Ο Θύαμις ή Θύαμης ή Καλαμάς είναι ο μεγαλύτερος (σε μήκος) ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας. Θύαμις είναι το αρχαίο όνομά του, ενώ Καλαμάς αποκαλούνταν στο παρελθόν ο μεγαλύτερος παραπόταμός του, αλλά με το πέρασμα του χρόνου οι δύο ονομασίες ταυτίστηκαν. Το συνολικό μήκος του Θυάμιδος είναι 115 χιλιόμετρα.Οι πηγές του βρίσκονται στο όρος Δούσκο, κοντά στα σύνορα του νομού Ιωαννίνων με την Αλβανία. Η λεκάνη απορροής του έχει έκταση 1.800 χμ², περιλαμβάνει πλήθος παραποτάμων και πηγών και σχεδόν ολόκληρη (99%) ανήκει σε ελληνικό έδαφος.
Με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, διασχίζει το επίμηκες λοφώδες οροπέδιο που σχηματίζεται ανάμεσα στα όρη Κασιδιάρης (Δ) και Μιτσικέλι (Α). Η περιοχή αυτή καλείται Κοιλάδα του Άνω Καλαμά (ή απλά κάμπος από τους ντόπιους) και είναι γνωστή ως το σημείο απόκρουσης της ιταλικής εισβολής το 1940 από τις ελληνικές δυνάμεις υπό τον Χ. Κατσιμήτρο, διοικητή της 8ης Μεραρχίας. Στα νότια του Κασιδιάρη, ο ποταμός στρέφεται προς τη Θεσπρωτία, την οποία διαρρέει με κατεύθυνση ανατολικά προς δυτικά. Εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος βορείως της Ηγουμενίτσας σχηματίζοντας δέλτα.
Συνολικά ο Θύαμις διαρρέει τα εδάφη δέκα δήμων από τις πηγές έως τις εκβολές του: Άνω Πωγωνίου, Άνω Καλαμά, Καλπακίου, Ευρυμενών, Ζίτσας, Μολοσσών, Παραμυθιάς, Παραποτάμου, Φιλιατών και Σαγιάδας.
Από τις πηγές ως τις εκβολές τα νερά του έδιναν και δίνουν ζωή σε πόλεις και χωριά δίπλα στο πέρασμά του. Η συστάδα των πέτρινων σπιτιών στο Εκκλησοχώρι, που διατηρούν αυθεντικά στοιχεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Το παλιό Μάζι, που μετονομάστηκε σε Πολύδωρο, διατηρεί ελάχιστα σημάδια από το παρελθόν. Από εδώ και πέρα, μπαίνουμε σε μια περιοχή που παλαιότερα ονομαζόταν Παρασούλι (Μάζι, Ραδοβίζι, Γρανίτσα, Ζάλογκο, Βερενίκη, Δοβλά), ανήκε στη σουλιώτικη κοινοπολιτεία, οι κάτοικοί του έλαβαν μέρος σε όλους τους αγώνες κατά των Τούρκων. Στη φαρδιά λαγκαδιά που ανοίγεται μπροστά, τρέχει ο παραπόταμος του Καλαμά, Μπάνιας, και απέναντί μας διακρίνονται το Ζάλογκο και ψηλά τα όρη Παραμυθιάς, αχνά φαίνεται ένα τείχος από το κάστρο της Βερενίκης. Μετά το Ραδοβίζι, ο δρόμος οδηγεί στο ονομαστό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου (Διχουνίου), το οποίο είχε ως ορμητήριο ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος. Μετά το Διχούνι, συναντούμε το χωριό Βερενίκη, περνώντας τον Μπάνια, ένα μικρό αλλά εντυπωσιακό φαράγγι που ονομάζεται Ραδιό και προχωρούμε προς Δοβλά. Στο χωριό των περίπου 30 κτηνοτρόφων ξεχωρίζει η εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, που ανακαινίζεται με το πέτρινο διώροφο καμπαναριό. Αφιερωμένη στον Αγ. Ιωάννη είναι και η εκκλησία του χωριού Φτέρη. Τα δύο επόμενα χωριά είναι το Άνω και Κάτω Ζάλογκο.
Στην περιοχή αυτή που το ντούσκο (βελανιδιά) κάνει δυναμική εμφάνιση μπορείς να θαυμάσεις την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και το ονομαστό πέτρινο, τοξωτό Ζαλογκογέφυρο στο ποτάμι. Στο τουριστικό πέρασμα της Βροσίνας, μπορεί ο επισκέπτης να θαυμάσει από κοντά τον Καλαμά και τα βαθύσκιοτα πλατάνια του. Ο Καλαμάς μοιάζει να συμπαρασύρει μαζί του έναν επιβλητικό καταπράσινο όγκο που δεν αρκείται στην κοιλάδα του ποταμού, αλλά σκαρφαλώνει και στα γύρω υψώματα. Κινούμενοι στο Νομό Θεσπρωτίας συναντούμε την Κεραμίτσα με τις δύο πλατείες του μεγάλου χωριού και στη συνέχεια το Κοκκινολιθάρι. Εκεί το μάτι του επισκέπτη θα σταθεί στον βράχο που εξέχει, με το εκκλησάκι του Αγίου Μηνά να σκαρφαλώνει πάνω στην κορυφή. Το Ασπροκκλήσι και η Σαγιάδα είναι ήσυχα, πλούσια, αγροτικά χωριά και το λιμάνι της Σαγιάδας μοιάζει με τεράστια λιμνοθάλασσα. Η περιοχή των Στενών Καλαμά έχει σημαντικά υπολείμματα βυζαντινής κληρονομιάς. Αξίζει να επισκεφτείτε τους καλοδιατηρημένους κατάγραφους ναούς (των Ταξιαρχών και της Κοίμησης της Θεοτόκου) στις Πέντε Εκκλησιές, θέση αρχαίου κάστρου και της υστεροβυζαντινής-μεταβυζαντινής Οσδίνας, το λαογραφικό μουσείο Πολυδρόσου, το κάστρο Ραβενής – υστεροκλασικός και ελληνιστικός οικισμός στη μεθόριο Θεσπρωτίας – Μολοσσίας και τα απομεινάρια της βυζαντινής γέφυρας Μπολιάνα στην έξοδο του φαραγγιού του Καλαμά.
Ιστορική αναδρομή
Στους βυζαντινούς χρόνους ο Καλαμάς συνέχιζε να συγκεντρώνει τις ανθρώπινες οικιστικές δραστηριότητες (Σαγιάδα, Ηγουμενίτσα, Οσδίνα, Βροσίνα, Βελτσίστα, Οπάγια κ.λπ.) ενώ σπουδαία μοναστήρια εμφανίστικαν δίπλα στις όχθες του (μονές Ραγίου, Γηρομερίου, Οσδίνας, Μίχλας, Πατέρων, Σωσίνου, Βελλάς κ.λπ.) Ένα μεγάλο δίκτυο δρόμων και μονοπατιών έκανε αναγκαία την ύπαρξη πολλών διαβάσεων σ’ όλο το μήκος του ποταμού.
Στη Ρωμαϊκή εποχή από την περιοχή των εκβολών περνούσε ο μεγάλος δρόμος που ένωνε την Απολλωνία με τη Νικόπολη και υποθέτουμε την ύπαρξη μεγάλης γέφυρας δίπλα στη Μαστιλίτσα. Από τότε το μεγάλο μήκος, αλλά κυρίως το βάθος του ποταμού έκανε απαγορευτική τη γεφύρωσή του στο νότιο τμήμα. Το μεγαλύτερο γεφύρι βρίσκεται σήμερα (γκρεμισμένο) στην περιοχή Νεράιδας (Μενίνας) του νομού Θεσπρωτίας και έφερε τέσσερα τουλάχιστον τόξα. Στην έξοδο του φαραγγιού κάτω από την Οσδίνα (περιοχή Μπολιάνας) βρίσκονται οι βάσεις του μεγαλύτερου ζευκτού γεφυριού του Καλαμά (με πέτρινες κολώνες και ξύλινο οδόστρωμα). Αντίστοιχο γεφύρι – σε μικρότερο μέγεθος – υπάρχει στη Λαγγάβιτσα δίπλα στη μονή της Αγίας Μαρίνας.
Τα υπόλοιπα γεφύρια του Καλαμά, πολλά από τα οποία σώζονται ως σήμερα σε καλή κατάσταση είναι τα τοξοτά. Γκρεμισμένα μονότοξα και πολύτοξα γεφύρια, ίχνη πόλεων και ακροπόλεων μαρτυρούν ένα σφιχτό οικιστικό πλέγμα δίπλα στο ποτάμι, μέσα στους αιώνες, Γιτάνη, Φανωτή, Ράι, Οσδίνα. Το ποτάμι ήταν πλωτό τουλάχιστον μέχρι την αρχαία Γιτάνη που βρίσκεται κοντά στο Ράγιο στο σημείο που δέχεται τα νερά του Καλπακιώτικου.
Στους μέσους χρόνους, το αρχαίο όνομα είχε ξεχαστεί και τη θέση του πήρε ο Καλαμάς, από τα καλάμια που φύτρωναν στις βαλτώδεις εκβολές του. Στο Δέλτα του ποταμού, ανάμεσα από Σαγιάδα, Ράγιο και Ηγουμενίτσα απλώνεται εύφορη γη σχηματισμένη από αιώνων προσχώσεις. Η περιοχή των εκβολών κατά την αρχαιότητα ήταν ένας τεράστιος βαλτότοπος που κάλυπτε όλη την περιοχή από την Ηγουμενίτσα έως την Σαγιάδα. Ο Καλαμάς πρέπει να είχε 4 βασικές κοίτες. Εκεί έβοσκαν αναρίθμητα γουρούνια και άγρια άλογα. Τη δεκαετία του ‘60 γίνονται εκτεταμένα αποστραγγιστικά έργα και αλλαγή της κοίτης του Καλαμά βορειότερα για να πάψουν οι συχνές πλημμύρες. Η περιοχή έπαψε να βαλτώνει και το μεγάλο φράγμα του ποταμού κοντά στη Γιτάνη αρδεύει από την δεκαετία του ‘60, 25.000 στρέμματα, μεταβάλλοντας τον άλλοτε φτωχό και ξερικό κάμπο σε παράδεισο καλλιεργειών κυρίως εσπεριδοειδή, τριφύλλι και καλαμπόκι. Οι κοίτες του ποταμού είναι γεμάτες πλατάνια που παραχωρούν τη θέση τους στα αρμυρίκια, στις δενδρώδεις γαλατσίδες και στα αγριοκάλαμα.
Στο φαράγγι του Καλαμά απαντώνται πολλά είδη της πανίδας του ποταμού. Ψάρια, όπως η πέστροφα, το οξύρυγχο, το τυλινάρι, η ντάσκα, το στροσίδι, καραβίδες, πουλιά, όπως το όρνιο, ο ασπροπάρης, ο χρυσαετός, το κιρκινέζι, και ζώα, όπως το κουνάβι, η χελώνα, ο λύκος, η αλεπού, ο ασβός, η νυφίτσα, ο σκίουρος, το αγριογούρουνο, ο λαγός και άλλα. Στο Δέλτα του Καλαμά, η ύπαρξη των βιοτόπων υποστηρίζουν την επιβίωση χιλιάδων πουλιών. Έχουν καταγραφεί 170 είδη και περισσότερα από το 1/3 προστατεύονται με βάση την Κοινοτική Νομοθεσία. Η εξαιρετικά σπάνια λεπτομύτα, ο σφηκιάρης, ο πετρίτης, ο φιδαετός, ο στικταετός, ο χρυσαετός, ο σπιζαετός, ο βασιλαετός, ο κραυγαετός, το όρνιο είναι μερικά από τα είδη που συναντιούνται εκεί.
Το τοπίο του Καλαμά αποτυπώνει παλιά και νέα προβλήματα που δημιούργησε στους κατοίκους που τον αγκάλιαζαν, όπως πλημμύρες με καταστροφικές συνέπειες αλλά και προσφορά ζωής και έμπνευσης. Σήμερα ο Καλαμάς, δίνει ζωή σε μια μεγάλη έκταση, αρδεύοντας πόλεις και χωριά, ποτίζοντας καλλιέργειες δημιουργώντας βιότοπους-πολύτιμα καταφύγια για τα άγρια ζώα και τα φυτά.
Ακόμη και με τις παρούσες εισροές στον ποταμό (γεωργοκτηνοτροφικά απόβλητα, ημιαστικά λύματα, απορρίψεις κ.ά.), ο Καλαμάς διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την ανανεωτική του ικανότητα αποφεύγοντας την παρουσία ευτροφικών συνθηκών στο μεγαλύτερο τμήμα του. Σε μη ευνοϊκές όμως υδρολογικές συνθήκες (χαμηλή ταχύτητα ροής, υψηλές θερμοκρασίες) οι τάσεις ευτροφισμού εντείνονται δημιουργώντας ποιοτική υποβάθμιση και ελάττωση της αισθητικής αξίας του οικοσυστήματος.
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου