Το Πωγώνι βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του Νομού Ιωαννίνων. Δυτικά και βορειοδυτικά συνορεύει με την Αλβανία, βορειοανατολικά με τα χωριά του λεκανοπεδίου της Κόνιτσας και με το Ζαγόρι, και νότια με το Νομό Θεσπρωτίας. Ο φυσικός γεωγραφικός χοίρος του Πωγωνίου περικλείεται από τα βουνά Νεμέρτσικα (2.209 μ.) στα βόρεια, Τσαμαντά (1.826 μ.) στα νότια, Κασιδιάρη (1.329 μ.) στα ανατολικά και Μακρΰκαμπο (1.672 μ.) στα δυτικά. Ένα τμήμα του (περιοχή Μολυβδοσκέπαστης) υπάγεται στην Κόνιτσα ενώ ένα άλλο (Πολυτσιάνη, Σωπική) στην Αλβανία.
Σήμερα το Πωγώνι προήλθε από την συνένωση των Καποδιστριακών Δήμων Άνω Πωγωνίου, Δελβινακίου, Καλπακίου, Ανω Καλαμά και των κοινοτήτων Πωγωνιανής και Λάβδανης. Έδρα του δήμου Άνω Καλαμά είναι ο οικισμός Παρακάλαμος, έχει πληθυσμό 3.286 κατοίκους, έκταση 86.500 στρέμματα, αποτελείται από 11 δημοτικά διαμερίσματα και έχει πυκνότητα 38 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Ο Δήμος Πωγωνίου περιλαμβάνει 51 χωριά, που συνολικά καταλαμβάνουν έκταση 701 τετραγωνικών χιλιομέτρων και έχουν πληθυσμό 11092 κατοίκους (απογραφή 2001).
Αναλυτικότερα τα χωριά είναι: η Αγία Μαρίνα, ο Άγιος Κοσμάς, τα Ανω Ραβένια, το Αργυροχώρι, η Αρετή, το Βασιλικό με τον οικισμό του Πωγωνίσκου, η Βήσσανη, η Βροντισμένη, ο Γεροπλάτανος,το Δελβινάκι, η Δημόκορη, το Δολό, τα Δολιανά, το Δολό, οι Δρυμάδες, η Ιερομνήμη, ο Κακόλακκος, το Καλπάκι, η Καστάννιαννη, ο Καταρράκτης, η Κάτω Μερόπη, τα Κάτω Ραβένια, το Κεράσοβο, το Κεφαλόβρυσο, οι Κουκλιοί, το Κρυονέρι, τα Κτίσματα με τον οικισμό του Νεοχωρίου, η Λάβδανη, η Λίμνη, το Μαζαράκι, το Μαυρόπουλο με τους οικισμούς του Ζάβροχου και της Χρυσόδουλης, η Μερόπη, οι Νεγράδες, το Ορεινό Ξηρόβαλτο, ο Παλαιόπυργος, ο Παρακάλαμος, το Περιστέρι, οι Ποντικάτες,η Πωγωνιανή, η Ρεπετίστη, η Ρουψιά, η Σιταριά, το Σταυροσκιάδι, η Στρατίνιστα, το Τεριάχι με τον οικισμό του Σταυροδρομίου, το Φαράγγι, η Χρυσόρραχη,η Χαραυγή, και το Ωραιόκαστρο.
Τρεις μεγάλες φυσικές ενότητες διαμορφώνονται στον γεωγραφικό χώρο του Πωγωνίου : πρώτη του ποταμού Γορμού στα βόρεια, δεύτερη του Γυφτοπόταμου γνωστή και ως λάκκα Μουχτάρη στα νότια, και τρίτη του ποταμού Δρίνου στα δυτικά.
Γεωμορφολογία
Το σύνολο του εδάφους της περιοχής Πωγωνίου συγκροτείται από ορεινά συμπλέγματα, στενές κοιλάδες και χαράδρες, κι από μικρές λιβαδικές εκτάσεις και βοσκότοπους. Η επανάληψη αυτών των γεωμορφολογικών σχηματισμών προσδίδει στην περιοχή τη γεωγραφική μορφή ενός ομοιογενούς χώρου, που έχει και σαφή φυσικά όρια.
Η υδρογραφία του Πωγωνίου ακολουθεί τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Ο ποταμός Γορμός πηγάζει στο ύψος του Ωραιόκαστρου, διαρρέει το Βόρειο τμήμα του και χύνεται στον ποταμό Καλαμά, στο ύψος της λίμνης Ζαραβίνας. Τα όμβρια και πηγαία νερά της λάκκας Μουχτάρη συλλέγονται από τον Γυφτοπόταμο, που χύνεται στον ποταμό Δρίνο. Το δυτικό τμήμα του Πωγωνίου διαρρέεται από τον Δρίνο, ο οποίος πηγάζει από την περιοχή του Δολού και της Πωγωνιανής, περνάει δυτικά από το Δελβινάκι και, μετά τα σύνορα, ρέει στο Αλβανικό έδαφος.
Το κλίμα της περιοχής συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της Κεντρικής Ευρώπης και εκείνα της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Οχειμώνας είναι παρατεταμένος, ψυχρός, με άφθονες βροχές και χιόνια, αλλά ηπιότερος από τις γειτονικές γεωγραφικές ενότητες του Ζαγορίου και της Κόνιτσας. Το καλοκαίρι είναι σύντομο και ζεστό αλλά έχει και αρκετές τοπικές βροχές και καταιγίδες. Οι ενδιάμεσες εποχές της άνοιξης και του φθινοπώρου είναι πολύ σύντομες και το πέρασμα από το καλοκαίρι στο χειμώνα (και αντίστροφα) γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητα.
Οι ορεινές μάζες της περιοχής κατατάσσονται στα μεσαία βουνά, όπου τα χιόνια δεν διατηρούνται κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Τα χαμηλά υψόμετρα αυτών των βουνών και των κοιλάδων μετριάζουν κατά πολύ τον βαρύ ηπειρωτικό χειμώνα. Αξίζει να αναφερθεί ότι στα νοτιότερα κοιλώματα του Γυφτοπόταμου, προς τη λεκάνη απορροής των υδάτων του ποταμού Καλαμά, αναπτύσσεται και η ελιά, πράγμα που επιβεβαιώνει τον ήπιο τύπο του κλίματος αυτής της κοιλάδας.
Ιστορία
Η πυκνή βλάστηση, απαραίτητη για τη βοσκή και το κυνήγι, τα ομαλά κλιμακωτά άνδηρα, κατάλληλα για την ανάπτυξη της γεωργίας, το νερό, ο ποταμός Γορμός και οι πηγές του, προσφέρουν πολύ νωρίς, ήδη από την Υστερη Νεολιθική εποχή, τις αναγκαίες και ικανές προϋποθέσεις για την εγκατάσταση του ανθρώπου στην κοιλάδα του Γορμού. Ο χώρος αυτός χρησιμοποιείται και σήμερα ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, και μάλιστα κυνηγοί και βοσκοί είναι αυτοί που πρώτοι εντόπισαν αρχαίους τάφους και τους υπέδειξαν στους αρχαιολόγους.
Στις υπώρειες της Μερόπης και του βουνού Κουτσόκρανο, βρίσκεται ο εκτεταμένος αρχαιολογικός χώρος της κοιλάδας του ποταμού Γορμού. Δυσπρόσιτος κατά ένα μεγάλο μέρος του στον σημερινό επισκέπτη, είναι ο δεύτερος σε σπουδαιότητα για την προϊστορική εποχή, μετά από αυτόν του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. Πλήθος θέσεων με επιφανειακά λείψανα μαρτυρούν τη συνεχή χρήση του χώρου από την προϊστορική εποχή και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Συστάδες τύμβων (στη θέση Παλιούρια Παλαιόπυργου) μιλούν για μια συνήθεια ταφής των νεκρών που έχει τη ρίζα της στη Ρωσική στέπα. Τα ίχνη ενός κεραμικού κλίβανου στην Γκλάβα Κάτω Μερόπης χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα π.Χ.
Από εδώ περνούν φίλοι και εχθροί, καθώς η κοιλάδα του Γορμού αποτελεί φυσικό πέρασμα από την κοιλάδα του Δρίνου στην πεδιάδα του Καλπακίου και από εκεί στο Λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, ενώνοντας το Βορρά με το Νότο, τα δυτικά παράλια” με την ενδοχώρα και την Ανατολή. Πολύπαθο αλλά και πολυμήχανο, το Πωγώνι θα μοιραστεί τα πάθη και τις δόξες της “ευάνδρου” Ηπείρου.
Κατ’ αρχάς, στους προϊστορικούς και στους πρώτους ιστορικούς χρόνους η περιοχή δεν ονομαζόταν “Πωγώνι”. Το όνομα αυτό πιθανόν να το απόκτησε πολύ αργότερα, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, γύρω στον 7ο αιώνα μ.Χ. Στην αρχαία εποχή, φαίνεται ότι αποτελούσε, κατά ένα μέρος του τουλάχιστον, τμήμα της χώρας των Μολοσσών, του ηπειρωτικού φύλου που συνέδεε την καταγωγή του με τον ομηρικό Αχιλλέα και τους γενναίους Μυρμηδόνες του, και που χάρισε στην ανερχόμενη μακεδονική δύναμη τη βασίλισσα Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλέξανδρου (4ος αιώνας π.Χ.).
Η δίψα για επέκταση, για κατάκτηση, ασφαλώς γέννημα της ανάγκης σ’έναν στερημένο τόπο, όπου οι πιέσεις των μακρινών και κοντινών γειτόνων είναι καθημερινό ψωμί, θα γεννήσει περιόδους εξάπλωσης και ακμής, σύντομες σχετικά, τις οποίες θα ακολουθήσουν περίοδοι αναταραχών, βασιλιάς της Ηπείρου Πυρρός επεκτείνει τα όρια του βασιλείου του ως τη Μακεδονία, αλλά αποβιβάζεται και στην Ιταλία και απειλεί τη Ρώμη. Εξάλλου προελαύνει και προς την Σπάρτη, την οποία μάταια επιχειρεί να καταλάβει. Στην επεκτατική δράση του θα θέσει τέρμα ένα μοιραίο κεραμίδι που θα του πετάξει στο κεφάλι από έναν εξώστη μια αγανακτισμένη γυναίκα στο Άργος. Θα ακολουθήσει περίοδος παρακμής, όπου τα ηπειρωτικά φύλα θα καλέσουν για βοηθούς στις μεταξύ τους συγκρούσεις τους Ρωμαίους. Είναι μια πάγια τακτική που θα συνεχιστεί και στους επόμενους αιώνες, έως και τους νεότερους χρόνους.
Η Ρωμαϊκή κατάκτηση (167 π.Χ.), που θα περάσει από την οδό Κακαβιά – Καλπάκι, θα παραδώσει 70 πόλεις των Μολοσσών στα στρατεύματα του νικητή προς λεηλασία. Η χώρα ερημώνει. Ωστόσο η ιστορία θα μας παραδώσει ένα πολύτιμο στοιχείο για την οικονομική κατάσταση της περιοχής: το κέρδος κάθε στρατιώτη από τη λεηλασία δεν ξεπερνάει τις 10 δρχ! Όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος, μετά την ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ), θα χτίσει την Νικόπολη (κοντά στη σημερινή Πρέβεζα) και θα συγκεντρώσει εκεί όσο πληθυσμό μπορεί, θα θέσει χωρίς να το φαντάζεται τα θεμέλια ενός σημαντικού κέντρου του χριστιανισμού, που οι διάδοχοι του Ρωμαίοι αυτοκράτορες με πείσμα θα πολεμήσουν.
Οι πρώτοι χριστιανικοί χρόνοι θα βρουν λοιπόν την υπόλοιπη Ήπειρο αραιοκατοικημένη. Ωστόσο ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, επιστρέφοντας από στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ιταλική χερσόνησο, θα περάσει -από που αλλού;- από το Πωγώνι, και εκεί, κοντά στην σημερινή συνοριακή γραμμή που χωρίζει το ελληνικό από το αλβανικό Πωγώνι, θα ανοικοδομήσει εκ βάθρων συνδρομή και δαπάνη” αυτού τη μονή της Μολυβδοσκεπάστου και θα θεμελιώσει την Πωγωνιανή. Βρισκόμαστε στον 7ο αιώνα μ.Χ.
Τίποτε όμως δεν μπορεί να σταματήσει τους ειδών ειδών επιδρομείς και κατακτητές. Το βυζαντινό θέμα της Παλαιάς και Νέας Ηπείρου υποφέρει. Οι νορμανδικές επιδρομές, από τον 11ο μ.Χ. αιώνα, διαδέχονται η μία την άλλη, οι εισβολείς περνούν και πάλι από το Πωγώνι. Την ταραγμένη περίοδο ακολουθούν 2 περίπου αιώνες ακμής χάρη στην ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου, που κάποια στιγμή περιλαμβάνει ακόμα και την Πελοπόννησο και τη Μακεδονία. Χτίζονται κάστρα, εκκλησίες, μοναστήρια, και στο Πωγώνι καθιερώνεται, στις αρχές του 14ου αιώνα, η ετήσια εμποροπανήγυρη της Διπολίτσας που διαρκεί 1 μήνα, γύρω στον 15αύγουστο, και που θα μεταφερθεί στα τέλη του 18ου αιώνα από τον Αλή Πασά στα Γιάννενα, για να συνεχιστεί ως τις μέρες μας (κατά τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη). Εβδομαδιαίες αγορές γίνονται έως τα τέλη του 19ου αιώνα στην Πολίτσιανη, στην Καστάνιανη, στο Δελβινάκι.
Ήδη όμως από τα μέσα του 14ου αιώνα και τη συντριβή της δύναμης των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο, στο βυζαντινό έδαφος περιπλέκεται η ιστορία ποικίλων κρατών και εθνικοτήτων: ελληνικής, αλβανικής, σερβικής, γαλλικής και ιταλικής. Οι κάτοικοι του Πωγωνίου αρχίζουν να μεταναστεύουν, κυρίως ο ανδρικός πληθυσμός, ο οποίος διαπρέπει, ακόμα και μετά την Οθωμανική κατάκτηση (15ος αιώνας), στις παραδουνάβιες περιοχές, τόσο στο εμπόριο όσο και στα γράμματα. Πολύ νωρίς, από τον 15ο αιώνα, χτίζει μονές και συγκροτήματα εργαστηρίων και ξενώνων στη Ρουμανία, και με τα εισοδήματα από αυτά εξασφαλίζει την επιβίωση ανθρώπων και μοναστηριών στο Πωγώνι. Οι γυναίκες, που έχουν μείνει πίσω, δεν κρατούν μόνο το σπιτικό, το λαχανόκηπο και τα οικόσιτα ζώα, αναλαμβάνουν και το ρόλο του απουσιάζοντος συζύγου, πατέρα ή γιου. Η σκληρή εργασία αλλοιώνει την κατά γενική ομολογία απαράμιλλη ομορφιά τους. “Βησανιώτισσα, με φίλησες κι αρρώστησα…” παραπονιέται γοητευμένος ο λαϊκός βάρδος ενώ κάποιος θυμόσοφος συμβουλεύει “Κοπέλλα από το Γκουβέρι (το σημερινό Φαράγγι) και νερό από το Κόκκινο Λιθάρι (πηγή Β.Δ. του Δελβινακίου)”.
Καθ’όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης η Ήπειρος δεν ησυχάζει στιγμή. Στάσεις και επαναστάσεις οδηγούν στην αφαίρεση των προνομίων από τους κατοίκους πολλών περιοχών της, προνομίων που το Πωγώνι ποτέ δεν απήλαυσε. Ωστόσο η “αυτοκρατορία του Αλή Πασά”, στα τέλη του 18ου αιώνα, που αυτή τη φορά φτάνει ως το Ταίναρο και περιλαμβάνει όλη την Στερεά Ελλάδα, δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του εμπορίου. Μετά την πτώση του, αλβανικά στίφη θα απογυμνώσουν το Πωγώνι, το Ζαγόρι την Κόνιτσα. Πολύ αργότερα, ως συνέπεια της πνευματικής ακμής του, το Πωγώνι με τα τόσα σχολεία και παρθεναγωγεία θα δώσει στον Χριστιανισμό έναν Οικουμενικό πατριάρχη, τον Αθηναγόρα (1948-1972). Με χαρά οι φιλόξενοι κάτοικοι θα σας δείξουν το πατρικό του σπίτι στο Βασιλικό (πρώην Τσαραπλανά). Κι αν οι κήποι των ξεχασμένων αυτών χωριών σας εκπλήσσουν, μην απορείτε: επί αιώνες οι πωγωνήσιοι κηπουροί έστηναν τους θρυλικούς μπαξέδες της Κωνσταντινούπολης.
Φυσικό Περιβάλλον
Το υγρό κλίμα και τα γεωλογικά κοιλώματα, η πλούσια βλάστηση και τα κατακάθαρα νερά των ποταμών συνθέτουν ένα τοπίο ιδιαίτερης ομορφιάς. Σε κάθε γωνιά, υπάρχουν δείγματα μιας ζωντανής και όμορφης φύσης, όπως είναι συστάδες των δρυών που γεμίζουν με μανιτάρια και σπάνια ή εντυπωσιακά λουλούδια το φθινόπωρο και την άνοιξη. Τέτοιες ομορφιές βρίσκονται πολύ κοντά σε οικισμούς ή σε δρόμους, και περιμένουν το φυσιολάτρη να τις (ξανά) ανακαλύψει.
Η περιοχή του Ωραιόκαστρου, της λίμνης του Δελβινακίου (Ζαραβίνα), το δάσος της Μερόπης – Παλαιόπυργου, το δάσος της “Μπούνας”, η κοιλάδα του Γορμού, το όρος Νεμέρτσικα και το φαράγγι του Κουβαρά δημιουργούν ένα πλήθος οικοσυστημάτων. Αποτελούν ενδιαιτήματα εκατοντάδων ειδών φυτών και ζώων, αρκετά από τα οποία είναι σπάνια ή απειλούμενα, και συνθέτουν ένα πολύτιμο δίκτυο περιοχών που πρέπει να προστατευτούν.Η ασφάκα, η λαδανιά, οι φτέρες, η βελανιδιά, ο πρίνος, η κουμαριά, η κρανιά, η ιτιά, ο πλάτανος είναι ορισμένα από τα είδη που συνθέτουν τη χλωρίδα της περιοχής.
Στις βραχώδεις πλαγιές του όρους Νεμέρτσικα φωλιάζουν πολλά είδη αρπακτικών πουλιών. Μεγάλα θηλαστικά, όπως ο λύκος (Canis lupus) και το αγριογούρουνο (Sus scrofa) αναζητούν τροφή και καταφύγιο στα πυκνά αειθαλή και φυλλοβόλα δάση της περιοχής, ενώ στο φαράγγι του Κουβαρά έχουν παρατηρηθεί μεμονωμένες αρκούδες (Ursus arctos) και αγριόγιδα (Capella rupi-carpa). Στα νερά των ποταμών και της λίμνης της Ζαραβίνας ζει η βίδρα (Lutra lutra), σπάνιο υδρόβιο θηλαστικό που απαιτεί πεντακάθαρα νερά και πλούσια παρόχθια βλάστηση. Άλλα θηλαστικά που διαβιούν στην περιοχή είναι η αλεπού (Vulpes vulpes), ο ασβός (Meles meles), το κουνάβι (Martes foina), η νυφίτσα (Mustella nivalis), ο δασοπόντικας (Apodemus sylvaticus), ο λαγός (Lepus europacus), ο σκίουρος (Sciurus vulgaris) και άλλα. Τέλος, στα καθαρά νερά των ποταμών, συχνή είναι και η παρουσία της πέστροφας.
Μοναστήρια
Γύρω από το χώρο της συνεκτικής δόμησης των χωριών του Πωγωνίου υπάρχει μια πληθώρα εκκλησιαστικών μνημείων. Εικονίσματα, ξωκλήσια και αρκετές φορές μοναστήρια, πολλά από τα οποία έχουν ιδρυθεί κατά τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά χρόνια, βρίσκονται διάσπαρτα και συμπληρώνουν το ανθρωπογενές τοπίο του αγροτικού χώρου. Τα σπουδαιότερα μοναστήρια είναι η μονή Μακρυαλέξη (1585) στην Κάτω Λάβδανη, η μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1614) στην Κάτω Μερόπη, η μονή Άβελ (1770) και η μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Γιούρχαν (1736) στη Βήσσανη, η μονή Εισοδίων της Θεοτόκου (1678) στο Περιστέρι, η μονή Αγίας Παρασκευής στο Κρυονέρι και η μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1677) στο Σταυροδρόμι.
Κάθε χωριό έχει μεγάλο αριθμό εικονισμάτων ή ξωκλησιών. Τέσσερα απ’ αυτά είναι πάντα χτισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σηματοδοτώντας και οριοθετώντας τον οικισμό. Συνήθως τα ξωκλήσια ή τα εικονίσματα αυτά ήταν αφιερωμένα σε αγίους που προστάτευαν τον οικισμό: “έζωναν τον τόπο και τον φύλασσαν από το κακό”, καθαγιάζοντας έτσι τις κοινοτικές εκτάσεις. Εκτός από τα εικονίσματα, τα ξωκλήσια και τα μοναστήρια που βρίσκονται περιμετρικά των οικισμών, μέσα στο κάθε χωριό, και συνήθως στο κέντρο του, υπάρχει η κεντρική εκκλησία. Ο κεντρικός Ιερός Ναός αποτελεί το πρωταρχικό κύτταρο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η συνεκτική δόμηση του οικισμού. Σε πολλές περιπτώσεις η θεμελίωση και το χτίσιμο του κεντρικού ναού ταυτίζονται με την ίδρυση του οικισμού.
Αρκετοί ναοί έχουν χτιστεί κατά τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά χρόνια, και έχουν αξιόλογες αγιογραφίες, ενώ σε πολλούς από αυτούς το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι μοναδικής τέχνης. Αξιόλογους ναούς συναντάμε σχεδόν σε κάθε χωριό του Πωγωνίου με σημαντικότερους του Αγίου Δημητρίου (με το ξυλόγλυπτο τέμπλο αφιέρωμα της οικογένειας του Μάρκου Μπότσαρη) στον Κακόλακκο, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1413) και του Αγίου Αθανασίου (1585) στην Κάτω Μερόπη, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1862) στον Παλαιόπυργο, των Εισοδίων της Θεοτόκου στη Ρουψιά με αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο, του Αγίου Νικολάου (1791) στη Βήσσανη, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1620), του Αγίου Αθανασίου (1790), των Αγίων Θεοδώρων (Που αιώνα), του Αγίου Ιωάννη (Που αιώνα) και των Ταξιαρχών (Που αιώνα) στο Δελβινάκι, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στα Κτίσματα, και τέλος του Αγίου Νικολάου (1873) στην Πωγωνιανή. Ένα άλλο εκκλησιαστικό μνημείο, με την ευρύτερη όμως έννοια, το οποίο μπορεί ο επισκέπτης να συναντήσει στην περιοχή του Πωγωνίου, είναι το Ασκηταριό Άγιοί”, χτισμένο πάνω σε βράχο κοντά στην ομώνυμη γέφυρα του ποταμού Γορμού (περιοχή Λίμνης Ζαραβίνας).
Νεώτερα Μνημεία
Στην περιοχή του Πωγωνίου αναπτύχθηκε ένα σύστημα διάσπαρτων οικισμών και οικιστικών ενοτήτων. Για να δημιουργήσει αυτό το οικιστικό σύστημα, ο άνθρωπος εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο τις παραγωγικές δυνατότητες του φυσικού χώρου. Η δομή του κάθε οικισμού, όσο μικρός και αν είναι, ακολουθεί το γενικό πρότυπο που κυριαρχεί στην Ήπειρο. Δηλαδή τα χωριά του Πωγωνίου συγκροτούνται γύρω από έναν ανοικτό κοινοτικό χώρο, που είναι η κεντρική πλατεία. Αυτή συγκεντρώνει όλη τη δραστηριότητα του χωριού και ταυτίζεται με την κοινωνική, θρησκευτική, οικονομική και πολιτισμική οντότητα της τοπικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι όλες οι υποδομές συγκεντρώνονται γύρω από την πλατεία και σχεδόν όλες οι δραστηριότητες της μικρής κοινωνίας του χωριού εκεί πραγματοποιούνται.
Με κέντρο λοιπόν την πλατεία, ο επισκέπτης μπορεί να ξεκινήσει την περιήγηση του στο χώρο. Η εκκλησία, το σχολείο, το παρθεναγωγείο, το αρρεναγωγείο, οι βρύσες, οι στέρνες, τα καλντερίμια, είναι τα πρώτα δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που μπορεί να τη συναντήσει κανείς σε πολλά από τα χωριά του Πωγωνίου. Σε λίγο μεγαλύτερη απόσταση και περιμετρικά του οικισμού συναντούμε ξωκλήσια, εικονίσματα και μοναστήρια, αλλά και μεμονωμένες κατασκευές που τονίζουν τον αγροτικό χαρακτήρα της περιοχής. Ακόμη και το μάτι του μη έμπειρου περιηγητή μπορεί να διακρίνει εύκολα ένα πλήθος κατασκευών όπως είναι τα αλώνια, οι καλύβες, οι αναλημματικοί τοίχοι, οι νερόμυλοι, οι βρύσες και τα γεφύρια, όλα φτιαγμένα από ξερολιθιά. Είναι η ανθρωπογενής προέκταση του φυσικού χώρου, αφού προσαρμόζονται οργανικά, λειτουργικά και αισθητικά στα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά δεδομένα της περιοχής.
Κατά τη διάρκεια της περιήγησης μας, με στόχο την ανακάλυψη των ξερολιθικών αυτών κτισμάτων στο Πωγώνι, μπορούμε να συναντήσουμε νερόμυλους στον Άγιο Κοσμά, στο Ωραιόκαστρο, στον Παλαιόπυργο, στην Κάτω Μερόπη και στη Μερόπη. Κοντά στον ανακαινισμένο νερόμυλο του Ωραιόκαστρου, υπάρχει σε καλή κατάσταση ένα αλώνι και, συνεχίζοντας το μονοπάτι που ανοίγεται μπροστά μας, συναντούμε το πέτρινο γεφύρι στον ποταμό Γορμό, το οποίο αναστηλώθηκε το 1994. Στον Παλαιόπυργο, λίγο έξω από τον οικισμό, υπάρχουν δύο νερόμυλοι στη θέση Γκρέτση. Ο ένας έχει πρόσφατα αναστηλωθεί. Η πρόσβαση σ’ αυτούς τους νερόμυλους γίνεται από χωματόδρομο που ξεκινάει από το χωριό. Ο χωματόδρομος καταλήγει σε πέτρινο γεφύρι, από όπου ξεκινάει μονοπάτι. Ακολουθώντας το μονοπάτι, συναντούμε σε διάφορες θέσεις μικρά αλώνια. Οι δύο νερόμυλοι, το πέτρινο γεφύρι και το μονοπάτι στη θέση “Γκρέτση” Παλαιοπύργου, έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Στο Δολό συναντούμε άλλον ένα νερόμυλο, το “Νερόμυλο της Νονούλως”, στον οποίο έχουν γίνει κάποιες εργασίες αποκατάστασης, ενώ στο Σταυροσκιάδι και στους Δρυμάδες συναντούμε νερόμυλους που είναι σε ερειπιώδη κατάσταση.
Εκτός από τους νερόμυλους, ενδιαφέροντα μνημεία της προβιομηχανικής εποχής είναι τα αλώνια τα οποία έχουν και πέτρινα βοηθητικά κτίσματα, τις “καλύβες”. Τέτοια αλώνια υπάρχουν στην Κάτω Μερόπη, στο Σταυροσκιάδι, στους Δρυμάδες και στο Δολό.
Τα παλαιότερα χρόνια η ύδρευση εξασφαλιζόταν από τις πηγές και από τα πηγάδια, που βρίσκονταν κοντά σε κάθε οικισμό. Σήμερα βρίσκονται χαρακτηριστικά σύνολα πέτρινων πηγαδιών, που διατηρούνται σε καλή κατάσταση, στη Βήσσανη και στη Λίμνη. Στην πλατεία ή σε κομβικά σημεία των χωριών υπάρχουν βρύσες στεγασμένες ή όχι που παλαιότερα εξασφάλιζαν τη διανομή του νερού στα νοικοκυριά. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να ξεκουραστεί εκεί και να ξεδιψάσει.
Πολλά είναι τα νεότερα δημόσια κτίρια που συμπλήρωναν τις υποδομές κάθε οικισμού, ανάλογα με την ευημερία που γνώρισε κάποτε. Εντυπωσιακά και επιβλητικά κτίρια είναι τα παρθεναγωγεία και το αρρεναγωγεία στη Βήσσανη και στο Δελβινάκι. Κάθε οικισμός διέθετε το δικό του πέτρινο σχολείο. Στους μεγαλύτερους οικισμούς υπήρχαν επιπλέον και τεχνικές σχολές, όπου οι σπουδαστές μάθαιναν κάποια από τις παραδοσιακές τέχνες, όπως η υφαντουργία ή η ταπητουργία. Αξιόλογα τέτοια κτίρια είναι τα παλαιά δημοτικά σχολεία στη Λίμνη και στην Κάτω Μερόπη (όπου σήμερα στεγάζεται η λαογραφική συλλογή) και η Ταπητουργική Σχολή στο Δελβινάκι.
Τέλος ελάχιστα είναι τα κτίρια που ανάγονται στην εποχή της τουρκοκρατίας. Πληροφορίες λένε ότι στην περιοχή του Πωγωνίου υπήρχαν χάνια και άλλα κτίσματα που εξυπηρετούσαν τις μετακινήσεις και τις καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής. Σήμερα μόνο ερείπια ή κτίρια που έχουν αφεθεί στη φθορά του χρόνου μπορεί να συναντήσει ο επισκέπτης, όπως το σαράι του μπέη στην Πωγωνιανή.
Ακολουθώντας τα παλιά μονοπάτια που ένωναν τους οικισμούς, ο επισκέπτης μπορεί να συναντήσει πολλές πέτρινες βρύσες και μια πληθώρα από μικρά και μεγάλα πέτρινα γεφύρια. Αξιόλογα είναι τα πέτρινα γεφύρια στο Ωραιόκαστρο, στον Παλαιόπυργο, στη Δάβδανη, ενώ μοναδικής τεχνικής είναι το “δίδυμο” πέτρινο γεφύρι που βρίσκεται στην Κάτω Δάβδανη.
Όλοι οι οικισμοί του Πωγωνίου παρουσιάζουν ενδιαφέρον και έχουν να επιδείξουν δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Γενικό γνώρισμα όλων των οικισμών είναι η χρήση της πέτρας που χρησιμοποιήθηκε άφθονα στις οικοδομές, στις στέγες, στα δάπεδα, στο στρώσιμο των δρόμων, στις αυλές και στις αυλόπορτες. Εντυπωσιακά δείγματα τέτοιων οικισμών αποτελούν το Δολό και το Τεριάχι, που έχουν χαρακτηριστεί παραδοσιακοί οικισμοί. Τα περισσότερα σπίτια είναι πέτρινα, διώροφα με τετράρριχτες στέγες, και διατηρούν το παραδοσιακό σχήμα της αγροτικής αρχιτεκτονικής.
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου