Κουραμπάς (ο): <γκουρεμπά (αραβ.) “άστεγος, φτωχός, ξένος” και γκουρ-γαριμπάχ (τ.) “νοσοκομείο των ξένων”. Ολόκληρη η δενδροφυτεμένη έκταση μαζί με το ξενοδοχείο “Ξενία”, το κτήριο της Στρατολογίας (βλ. και ανωτέρω “Μπας-Καρακόλ”) και το κτήριο της άλλοτε Εμπορικής Σχολής (“Παλατάκι”) αποτελούσε γαιόλοφο έξω από τα τότε όρια της πόλεως. Ανήκε στον τουρκογιαννιώτη άρχοντα Φαήκ Εφένδη, του οποίου η κατοικία ήταν ακριβώς απέναντι, όπου σήμερα η πολυκατοικία-κλινική του γιατρού Ζηκόπουλου. Το σήμα αναγνωρίσεως της κατοικίας του ήταν ο πύργος με τον ανεμόμυλο, για την άντληση νερού και την άρδευση των εκτάσεων της περιοχής, ο οποίος παρέμεινε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και ο οποίος καταστράφηκε είτε από τη διαπλάτυνση της λεωφόρου Δωδώνης είτε με την ανέγερση της πολυκατοικίας Ζηκοπούλου.
Ο Φαήκ ήταν αδελφός του βαλή Αδριανουπόλεως Καρίμπεη. Ήταν άγαμος και ζούσε μόνος στο σπίτι του. Γι’ αυτό επισκεπτόταν συχνά τον αδελφό του. Περνούσε από την κοιλάδα των ρόδων, παρακολουθούσε την καλλιέργειά τους και μάθαινε τα μυστικά της απόσταξής τους για την παραγωγή ροδέλαιου. Σκέφθηκε να καλλιεργήσει ένα είδος τριανταφυλλιάς στο ανωτέρω αγρόκτημά του για την παραγωγή ροδέλαιου. Έφερε απ’ εκεί πέντε χιλιάδες (5.000) περίπου μοσχεύματα τριανταφυλλιάς, τα οποία φύτεψε στην έκταση του αγροκτήματος του. Για να ποτίσει τα δενδρύλλια άνοιξε πηγάδι. Αυτό δεν απέδωσε την απαιτούμενη ποσότητα νερού με αποτέλεσμα να ξεραθούν τα περισσότερα. Με τη συνεχή όμως άντληση του νερού στέρεψαν τα πηγάδια της περιοχής. Με τη βοήθεια πλούσιου και συγγενούς γείτονά του άνοιξε καινούργιο με μεγάλο βάθος και βρήκε άφθονο νερό. Τότε εγκατέστησε και τον ανεμόμυλο για την άντληση της απαραίτητης ποσότητας νερού. Μέχρι να πραγματοποιηθεί όμως αυτό ξεράθηκαν και τα υπόλοιπα μοσχεύματα.
Το 1889 (Σεπτ.) διορίστηκε βαλής Ιωαννίνων (1889-1897) στο σαντζάκι Ηπείρου και Αλβανίας ο Αχμέτ Χαφζή (ή Χι(ε)βζή) πασάς με το βαθμό του “λιβά” (υποστρατήγου), που καταγόταν από τα Ιωάννινα, δηλ. ήταν τουρκογιαννιώτης. Ήταν από τους διακεκριμένους βαλήδες που πέρασαν από την πόλη για τα φιλάνθρωπα αισθήματά του και το αδέκαστο του χαρακτήρα του. Αντίθετα ο Κων. Μέκιος χαρακτηρίζει το Φιζβή όχι και τόσο κολακευτικά: «…ανήρ προκεχωρηκώς την ηλικίαν, φανατικός δε και καχύποπτος, εστερημένος ιδίας θελήσεως και έρμαιον διατελών των περιστοιχούντων αυτόν ασυνειδήτων κολάκων…».
Ένα από τα πρώτα μελήματά του ήταν να συστήσει επιτροπή για την εξεύρεση κατάλληλου χώρου και την ανέγερση νοσοκομειακού συγκροτήματος, γιατί είχε διαπιστωθεί η ανεπάρκεια του υπάρχοντος και η ανάγκη περιθάλψεως φτωχών, ξένων και υπαλλήλων της αυτοκρατορίας. Η επιτροπή υπέδειξε ως κατάλληλο χώρο το αγρόκτημα του Φαήκ εφένδη. Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις ο Φαήκ εξαναγκάστηκε να πουλήσει το κτήμα του αντί χιλίων (1.000) χρυσών λιρών οθωμανικών.
Ο Χιβζή πασάς ανέθεσε στον Πολωνό αρχιμηχανικό του βιλαετιού Σιγισμούνδο Μινέικο (γαμπρό του γιαννιώτη Γυμνασιάρχη Σπ. Μανάρη και μετέπειτα πεθερό του Γ. Παπανδρέου) να καταρτίσει τα σχέδια του νοσοκομειακού συγκροτήματος. Αυτό περιελάμβανε πέντε κτήρια τα: α) Το κεντρικό παθολογικό, β) το χειρουργικό, γ) το γυναικολογικό, δ) των αφροδισίων νοσημάτων, και ε) το αναρρωτήριο. Η ανέγερση των κτηρίων ολοκληρώθηκε σε χρονικό διάστημα δύο ετών.
Το διασωθέν κτήριο τον Μαιευτηρίου τον Νοσοκομειακού συγκροτήματος «Χαμηδιέ». Επεκράτησε η ονομασία «Κουραμπάς», έργο τον Σιγ. Μινέικο, 1885. (Αναστ. Παπασταύρου: Ιωαννίνων Εγκώμιον 1998).
Το νοσοκομειακό συγκρότημα έλαβε την ονομασία “Χαμηδιέ“ προς τιμή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’ (1876-1909). Οι τουρκογιαννιώτες όμως ονόμασαν το νοσοκομείο και την περιοχή “Γκουρ Γαριμπάχ“ δηλ. νοσοκομείο των ξένων, και “γκουρεμπά“ (λέξη αραβική) που σημαίνει “άστεγος, φτωχός, ξένος”, από την ονομασία του οποίου με παραφθορά της η σημερινή του ονομασία “Κουραμπάς”. Το τοπωνύμιο αυτό γνωστό πλέον από το 1890.
Το Νοσοκομείο έφερε και την ονομασία “Χαστά χανέ“ <hasta(x.) “ασθενής” +hane(x.) “οίκος, κτήριο” = κτήριο ασθενών, δηλ. νοσοκομείο και Χασταχανές ή Χαστανές με αποκοπή της τρίτης ομόηχης συλλαβής ΄χα΄.
Εκτός από το νοσοκομειακό συγκρότημα, για να εξωραΐσει την πόλη, δενδροφύτευσε την υπόλοιπη περιοχή με διάφορα καλλωπιστικά φυτά, όπως έλατα, πεύκα, φιλύρες, πλατάνια κ.ά. Επίσης δημιούργησε θαυμάσιο ανθόκηπο με πρωτοφανή άνθη για την εποχή και πρωτόγνωρες αλέες με θάμνους.
Έφερε ακόμη από το Μοναστήρι (Μπιτόλια), όπου είχε προϋπηρετήσει, εκατό (100) ζευγάρια τρυγόνια. Εξέδωσε και αυστηρή διαταγή για τους παραβάτες, που θα σκότωναν τα τρυγόνια, ότι θα τιμωρούνται με τρίμηνη εξορία. Από τότε γέμισε η πόλη μας με τα όμορφα αυτά πουλιά, τα οποία οι Γιαννιώτες ονόμασαν “δεκοχτούρες” (δεκαοχτούρες), από την παρομοίωση του λαλήματός τους με τον αριθμό δεκαοχτώ (18). Γρήγορα ενέταξαν το όμορφο αυτό πουλί στους θρύλους τους για τα ζώα.
Για την ύδρευση του νοσοκομειακού συγκροτήματος και την άρδευση του ανθοκήπου και δενδροκήπου μετέφερε το νερό με σωλήνες από το υδραγωγείο που είχε ανεγείρει στα Λιθαρίτσια. Το νερό, με ροδάνια που γύριζαν ζώα, εναποθηκευόταν σε πύργο ύφους 35 μέτρων. Με το νερό αυτό υδρεύονταν και οι στρατώνες στα Λιθαρίτσια. Για το σύνολο της προσφοράς του στην πόλη ο βαλής Φιζβή παρασημοφορήθηκε από την Υψ. Πύλη με το “Οσμανιέ Α’ τάξεως”.
Μετά την απελευθέρωση (1913) το νοσοκομειακό συγκρότημα με την περιοχή περιήλθε στην κυριότητα του Δήμου και ονομάστηκε «Δημοτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων “Η Αγάπη”». Οι Γιαννιώτες καμάρωναν τον κήπο του Κουραμπά, το μοναδικό τότε μέσα στα όρια της πόλεως, και τον χιλιοτραγούδησαν. Ενδεικτικά τα δύο στιχοπλάκια:
α) Στα Γιάννινα στον Κουραμπά λαλούν αηδόνια και πουλιά.
Το δίστιχο αυτό προσάρμοσαν οι κάτοικοι στην τοπική μουσική τους παράδοση και το τραγουδούσαν τα βράδια, μαζί με άλλα στιχοπλάκια, στις παρέες πίνοντας και το κρασάκι τους.
Τη μοναδική του ομορφιά τραγουδούσαν ακόμη και στις βραδινές τους καντάδες με λαϊκής σύνθεσης δίστιχα. Ρομαντικές εποχές:
α) Στα Γιάννενα στον Κουραμπά // έχω ’να χελιδόνι.
Παρακαλώ τη γειτονιά // να μη μου το μαλώνει,
β) Στα Γιάννενα στον Κουραμπά // ειν’ ένα πηγαδάκι,
πίνουν οι νέοι το νερό // και λησμονούν αγάπη,
γ) Στα Γιάννενα αρρώστησα // και στο νησί θα γειάνω
και στο βαθύσκιο Κουραμπά // θα πέσω να πεθάνω.
Το κτήριο του αναρρωτηρίου διατηρήθηκε μέχρι την ανέγερση του “Ξενία”. Ο πρώτος όροφος είχε χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας της πόλεως. Το ισόγειό του είχε χρησιμοποιηθεί τις δεκαετίες του ’30 – ’40 ως κέντρο αναψυχής με το θαυμάσιο και βαθύσκιο δενδρόκηπό του. Τη μεταπολεμική θερινή περίοδο είχε γνωρίσει δόξες καλλιτεχνικές.
Ο Ιω. Παπασπύρου με πληροφόρησε ότι το κέντρο αναψυχής άνοιξε για πρώτη φορά ο πατέρας του το 1923 με την ονομασία “Κουραμπάς”. Το 1937-38 στην ευρύτερη περιοχή του κήπου λειτουργούσε και θερινός σινεμά με εισιτήριο δύο (2) δρχ. κι ένα λουκούμι κατά την ώρα του διαλείμματος. Μου παραχώρησε και διάφορες σχετικές φωτογραφίες από τη λειτουργία του κέντρου, συναισθηματικά φορτισμένος από τις παιδικές του αναμνήσεις. Τις δημοσιεύω με το σχολιασμό του ιδίου. Τον ευχαριστώ θερμά.
Διατηρήθηκε ακόμη το κτήριο του Μαιευτηρίου, στο οποίο στεγάζεται η Φιλαρμονική του Δήμου και το 1° ΚΑΠΗ182. Ο Κων. Φιοτόπουλος μας αναγράφει και την πληροφορία ότι ο βαλής Ιωαννίνων Ρασήμ πασάς (1868-1871) ανήγειρε στη θέση “Κουραμπάς” νοσοκομείο.
Στην ιστορία της πόλεως είναι γνωστό ότι μέχρι τότε είχαν ανεγερθεί δύο κτήρια για χρήση νοσοκομείου. Το πρώτο είχε ανεγερθεί το 1790 από τα αδέλφια Αναστάσιο και Αργυρή Βρεττούς, κοντά στα εβραϊκά μνήματα (σημερινή πλατεία αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος), με την ονομασία “Νοσοκομείον ή Πτωχοκομείον”. Καθιερώθηκε όμως με την ονομασία “Σπιτάλια” (βλ. τοπωνύμιο). Και το δεύτερο είχε αναγερθεί το 1845 από τον εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Χατζηκώστα μέσα στην περιοχή του ναού του Αγίου Νικολάου Αγοράς.
Tέλος, μας προβληματίζει η πληροφορία αυτή του Φιοτόπουλου. Τοποθετεί την ανέγερση του νοσοκομείου στο δενδρώνα του Κουραμπά από το βαλή Αχμέτ Ρασήμ πασά, δηλ είκοσι (20) περίπου χρόνια πριν από το χρόνο πραγματικής ανεγέρσεώς του, ενώ την εποχή εκείνη η τοποθεσία αυτή ανήκε σε ιδιώτη, στον τουρκογιαννιώτη Φαήκ Εφένδη.
*Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κουλίδα «Τα Γιάννινα που έφυγαν»
Πηγές:
- egiannina.wordpress.com
- «Ιωαννίνων Εγκώμιον. Το παρελθόν που δεν χάθηκε» (Α. Παπασταύρος, 1998)
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεα κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου