Το μνημείο του Διονυσίου Σκυλοσόφου στα Ιωάννινα προσελκύει πάντα κόσμο και ειδικά τουρίστες αφού βρίσκεται στα πιο τουριστικά σημεία της πόλης. Η ορειχάλκινη προτομή του Διονυσίου του επισκόπου Τρίκκης (του επονομαζόμενου «Σκυλοσόφου»), βρίσκεται στη παραλίμνια περιοχή της πόλης, στο δρόμο που φέρει και το όνομα του. Η προτομή του Διονυσίου κατασκευάστηκε από τον Γιώργο Μήτση και τον Άλμπερτ Κασί το 2000. Τοποθετήθηκε μπροστά από τη σπηλιά που τον συνέλαβαν στις 11 Σεπτέμβρη του 1611, όταν και η επανάσταση του κατεστάλη.
Ο Κώστας Νικολαΐδης στο βιβλίο του «τα Γιάννινα» μας εξιστορεί τα γεγονότα που συνέβησαν το 1611 στη πόλη μας: ««Εν τω σπηλαίω τούτω κατέφυγεν ο επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος ο Σκυλόσοφος. Ο πρωτοστατήσας εις την επανάστασιν της Ηπείρου την 11ην Σεπτεβρίου 1611. Συλληφθείς δε, εγδάρη ζων».
Ας σκύψαμε ευλαβικά να τιμήσομε όσο της αξίζει, τη μεγάλη προσωπικότητα του θαρραλέου ιεράρχη Διονυσίου Σκυλόσοφου – Φιλοσόφου γράφει η πινακίδα του Δήμου σε τούτο τον παραλίμνιο δρόμο – για την εξέγερση κατά της τουρκικής τυραννίας της οποίας ήταν εμπνευστής και οδηγός. Το επαναστατικό κίνημα του Δεσπότη, που ξεσήκωσε τους χωριάτες από Παραμυθιά και Λάκκα Σουλίου για να καταλάβουν τα Γιάννινα και να καταλύσουν τις Αρχές, θεωρείται από τα σπουδαιότερα, αν δεν είναι το πρώτο κίνημα στον 17ο αιώνα.
Και όσον αφορά για τα Γιάννινα, για το Κάστρο μας, τα επακόλουθα της οικτρής αποτυχίας του, ήταν οδυνηρά. Οι χριστιανοί, οι Καστρινοί που ζούσαν αιώνες εδώ μέσα από τα χρόνια τα βυζαντινά και του Δεσποτάτου και τους πρώτους δυο αιώνες της τουρκοκρατίας, τώρα διώχνονται και κλείνουν οι πύλες γι’ αυτούς, έως την απελευθέρωση του 1913.
Το Ηπειρωτικό χρονικό της εποχής γραφεί για την έξωση των Καστρινών χριστιανών: «Επειδή οι Τούρκοι έγραψαν αναφοράν προς τον βασιλέα των, κηρύττοντες τους χριστιανούς απειθείς της βασιλείας και αποστάτας, ήλθεν από την Κωνσταντινούπολιν χάτι – σερίφι να τους εξώσουν από το Κάστρον, αφαιρούντες τους, όλων όσων είχαν τιμήν και δύναμιν κατά τας συνθήκας. Ούτως, απωσθέντες, έκτισαν έξω οικίας μικράς και έζων ταπεινοί και καταφρονεμένοι…».
Ας ιστορήσουμε όμως το βίο και την πολιτεία του δεσπότη Διονυσίου και το κίνημα κατά των Τούρκων των Γιαννίνων, που έγινε στις 10 προς 11 Σεπτεμβρίου του 1611. Ο Δεσπότης Διονύσιος πρώην Τρίκκης της Θεσσαλίας, ήταν επικηρυγμένος από τους Τούρκους, γιατί είχε λάβει μέρος σαν δεσπότης της Τρίκκης στα 1601 κατά των Τούρκων στο Βάλτο της Αιτωλίας. Ο ίδιος πάλι σημαίνει συναγερμό στα Τρίκαλα, στην Καλαμπάκα, στην Καρδίτσα. Η Βενετία που είχε δώσει υπόσχεση να βοηθήσει, τους γέλασε.
Σφαγή στα χωριά και τις πολιτείες και το κεφάλι του το επικηρύσσουν για 10.000 γρόσια. Το Πατριαρχείο τον καθαιρεί. Θεωρείται τώρα απλός παπάς. Φεύγει από την Ελλάδα. Γυρίζει στις αυλές τις ευρωπαϊκές, ιστούς ισχυρούς του κόσμου. Στην Ιταλία, στην Ισπανία, στη Ρωσία. Λόγια λόγια, υποσχέσεις του δίνουν και τίποτε άλλο.
«Δεν είν’ εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια
Αλλ’ ανάσαση καμιά.
Άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.
Άλλοι ωιμέ στη συμφορά σου
όπου εχαίροντο πολύ
Σύρε να ‘βρεις τα παιδιά σου
Σύρε, έλεγαν οι σκληροί».
Αρχές του 1611 ο Διονύσιος απλός τώρα παπάς, έρχεται στα χωριά της Λάκκας Σουλίου και καταφεύγει καλόγερος στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Διχούνι. Ο σκοπός του δεν είναι να υπηρετεί την εκκλησία και να :θυμιατίζει τις εικόνες. Προετοιμάζει επανάσταση κατά των Τούρκων. Ξεσηκώνει τους χωριάτες, γυρίζοντας από χωριό σε χωριό. Μιλάει στους χωριάτες, για τους φάρους που πληρώνουν, για την άθλια ζωή που κάνουν, τους δίνει υποσχέσεις: «Έχω τη βοήθεια των Φράγκων. Είναι και τούτοι χριστιανοί. Με την κραταιά τους βοήθεια τους χαλάσουμε τους απίστους».
Μιλούσε και στους καλόγερους: «Αδελφοί μου, εμείς δεν κλειστήκαμε στας Μονάς για να προφυλάξομεν τας ψνχάς μας από του κακού. Κλήρος ημών αδελφοί μου, έλαχε ν’ απαλλάξομεν τας ψνχάς των αδελφών ημών από τον επονείδιστον ζυγόν των απίστων».
Ήταν λεβεντόγερος, με γενειάδα κατάλευκη, ψηλός, αδύνατος, λίγο καμπουριασμένος. Φορούσε στο κεφάλι του μια σκούφια καλογερίστικη, και γύριζε από χωριό σε χωριό. Οι χωριάτες μαζεύονταν ν’ ακούσουν. Για να τους πείσει, μιλούσε προφητικά. Χρησιμοποιούσε μαντείες, αστρολογίες. Σε λεκάνη με νερό έριχνε σταλαματιές από λάδι, έσκυβε και μελετούσε τα σχήματα και τα σχέδια που έκανε το λάδι, όπως άπλωνε στο νερό:«Βλέπω πράματα θαυμαστά. Ένα σταυρό, πάνω από μια ίσια γραμμή. Η γραμμή περνάει κόβει στα δυο ένα μισοφέγγαρο. Αυτό θα ειπεί πως εγώ πρέπει να πεθάνω για τη μεγάλη ιδέα».
Και συνέχιζε: «Όταν θα σημάνει η ώρα, αδελφοί, θα σηκωθούμε όλοι να βαρέσουμε τον Τούρκο. Κανένας δεν θα λείψει. Εγώ θα τραβήξω μπροστά με τούτον τον τίμιο Σταυρό στο χέρι κι εσείς θ’ ακολουθήσετε. Με ότι φονικό βρεθεί στα χέρια σας. Με δρεπάνια, μαχαίρια, τσεκούρια, με τσαπιά, με νύχια. Θα βάλομε φωτιά να κάψουμε την Τουρκιά. Θα φτάσουμε στην Αγιά Σοφιά. Σας το λέω αδελφοί, είναι γραφτό να μπω στην Πόλη και ο σουλτάνος θα σηκωθεί από το θρόνο να με ιδεί».
Μαζεύονταν ο κόσμος στα μεσοχώρια. Ο Διονύσιος κρατούσε στα χέρια του μια πλόσκα και κέρναγε από χέρι σε χέρι το πιοτό. Δημιουργούσε ατμόσφαιρα πανηγυριού. Ήρθε κρυφά και στα Γιάννινα. Μίλησε σε πατριώτες που συντάχτηκαν στο σπίτι εμπίστου φίλου του: «Αδελφοί εν Χριστώ, θεία πρόρρησις όρισεν εμένα, τον ταπεινότατον δούλον του Κυρίου, Διονύσιον, να αναλάβω τούτο το χαλεπόν έργον. Να ηγηθώ πρώτος ανάμεσον σας του Σηκωμού των ραγιάδων».
Τέλος, ήρθεν η ώρα του Σηκωμού. Ο δεσπότης μπροστά. Τετρακόσιοι άνθρωποι ακολουθούσαν. Γεωργοί και βοσκοί με παλούκια, μαχαίρια, σφεντόνες, δρεπάνια. Χτύπησαν πρώτα δυο τουρκοχώρια της Λάκκας. Τους λιάνισαν όλους, άντρες, γυναίκες, παιδιά. ‘Ύστερα από το χτύπημα αυτό, μαζεύτηκαν και άλλοι πεντακόσιοι. Ο δεσπότης έδωσε την προσταγή:
– Εμπρός για τα Γιάννινα!
Ξημερώνοντας Κυριακή μπήκαν στην πόλη, ασύνταχτο μπουλούκι, άρχισαν την επίθεση στα τούρκικα σπίτια και στο κονάκι του πασιά. Ο Οσμάν πασιάς με τη γυναίκα του, μόλις κατάφεραν να σωθούν, γυμνοί, πηδώντας από το παράθυρο στο δρόμο. Τότες οι Τούρκοι δεν είχαν δικαίωμα να ζουν στο Κάστρο.
Οι επαναστάτες φώναζαν μέσα στη νύχτα από σοκάκι σε σοκάκι που χτυπούσαν:
– Χαράτσι, χαρατσόπουλο.
Ήταν φωνή διαμαρτυρίας για τον καινούργιο φόρο του πασιά.
Οι Τούρκοι μετά την πρώτη ταραχή, ανασυντάχτηκαν. Οπλίστηκαν και άρχισαν να χτυπούν στους δρόμους τους ρέμπελους. Οι σπαήδες καβαλάρηδες έπαιρναν με τα σπαθιά τους κεφάλια χριστιανικά. Ο δεσπότης δε μπόρεσε να πειθαρχήσει τους επαναστάτες. Σαν έφεξε η μέρα, το παιγνίδι ήταν χαμένο. Έμεινε μόνος. Τον κυνηγούν να τον σκοτώσουν. Για να γλιτώσει, καταφεύγει να κρυφτεί στη σπηλιά τούτη των βράχων. Τον έπιασαν και τον έσυραν μπροστά στη σύναξη των Τούρκων στην κεντρική πύλη.Εκεί ο δεσπότης αντίκρισε τα κομμένα κεφάλια των παλικαριών του. Του Ζώτου, του Γιώργη Ντελή, του Φώτη. Τον έγδυσαν, τον έδεσαν σ’ ένα παλούκι κατάφατσα στον ήλιο, τον έβριζαν, τον έφτυναν. Τέλος, τον έγδαραν ζωντανό. Φούσκωσαν το τομάρι, το γέμισαν άχυρο και το γύριζαν στα χωριά, να το βλέπει ο κόσμος. Το πήγαν τέλος στην Πόλη, στο σουλτάνο.
Τότε, με την επανάσταση αυτή, ήρθε φιρμάνι και έβγαλαν τους χριστιανούς από το Κάστρο. Χάλασαν τις εκκλησιές. Έχτισαν στη θέση τους τα τζαμιά. Το τι έπαθαν οι χριστιανοί στο Κάστρο το λέει σε λόγο του ο Μάξιμος ο ιερομόναχος, εχθρός του Διονυσίου «τι μεγάλο κακό έκανες Σκυλόσοφε. Στέρησες τη ζωή στους περισσότερους από αυτούς εδώ. Αλλά και όσοι σώθηκαν, μισοπεθαμένοι κακήν κακώς βρίσκονται. Που θα πάνε χειμώνας που έρχεται, ω ανόητε; Τα σπίτια τους, άλλα ξεθεμελιώθηκαν, άλλα κάηκαν από τους ατίθασους τυράννους και το βιό τους άλλο χάθηκε, άλλο αρπάχτηκε. Έπρεπε Διονύσιε να μη ξεσηκώσεις τους ανθρώπους, αλλά να τους συμβούλευες να τιμούν τους βασιλιάδες που δόθηκαν από το θεό και να μην επαναστατούν…».
Και ο λαός τραγούδησε λυπητερά τη χαμένη εξέγερση του Σκυλόσοφου:
«Δεσπότη μου τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος.
Μείναν τα σπίτια αδειανά, γέμισαν τα χαντάκια
Κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβει και να καίει.
Δεν έχει η μάνα πια παιδί και τα παιδιά γονέους
Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη
να τρων οι κότες πίτουρα να νταβουλάν οι γύφτοι
για να ξυπνάει η Τουρκιά να κάνει ραμαζάνι».
Πηγή:
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου