
Ο Όττο φον Μπίσμαρκ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και επιδραστικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Πρωσικής καταγωγής πολιτικός, θα αποτελέσει τον πρώτο καγκελάριο της Γερμανικής αυτοκρατορίας και παρότι συντηρητικών ιδεολογικών θέσεων, θα αφήσει το «στίγμα» του στην Ευρωπαϊκή πολιτική ως ο πρώτος πολιτικός που εισήγαγε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που μέχρι και σήμερα επηρεάζει όλα τα σύγχρονα κράτη.
Τα πρώτα χρόνια και η αρχή της πολιτικής σταδιοδρομίας
Γεννημένος την 1η Απριλίου του 1815 στην Πρωσική επαρχία του Βρανδεμβούργου, σε μία καθοριστική χρονική περίοδο για την Κεντρική αλλά και την Δυτική Ευρώπη με πολλές μεταλλαγές στο γεωπολιτικό σκηνικό και με εξάρσεις εθνικιστικών κινημάτων, ο Μπίσμαρκ γόνος ενός γαιοκτήμονα και αξιωματικού του Πρωσικού στρατού, θα έχει την δυνατότητα να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν τη Νομική επιστήμη, στοχεύοντας την Διπλωματία ως μελλοντικό του επάγγελμα.
Η επαγγελματική του σταδιοδρομία θα ξεκινήσει στο Άαχεν ως ένας απλός δικαστικός υπάλληλος για περίπου 8 χρόνια, και μετέπειτα θα επιστρέψει πίσω στα κτήματα του πατέρα του.
Η χρονιά που θα σημαδέψει τον Όττο φον Μπίσμαρκ είναι το 1847, όπου και θα παντρευτεί την Γιοχάνα φον Πούτκάμερ και παράλληλα θα γίνει μέλος της πρωσικής βουλής ως αντιπρόσωπος στο νέο πρωσικό νομοθετικό σώμα, με το ιδεολογικό του υπόβαθρο να τον τοποθετεί στην πτέρυγα των συντηρητικών δυνάμεων, φιλομοναρχικού χαρακτήρα.

Ο πολιτικός που θα γίνει γνωστός στην ιστορία για την ενοποίηση της Γερμανίας, σε αρχικό στάδιο θα σταθεί ενάντια της στα πρώτα πολιτικά του χρόνια, στα οποία θα διακριθεί για την επικοινωνιακή και ρητορική του ικανότητα. Εκείνη την περίοδο θα υποστηρίξει σθεναρά πως μια τέτοια ενοποίηση θα ήταν επιζήμια για την Πρωσία, καθώς θα έχανε την ανεξαρτησία της.
Η μεταστροφή του Όττο φον Μπίσμαρκ θα αρχίσει να γίνεται από το 1851, όταν και θα διοριστεί ως αντιπρόσωπος της Πρωσίας στην Γερμανική Συνομοσπονδία. Στα 8 χρόνια που παρέμεινε εκεί, θα συρρικνωθεί η αντιδραστική του στάση, και θα αρχίσει να θεωρεί ωφέλιμη την επιδίωξη συμμαχιών για την Πρωσία, ως αντίβαρο στην Αυστριακή απειλή.
Λίγα χρόνια πριν την πρωθυπουργία του, θα τοποθετηθεί ως πρεσβευτής στην Ρωσία, η οποία διέθετε σχέσεις με την Πρωσία. Μετά το πέρας της τετραετούς θητείας του θα σταλθεί στο Παρίσι το 1862, και λίγους μήνες αργότερα θα διατελέσει πρωθυπουργός της Πρωσίας.
Ο Μπίσμαρκ ως πρωθυπουργός της Πρωσίας
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1862, ο Όττο φον Μπίσμαρκ θα διοριστεί ως Πρωθυπουργός της Πρωσίας και Υπουργός Εξωτερικών. Από το πρώτο κιόλας διάστημα θα γίνουν αντιληπτές στο ευρύ κοινό οι πολιτικές του προθέσεις.
Θα έρθει σε σύγκρουση με το νομοθετικό σώμα, όταν εκείνο δεν θα εγκρίνει τον προϋπολογισμό και θα προσπαθήσει να περιορίσει την δύναμη των φιλελεύθερων δυνάμεων, οι οποίες εκείνη την εποχή προσπαθούσαν να αποτρέψουν αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες.
Σύμφωνα με τον Μπίσμαρκ, κάτι τέτοιο δεν ήταν επιθυμητό, καθώς επιθυμούσε να γίνει η Πρωσία μια εξελισσόμενη δύναμη στο συγκεκριμένο κομμάτι στην Γερμανική Συνομοσπονδία, και παράλληλα να μπορέσει να κερδίσει την Αυστρία. Αποτέλεσμα των παραπάνω θα ήταν η ανάδειξη της Πρωσίας ως πρώτης δύναμης στην ένωση των γερμανικών κρατών.
Η θέση της Αυστρίας ήταν ήδη δύσκολη μετά και το πέρας του Κριμαϊκού Πολέμου το 1856. Ο Μπίσμαρκ γνωρίζοντας τις συγκυρίες θα δημιουργήσει μια σύγκρουση με την Δανία με αφορμή ένα ζήτημα που αφορούσε δύο επαρχίες. Οι Δανοί δεν έδειξαν υποχωρητική στάση και οδηγήθηκαν σε πόλεμο με την Αυστρία και την Πρωσία. Ο Μπίσμαρκ επιθυμούσε πολεμική σύρραξη με τους Αυστριακούς και ως αφορμή χρησιμοποίησε την κατάληψη του Χόλσταϊν.
Το 1866 θα χαρακτηριστεί από πολλές εχθροπραξίες και η περίοδος εκείνη θα γίνει γνωστή και ως ο «Πόλεμος των 7 εβδομάδων», καταλήγοντας με νικηφόρα για τους Πρώσους και υποχωρητική στάση για τους Αυστριακούς, που ήταν ο κύριος εχθρός της Πρωσίας, γεγονός που θα αυξήσει την δημοτικότητα του Μπίσμαρκ.
Οι όροι της ειρήνης όμως που θα επιβάλλει θα χαρακτηριστούν ως μετριοπαθείς, καθώς η στρατηγική του ήταν η μη ταπείνωση της Αυστρίας, αλλά η μετέπειτα αξιοποίηση της ισχύς της στο μέλλον, για τα δικά τους συμφέροντα, στην νέα ένωση που θα δημιουργούνταν.
Το σχέδιο του Μπίσμαρκ για την κατάρρευση της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, και την μετέπειτα ενοποίηση κατά το πλάνο του ίδιου, είχε αρχίσει.
Τα προβλήματα της ενοποίησης του Μπίσμαρκ
Στο αρχικό στάδιο υλοποίησης του σχεδίου του, ο Όττο φον Μπίσμαρκ θα βρει εναντιώσεις στα νότια Βαυαρικά κράτη και στην Βυρτεμβέργη, οι οποίες δεν επιθυμούσαν την ενοποίηση.
Η στρατηγική αντίληψη του Μπίσμαρκ ήταν εκείνη, η οποία θα έλυνε και αυτό το πρόβλημα, μέσω ενός κοινού εχθρού, την Γαλλία.
Για την Γαλλία, η εξέλιξη της Πρωσίας υπό τον Μπίσμαρκ αποτελούσαν απειλή για την θέση τους στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ενώ για τον Γερμανό καγκελάριο, η εχθρότητα που είχαν επιδείξει οι Γάλλοι ήταν απειλή για το σχέδιο ενοποίησης.
Η αφορμή του πολέμου δόθηκε όταν υπήρξε διαδοχή στον ισπανικό θρόνο, με την τοποθέτηση ενός Γερμανού πρίγκηπα, κάτι που η Γαλλία το έβλεπε ως άμεση απειλή, ενώ παράλληλα θα γίνει γνωστή μια διαρροή στον τύπο, που αφορούσε μία συζήτηση του βασιλιά Γουλιέλμου και τον Γάλλο πρέσβη γνωστή και ως «τηλεγράφημα της Εμς». Ωστόσο, αργότερα θα γίνει γνωστό πως ο Μπίσμαρκ ήταν εκείνος που αλλοίωσε το περιεχόμενο της για να επιταχύνει τις αρνητικές εξελίξεις.
Το αποτέλεσμα του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου θα βρει νικητή και πάλι τον Μπίσμαρκ το 1871, ο οποίος θα επιβάλλει στους Γάλλους πολεμικές αποζημιώσεις, αλλά θα ενσωματώσει και την Αλσατία και την Λωρραίνη με την συνθήκη της Φρανκφούρτης.
Η υλοποίηση της ενοποιημένης Γερμανικής Αυτοκρατορίας
Μετά και το πέρας του Γάλλο-Πρωσικού πολέμου, ο Μπίσμαρκ θα προσπαθήσει να επιταχύνει τις διαδικασίες ενοποίησης, διαπραγματευόμενος με τα νότια Βαυαρικά κράτη, δίνοντας τους παραχωρήσεις, ενώ προκειμένου να εξασφαλίσει την συγκατάθεση όλων των κρατών, θα προβεί και σε αθέμιτες ενέργειες όπως διάφορες εξαγορές αξιωματούχων
Στις 18 Ιανουαρίου του 1871, η νέα γερμανική αυτοκρατορία είναι γεγονός, και ο Όττο φον Μπίσμαρκ θα ανακηρυχθεί ως αυτοκράτορας στις Βερσαλλίες. Η νέα αυτή αυτοκρατορία θα είχε ομοσπονδιακό χαρακτήρα, με καθένα από τα 25 κράτη που θα την απαρτίζουν να διαθέτει βαθμούς αυτονομίας, κάτι που μέχρι και σήμερα χαρακτηρίζει το Γερμανικό κράτος
Ο Όττο φον Μπίσμαρκ θα γίνει ο πρώτος Καγκελάριος της Γερμανικής αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα θα παραμείνει και υπουργός εξωτερικών και πρωθυπουργός, συγκεντρώνοντας μια τεράστια πολιτική εξουσία στα χέρια του.
Εσωτερική Πολιτική της Γερμανικής Αυτοκρατορίας
Ένας από τους πρωταρχικούς του στόχους ήταν να μειώσει την επιρροή της Καθολικής εκκλησίας στην Γερμανία, καθώς υπολόγιζε την μεγάλη της πολιτική δύναμη, και πιθανή κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση.
Ο Μπίσμαρκ θα ευνοήσει τον Λουθηρανισμό, ενώ θα ξεκινήσει και τον «πολιτισμικό αγώνα», καταργώντας το Καθολικό τμήμα του Υπουργείου εξωτερικών, ενώ παράλληλα θα περάσει διάφορους αντικαθολικούς νόμους.
Όταν το 1873 θα επηρεάσει την Γερμανία η μακρά ύφεση που θα έρθει ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου της Βιέννης, ο Μπίσμαρκ θα περιορίσει το ελεύθερο εμπόριο και θα υλοποιήσει προστατευτική πολιτική με την επιβολή δασμών, σηματοδοτώντας την εγκατάλειψη του φιλελεύθερου κόμματος.
Στο κομμάτι της εσωτερικής διακυβέρνησης, ο Μπίσμαρκ θα αντιμετωπίσει μια αύξηση σοσιαλιστικών «τάσεων» και πιο συγκεκριμένα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, και θα προσπαθήσει να το περιορίσει με διάφορους νομοθετικούς τρόπους.
Η οποιαδήποτε απαγόρευση όμως των συγκεκριμένων συγκεντρώσεων, και η διασπορά των ιδεολογικών κειμένων του κόμματος, δεν κατάφεραν τον περιορισμό του στην κοινωνία, και έτσι αρκετά από τα ηγετικά στελέχη θα συλληφθούν και θα δικαστούν.
Παράλληλα για να μειώσει την όλο και αυξανόμενη άνοδο της Σοσιαλδημοκρατίας, θα προσπαθήσει να προσεγγίσει και να κερδίσει την εργατική τάξη.
Έτσι στην νέα ενοποιημένη Γερμανική αυτοκρατορία, θα δημιουργηθεί για πρώτη φορά ένα γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που θα μπορεί να καλύπτει εργατικά ατυχήματα, ασθένειες και συνταξιοδοτικά θέματα, και διάφοροι τομείς που απασχολούν μέχρι και σήμερα τα σύγχρονα κράτη.
Η εξωτερική πολιτική
Στο κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής, ο κύριος στρατηγικός στόχος ήταν η εξασφάλιση της υπεροχής της Γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρωπαϊκή γεωπολιτική «σκακιέρα».
Από τις μεγαλύτερες απειλές που είχε να αντιμετωπίσει ο Μπίσμαρκ ήταν για δεύτερη φορά η Γαλλία και οι ρεβανσιστικές τάσεις, μετά το πέρας του Γαλλό-Πρωσικού πολέμου. Επομένως κύριο μέλημα ήταν η απομόνωση της Γαλλίας μέσω της διατήρησης και της ανάπτυξης σχέσεων με όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Η διατήρηση όμως της ειρήνης στην περιοχή ήταν πρωταρχικός στόχος για τον Μπίσμαρκ, και για αυτόν τον λόγο δεν θα αυξήσει τον στόλο και τα στρατεύματα προκειμένου να μην οξύνει τις καταστάσεις με τους Άγγλους, συνάπτοντας παράλληλα συνθήκες ειρήνης με την Ρωσία και την Αυστροουγγαρία το 1872, το γνωστό «Dreikeiserbund».
Σημαντική ήταν και η επιδίωξη σχέσεων με την Ιταλία, με την οποία θα επαναδιαμορφώσει την τριπλή συμμαχία όταν θα καταρρεύσει η Λίγκα των τριών αυτοκρατόρων μαζί με την Αυστροουγγαρία, δείχνοντας πάντα ενωτικό και φιλειρηνικό πρόσωπο αλλά μη συνοδευόμενο πάντοτε από ανάλογα αποτελέσματα.
Η παραίτηση και τα τελευταία χρόνια
Όταν νέος βασιλιάς θα διοριστεί ο Γουλιέλμος ο Β’ μετά τον θάνατο του Γουλιέλμου Α’ από καρκίνο, οι σχέσεις του Μπίσμαρκ μαζί του θα χειροτερεύσουν σε ό,τι αφορά την πολιτική διακυβέρνηση, τα θέματα εσωτερικής πολιτικής, και τις πρακτικές αλλά και σε θέματα που αφορούν τον χειρισμό του Σοσιαλιστικού παράγοντα στην Γερμανία.
Οι διαφωνίες των δύο μερών δεν έμειναν εκεί, καθώς και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής υπήρχε χάσμα. Ο Μπίσμαρκ προτιμούσε την διατήρηση της σταθερής υπεροχής της Γερμανίας στον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων, ενώ ο βασιλιάς ήταν ανοικτά υπέρ, της όλο και αυξανόμενης υπεροχής, χωρίς να ικανοποιείται με την διατήρηση των συγκεκριμένων συσχετισμών.
Το 1890, θα φέρει και την παραίτηση του Όττο φον Μπίσμαρκ, ο οποίος θα μεταφερθεί στο Αμβούργο, αναμένοντας πάντοτε μια επανένταξη στο πολιτικό σκηνικό, όμως αυτήν την φορά οι συνθήκες δεν θα τον ευνοήσουν όπως πολλές φορές στην πολιτική του σταδιοδρομία.
Τα τελευταία του χρόνια θα τα αφιερώσει στην συγγραφή των δικών του σκέψεων και αναμνήσεων, ενώ ο θάνατος του θα έρθει το 1898 σε ηλικία 83 ετών.
Η σημασία του πολιτικού κεφαλαίου του Μπίσμαρκ
Για πολλούς ο Μπίσμαρκ θα αποτελεί πάντοτε έναν πολιτικό ήρωα της Γερμανίας, ενώ για άλλους μία αυταρχική φιγούρα, και σίγουρα ο πολιτικός του «καμβάς» διαθέτει και τις δύο αποχρώσεις.
Αδιαμφησβήτητα, η πολιτική προσωπικότητα και σταδιοδρομία του Μπίσμαρκ θα αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην σύγχρονη Γερμανική Ιστορία και η προσφορά του στο κομμάτι του κοινωνικού κράτους θα σημαδέψει όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, ακόμα και μετά τα 206 χρόνια από την γέννηση του.
Ένα απόσπασμα απο την ταινία “Bismarck” (1940)
Για το συγκεκριμένο άρθρο αξιοποιήθηκαν οι πηγές
200 χρόνια από τη γέννηση του Μπίσμαρκ: Ανακτήθηκε από : www.dw.com ,Τελευταία πρόσβαση 06-07-2021
Όττο φον Μπίσμαρκ: Ο δρόμος προς τη γερμανική ενοποίηση. Ανακτήθηκε από: www.offlinepost.gr ,Τελευταία πρόσβαση 06-07-2021
Ότο φον Μπίσμαρκ : Ανακτήθηκε από: www.sansimera.gr ,Τελευταία πρόσβαση 06-07-2021
Όττο φον Μπίσμαρκ : Ανακτήθηκε από: el.wikipedia.org, Τελευταία πρόσβαση 06-07-2021