σούλα Μπιρμπιλή και τη Ντόρα Γιαννακοπούλου.
Σε μια συναυλία στη Σοβιετική Ένωση το 1966, της έγινε πρόταση να εγκατασταθεί εκεί για σπουδές. Ο Μίκης τη ρώτησε, όμως εκείνη αρνήθηκε διότι δεν ήθελε να θυσιάσει τη συνεργασία τους. Αντ’αυτού, παρακολουθούσε τις πρόβες του Χορού για την αρχαία τραγωδία “Φοίνισσες” του Ευρυπίδη, στην οποία ο Θεοδωράκης είχε αναλάβει τη σύνθεση της μουσικής. Κατάφερε επομένως, να αντλήσει χρήσιμες πληφορίες σχετικά με την ορθή χρήση της φωνής της, αλλά και τη μουσική έκφραση. Το πρώτο τραγούδι που ηχογραφέι με το Μίκη, είναι το “Ματωμένο Φεγγάρι”, σε ποίηση του Νίκου Γκάτσου. Ακολουθεί ο “Κύκλος Φαραντούρη”,ο πρώτος κύκλος τραγουδιών που αφιέρωσε ποτέ ο Θεοδωράκης σε τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, του Τάσου Λειβαδίτη και του Γεράσιμου Σταύρου.

Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά τη “Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν”
Κάποια στιγμή το 1966, ο Μίκης καλεί τη Μαρία Φαραντούρη στη Νέα Σμύρνη στο σπίτι του, για να παίξει στο πιάνο το πρώτο έργο που είχε γράψει για τη φωνή της. Ήταν η “Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν” σε στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Για την ίδια, η στιγμή εκείνη παραμένει ανεξίτηλη ανάμνηση. Όταν μπήκε στο σπίτι, ο Καμπανέλλης είχε ακουμπίσει στο πιάνο και μιλούσε με το Θεοδωράκη. Μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία της ο Μίκης, της λέει: “Πάρε μολύβι και χαρτί και γράψε τι μέρα είναι σήμερα, τι μήνας και τι χρόνος. Θα σου παραδώσουμε ένα έργο που θα γράψει ιστορία με τη φωνή σου”. Πηγή έμπνευσης αυτού, το στρατόπεδο συγκέντρωσης που βρέθηκε ο Καμπανέλλης.
Η δεκαεξάχρονη Μαρία δε μπορούσε τότε να κατανοήσει τη σπουδαιότητα του. Κάθισε ο Μίκης στο πιάνο, το τραγούδησε κι εκείνη έμεινε άναυδη. Το μόνο συναίσθημα που μπόρεσε να εκφράσει ήταν ευγνωμοσύνη. Πράγματι, μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες και παίχτηκε παντού, σε όλο τον κόσμο. Στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο Παρίσι με την UNESCO, στο Ηρώδειο με τη Συμφωνική του Ισραήλ, ακόμη και στο ίδιο το Μαουτχάουζεν. Ακολούθησε η “Ρωμιοσύνη” του Ρίτσου και ξεκίνησαν οι περιοδείες και οι συναυλίες σε γήπεδα και θέατρα. Τότε που ο Θεοδωράκης κι ο Χατζιδάκις προσπαθούσαν να δημιουργήσουν το νέο σύγχρονο πολιτισμό μέσα από τις ιστορίες και τη μουσική τους, ξεσπά η στρατιωτική δικτατορία του ’67.

Η Μαρία Φαραντούρη κατά τη Δικτατορία
Μόλις τελείωσε το σχολείο, έγινε το πραξικόπημα. Δεν φοβόταν για την οικογένειά της ή την ίδια, διότι προερχόταν από ένα περιβάλλον κεντρώο και δεν είχε ενταχθεί σε κάποιο κόμμα. Με την εγκαθίδρυση της Δικτατορίας, η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύτηκε. Τότε η Μαρία Φραντούρη συνάντησε τη σύζυγό του Μυρτώ, και της ζήτησε να μεταφέρει το σημείωμά της στο Μίκη γιατί εκείνος κρυβόταν. Στο χαρτάκι, του έγραψε: “Τι θέλεις να κάνουμε;”, κι εκείνος της απάντησε σ ‘ένα κουτάκι από τσίχλες, “Φύγετε, να πάτε στο εξωτερικό. Βγείτε έξω και μη φοβάστε”.
Ήταν μόλις είκοσι όταν εγκατέλειψε την Αθήνα για το Παρίσι. Σκοπός της ήταν να καταφέρει με κάποιο τρόπο να βοηθήσει την Ελλάδα. Έτσι, τραγουδούσε αφιλοκερδώς σε πλήθος συναυλιών, με τα έσοδα να διοχετεύονται στην αντιδικτατορική δράση. Στο εξωτερικό υπήρξε τεράστια ευαισθητοποίηση και συμπαράσταση. Παράλληλα με τις συναυλίες, ηχογραφούσε δίσκους που έφταναν κρυφά στην Ελλάδα, για να δώσουν θάρρος στους αγωνιστές. Ο διεθνής Τύπος την ονόμασε “Μαρία Κάλλας του λαού” και “Joan Baez της Μεσογείου”. Εκείνη όμως προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη δημοσιότητά της μόνο προς όφελος της χώρας μας.
Πάντοτε είχε το άγχος πότε θα πέσει η Δικτατορία για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πέρασε αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά της, σχεδόν τρία χρόνια. Ενώ βρισκόταν στη Φλωρεντία το 1972, πληροφορήθηκε για το θάνατο του πατέρα της και με τη βοήθεια του Μάνου Χατζιδάκι κατάφερε να επιστρέψει, μόλις για σαράντα οκτώ ώρες. Στη Φλωρεντία γνώρισε και το μέλλοντα σύζυγό της, Τηλέμαχο Χυτήρη με τον οποίο απέκτησαν ένα γιο, το Στέφανο.

Η Μαρία Φαραντούρη από το 1974 έως σήμερα
Με την πτώση της Χούντας, ο Θεοδωράκης και η Φαραντούρη επέστρεψαν στην Ελλάδα και προκάλεσαν στιγμές έντονης συγκίνησης στο ελληνικό κοινό. Στο Στάδιο Καραϊσκάκη βρέθηκαν εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες θεατές για να παρακολουθήσουν το “Canto General”. Πάντα πιστή στο δρόμο που είχε χαράξει έως τότε, με γνώμονα την ποιότητα και την αισθητική, η Φαραντούρη άρχισε σιγά σιγά να διευρύνει το ρεπερτόριό της, πέρα από την ελληνική μουσική. Έγινε πηγή έμπνευσης για ξένους καλλιτέχνες, οι οποίοι την προσέγγισαν και της ζήτησαν να συνεργαστούν. Μεταξύ αυτών, οι Beatles που την πλησίασαν κατά τη διάρκεια της Χούντας.
Κάποια στιγμή αναμείχθηκε και στα πολιτικά πράγματα, το 1989 στο πλευρό του Ανδρέα Παπανδρέου. Ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά αυτό και μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη και το Σταύρο Μπένο ασχολήθηκαν με τα πολιτιστικά θέματα. Δεν εγκατέλειψε όμως την καριέρα της. Συνέχισε τη συνεργασία της με το Θεοδωράκη, το Χατζιδάκι αλλά και νεότερους συνθέτες όπως τον Περικλή Κούκο και τη Λένα Πλάτωνος. Βραβεύτηκε για την προσφορά της στο ελληνικό τραγούδι, με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ύστερα από το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, η Μαρία Φαραντούρη είπε χαρακτηριστικά: “Το ένα φέρνει το άλλο κι έτσι ήταν μια περιπέτεια η ζωή μου από τότε που γνώρισα τον Μίκη, σαν ένα παραμύθι, από τότε που με άκουσε δεκαέξι χρονών και είπε «θα γίνεις η ιέρειά μου». Το κρατάω πάντα μέσα στην ψυχή μου αυτό, έκανα ένα τεράστιο ταξίδι που δεν έχει τελειώσει ακόμα. Ο Μίκης έφυγε, αλλά δεν φεύγουν έτσι οι μύθοι. Δεν τελειώνουν.” Και με αυτόν τον τρόπο, τον αποχαιρέτησε.
Μετά από αυτή τη λαμπρή διαδρομή, είναι ακόμη πιο επιλεκτική στις δουλειές της. Έχει περιορίσει κατά πολύ τις δημόσιες εμφανίσεις. Προτιμά να μένει στο σπίτι παρέα με τους φίλους και την οικογένεια της. Για εκείνη η μουσική δεν είναι ασχολία, είναι υπαρξιακή ανάγκη που απαιτεί πλήρη αφοσίωση. Είναι ένας τρόπος να υλοποιεί τα όνειρά της. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, τα κατάφερε.

Η Μαρία Φαραντούρη ερμηνεύει το “Άσμα Ασμάτων” από τη Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, στο Μουσικό Κουτί..
https://www.youtube.com/watch?v=lGQApB5Nea0
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο Αφιέρωμα:
-Wikipedia | Μαρία Φαραντούρη | https://el.wikipedia.org (Τελευταία πρόσβαση 25/11/2022)
-LIFO | Μαρία Φαραντούρη: Η συνέντευξη της ζωής της | lifo.gr (Τελευταία πρόσβαση 25/11/2022)
-Farantouri.gr | ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ: Μαρία Φαραντούρη | www.farantouri.gr (Τελευταία πρόσβαση 25/11/2022)