Σούλι: Tόπος ιστορικής μνήμης

Σούλι

Το Σούλι είναι ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Κεντρικής Ηπείρου, που το αποτελούν ένα σύνολο (αναφέρεται και ως “ομοσπονδία”) χωριών, γνωστών ως Σουλιωτοχώρια. Συνορεύει ανατολικά με την Λάκκα Σουλίου του νομού Ιωαννίνων, νότια με τα χωριά του αντίστοιχου Πρεβέζης, ενώ βόρεια και δυτικά με τα υπόλοιπα της Θεσπρωτίας. Βρίσκεται ανάμεσα στα όρη Μούργκα (1.340 μέτρα), Ζαβρούχο (1.137 μ.), Τούρλια (1.082 μ.) και στη συμβολή του Αχέροντα με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο. Στους πρόποδες των χωριών υπάρχουν αντικριστά δύο λόφοι, σημαντικοί από άποψης γεωγραφικής και ιστορικής, το Κούγκι και η Κιάφα, πάνω στην οποία βρίσκεται ο βράχος της Μπίρας.

H όλη περιοχή του Σουλίου είναι ορεινή, απότομη, άγρια και σύμφωνα με τον ποιητή Ανδρέα Κάλβο, μαγευτική. Αναφέρεται ότι πιθανώς οι πρώτοι οικιστές της περιοχής, την επέλεξαν λόγω της δυσπρόσιτης και φυσικός οχυρής της θέσης.

Σούλι

Advertising

Advertisements
Ad 14

Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί διάφορες απόψεις για την προέλευση του ονόματος: ο Χριστόφορος Περραιβός που γνώρισε προσωπικά τους Σουλιώτες στις αρχές του 19ου αιώνα αναφέρει την τοπική παράδοση ότι οφείλεται σε κάποιον Τουρκαλβανό Σούλη που είχε φονευθεί σ’ αυτή την τοποθεσία. Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος στην ωδή του “Eις Σούλι” συνδέει το Σούλι με τη χώρα των Σελλών. Ο Π. Φουρίκης θεωρεί την ονομασία αλβανική εκ του “σούλα” που σημαίνει άκρη σκοπιάς, βίγλα, όνομα που έδωσαν στη περιοχή αυτή οι πρώτοι αλβανόφωνοι οικιστές της. Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης ετυμολογεί το Σούλι από το αλβανικό suli, που σημαίνει αιχμηρή κορυφή (βουνού). Κατά μια άλλη άποψη η λέξη Σούλι προέρχεται από την αλβανική λέξη shul, που μεταξύ άλλων σημαίνει πάσσαλος, δοκάρι, κορυφή, λόφος.

Καταγωγή Σουλιωτών

Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι Έλληνες που μιλούσαν ελληνικά και Αρβανίτικα, ενώ έγραφαν μόνο στα ελληνικά. Περί το 1600 μ.Χ., οι Σουλιώτες φέρονται να μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία των γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι κατάγονταν από τα γύρω χωριά αλλά και από περιοχές της Βορείου Ηπείρου.Ήταν δε, Αρβανίτες στην καταγωγή, κατά κύριο λόγο, ενώ υπήρχαν Παραμυθιώτες και Λελοβίτες.Διακρίθηκαν σε όλους τους αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας κι έγιναν θρύλοι για τις πολεμικές τους ικανότητες και τις άλλες αρετές τους.. Ο μελετητής και περιηγητής της Ηπείρου Ο Ε.Γ. Πρωτοψάλτης (1984) από τη μελέτη του ημερολογίου του Φώτου Τζαβέλλα του 1792 που είναι γραμμένο στο νότιο ιδίωμα της Ελληνικής, συνάγει ότι οι πρώτοι Σουλιώτες κατέβηκαν από το Αργυρόκαστρο ή τη Χειμάρα όπου ομιλείται αυτό το ιδίωμα. Η ελληνοφωνία μαρτυρείται και από τοπωνύμια όπως Συκιά, Καστανιά, Νερό Προβατίνας κ.ά. που μαρτυρούνται πριν από τα μέσα του 17ου αιώνα. Οι Τσάμηδες και οι Βλάχοι αποκαλούσαν τους Σουλιώτες “Γραικούς”. Ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους Ηπειρωτών Ελλήνων που μετανάστευσαν στα βουνά κατά τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να διαφύγουν τις ρωμαϊκές δυνάμεις.

Σούλι

Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, γραμματέας του Αλή πασά, μαρτυρεί πως το Σούλι (ή Κακοσούλι) είχε Γραίκους πολεμιστές που πάλευαν τους Αλβανούς για πολλά χρόνια. Ένας άγνωστος συγγραφέας δήλωσε πως, Η διαυθέντευσις των Σουλιωτών κατά του της Ηπείρου τυράννου αρκετώς θέλει αποδείξει, ότι η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς. Εκτός από τις σύγχρονες μαρτυρίες, οι Σουλιώτες ήταν γνωστοί ως Έλληνες ακόμη και από τους εχθρούς τους. Ο Μελί πασάς, γιος του Αλή πασά, έστειλε επιστολές στον πατέρα του από τον Απρίλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1803, στις οποίες αποκαλεί τους Σουλιώτες Ρωμαίους, ή Ρωμιούς αλλά και Ρωμέγους. Όλοι αυτοί οι όροι δηλώνουν ότι η σουλιώτικη συνομοσπονδία αποτελούταν από Έλληνες. Ο Αχμέτ Μουφίτ, μεγάλος-εγγονός του Αλή πασά, προσπάθησε να μετατρέψει τους Σουλιώτες από ορθόδοξους Αλβανούς, σε δικούς του, αναφέρει κατά γράμμα. Αναφερόταν οργισμένος στο πώς οι Σουλιώτες προκάλεσαν την επίθεση του Αλή πασά 1789, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς Έλληνες, ενώ έγιναν και πολιτικά εργαλεία της Ρωσίας. Μετά από την πρώτη του επαφή με τους Σουλιώτες, ο Byron (Λόρδος Βύρων) περιγράφει τους Σουλιώτες ως “κακότροπους Ρωμιούς που μιλούν λίγα Ιλλυρικά”.

Advertising

Εγκατάσταση

Κατά την επικρατέστερη άποψη, σύμφωνα με τα παραπάνω οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην απρόσιτη ορεινή αυτή περιοχή δημιούργησαν στη σειρά τέσσερα χωριά, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίνο, σε απόσταση μισής ώρας δρόμο το ένα από το άλλο, και που όλα μαζί καλούνταν, εκ του αριθμού τους, «Τετραχώρι». Αργότερα, αυξανόμενου του πληθυσμού, δημιουργήθηκαν άλλα επτά νέα χωριά, τα: Τσεκούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι, Γκονάλα, Περιχάτι, Βίλια και Κοντάντες, όπου όλα μαζί αυτά αποτελούσαν το «Εφταχώρι». Οι Σουλιώτες όλων των χωριών αυτών συσπειρώθηκαν και δημιούργησαν, την λεγόμενη από τους ερευνητές, «ομοσπονδία», ή «συμπολιτεία του Σουλίου» που συγκροτούσαν τα 11 Σουλιωτοχώρια.

Διαβάστε επίσης  Τράπεζα της Ελλάδος: Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο ιστορίας

Διοίκηση

Οι Σουλιώτες είχαν μια δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τη λεγόμενη φάρα (= πατριά), που έφθαναν σε αριθμό περίπου τις 47, που αντιπροσώπευαν 150 οικογένειες. Σπουδαιότερες εξ αυτών ήταν η φάρα του Δημοδράκου, του Ζάρμπα, του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα κ.ά. Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό κατ΄ αρρενογονία. Οι αρχηγοί των “φαρών” συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά, με αναμφίβολα και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στο έθιμο.

Σούλι

Ανώτατη εξουσία ασκούσε το «Γενικό Συνέδριο» στο οποίο λάμβαναν μέρος εκτός από τους αρχηγούς των οικογενειών και κάθε Σουλιώτης που είχε διακριθεί σε ανδραγαθία. Αυτό αποφάσιζε θέματα πολέμου, ειρήνης, συμμαχίας και οτιδήποτε αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της «συμπολιτείας», της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Σούλι όπου και γίνονταν οι συνελεύσεις των δύο παραπάνω οργάνων.

Advertising

Για τα ήθη και τα έθιμα των Σουλιωτών χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που άφησε ο Χριστόφορος Περραιβός στην ιστορική συγγραφή του, που άντλησε κατά την επιτόπια έρευνά του όταν στάλθηκε εκεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για να τους μυήσει στο ξεσηκωμό του Γένους. Σημειώνει λοιπόν ο Περραιβός: «Κανένας από τους Σουλιώτες καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις από παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν». Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη τα Σουλιωτοχώρια συντηρούσαν περίπου 2.500 ένοπλους λιτοδίαιτους, σκληραγωγημένους και ολιγαρκείς, οι οποίοι και αποτελούσαν εγγύηση της ασφάλειας της περιοχής, έναντι των Τούρκων, ο δε συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται πως έφθανε περί τους 10.000 έως 12.000.

Γενικά οι Σουλιώτες επιδείκνυαν χαρακτηριστική τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη της ζωής τους. Τα δε ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν τους διακρινόμενους σε μάχες, περιφρονούσαν τους δειλούς όπως και τις γυναίκες αυτών. Μία απλή υπόνοια για την ηθική μιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβολιθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση μοιχείας τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι (σάκκο) και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα.

Σούλι

Οι Σουλιώτες διακρίνονταν για τις υποσχέσεις και συμφωνίες τους που θεωρούσαν ιερές (κοινώς: μπεσαλήδες), και θανάτωναν όσους παρέβαιναν τις αρχές τους. Η αντεκδίκηση ή “γκιάκ” (κοινώς βεντέτα) ήταν νόμος απαράβατος (ιερός). Γενικά όμως ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, ευσταλείς, γρήγοροι, φιλελεύθεροι, αρκετές φορές μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες, αλλά και εξ ανάγκης αφοσιωμένοι σε… επιδρομές και λαφυραγωγήσεις.

Advertising

Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν ότι δεν κουρεύονταν, φορούσαν και αυτοί φουστανέλα και στολίζονταν στο στήθος με «τσαπράζια». Τα δε ρούχα των γυναικών ήταν όλα κεντητά. Αγαπημένο μουσικό όργανο των Σουλιωτών ήταν ο ταμπουράς. Ζούσαν με πολύ περιορισμένα προϊόντα λόγω του άγονου του ορεινού εδάφους με συνέπεια αυτή η ίδια η φύση να τους εξαναγκάζει πολλές φορές να προβαίνουν σε επιδρομές στις πεδινές περιοχές να ληστεύουν και να λαφυραγωγούν υποχρεώνοντας τους κατοίκους των περιοχών που υπέτασσαν να τους πληρώνουν φόρους σε χρήμα αλλά και σε είδος. Οι δε κάτοικοι αυτών των 70 περίπου κατακτηθέντων χωριών καλούνταν «Παρασουλιώτες». Η δε σχέση μεταξύ Σουλιωτών και Παρασουλιωτών έφερνε στη μνήμη, όπως σημειώνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, εκείνη μεταξύ των αρχαίων Σπαρτιατών και των Περιοίκων.

Το δε άκρον άωτον των Σουλιωτών ήταν ότι και αυτοί πλήρωναν στον Σουλτάνο ετήσιο φόρο, τον λεγόμενο κεφαλικό και τον λεγόμενο “προβατικόν”, (που προηγουμένως μάζευαν από τους Παρασουλιώτες), και αυτό για να μη τους ενοχλεί, παρουσιάζοντας έτσι μια περίεργη εικόνα αρχόντων και αρχομένων.

Το Κούγκι

Το Κούγκι Σουλίου δεσπόζει περήφανο πάνω σε βραχότοπο και η ιστορία που το περιβάλει είναι από τις σημαντικότερες της περιοχής. Πρόκειται για έναν οχυρό χώρο στον οποίο βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής.

Σούλι

Advertising

Σύμφωνα με την παράδοση, ο καλόγερος Σαμουήλ είχε χτίσει το εκκλησάκι το 1793. Ο ίδιος μαζί με άλλους πέντε Σουλιώτες προέβαλε ηρωική αντίσταση και αυτοθυσία, καθώς παρέμεινε στον χώρο ενώ οι υπόλοιποι Σουλιώτες είχαν αποχωρήσει ύστερα από συνθηκολόγηση με τον Αλή Πασά. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία στις 16 Δεκεμβρίου του 1803 ο Σαμουήλ και οι πέντε Σουλιώτες αυτοπυρπολήθηκαν στην πυριτιδαποθήκη του οχυρού, ώστε να μην πέσουν στα χέρια του στρατού του Αλή Πασά τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.

Μετά την πτώση του Σουλίου ο Αλή Πασάς έκτισε στο Κούγκι θερινή έπαυλη και την επάνδρωσε μέχρι το 1820 που οι ξεριζωμένοι Σουλιώτες, 17 χρόνια μετά τον διωγμό τους, επέστρεψαν περήφανα. Το 1963, έγιναν ανασκαφές και ανεγέρθηκε ξανά ο ναός της Αγίας Παρασκευής.

Διαβάστε επίσης  Κάστρο της Πάτρας: Ένα κάστρο με "ζωή"

Σούλι

Στο Κούγκι κάθε χρόνο στα πλαίσια των Εορτών του Σουλίου, που γίνονται την τελευταία Κυριακή του Μαΐου, γίνεται αναπαράσταση της αποχώρησης των Σουλιωτών καθώς και της ανατίναξης του Κουγκίου.

Advertising

Το Ζάλογγο

Το Ζάλογγο είναι ένα από τα ιστορικά όρη της Ελλάδας. Βρίσκεται βόρεια της Πρέβεζας, πάνω από το χωριό Καμαρίνα, και ανήκει στην οροσειρά των Κασωπαίων ορέων της Ηπείρου. Το όνομά του συνδέθηκε με την προεπαναστατική περίοδο του 1821 και ειδικότερα με τον θρυλούμενο “Χορό του Ζαλόγγου”. Στα οροπέδια του όρους αυτού κτίσθηκε το 1950-1961 το μεγαλύτερο άγαλμα της Ελλάδας, με τον τίτλο Μνημείο Ζαλόγγου με σχέδια του γλύπτη Γεωργίου Ζογγολόπουλου (1903-2004).

Σούλι

Μετά τη συνθήκη που είχε συνάψει ο Αλή Πασάς με τους Σουλιώτες στις 12 Δεκεμβρίου τους 1803, οι κάτοικοι του Σουλίου έπρεπε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Έτσι φεύγοντας αυτοί χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες από τις οποίες η μεν μία με τις φάρες των Δαγκλή, Δράκου, Ζορμπά, Τζαβέλλα, Πανομάρα κ.ά. κατευθύνθηκε προς την Πάργα, ενώ η άλλη με τις φάρες των Κουτσονίκα, Μαλάμου, Μπότσαρη κ.ά. προς το Ζάλογγο. Τότε ο Αλής αθετώντας το λόγο του και τη συνθήκη διέταξε την καταδίωξη και την εξόντωση των Σουλιωτών. Από τις δύο ομάδες, η δεύτερη δεν κατόρθωσε να διαφύγει τον όλεθρο. Οι αποτελούντες την δεύτερη ομάδα είχαν φθάσει στο Ζάλογγο, που απείχε από το Σούλι περί τις οκτώ ώρες, όπου και το ομώνυμο χωριό με δέκα περίπου οικίες. Στη συνέχεια για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκαν στη κορυφή όπου βρίσκεται και η ομώνυμη Μονή του Ζαλόγγου.

Σούλι

Advertising

Στις 16 Δεκεμβρίου όταν έφθασε στους πρόποδες του Ζαλόγγου το πολυάριθμο ασκέρι του Αλή Πασά υπό τον Αλβανό διοικητή Μπεκήρ Τζιγαδώρο οι Σουλιώτες μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους οχυρώθηκαν μέσα στη Μονή απ΄ όπου και απέκρουσαν στις 16 και 17 του μήνα τις εφόδους του ασκεριού. Την επομένη όμως στις 18 Δεκεμβρίου ο μεν Κουτσονίκας και οι σύντροφοί του παραδόθηκαν, ενώ 53 γυναίκες με τα παιδιά τους και 13 άνδρες κατέφυγαν σε παρακείμενο βράχο, καλούμενος σήμερα “Στεφάνι”. Αντίθετα άλλοι, περίπου 147, υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατάφεραν με έφοδο να διασωθούν. Οι δε Αλβανοί όταν έφθασαν στη Μονή και την κατέλαβαν αιχμαλώτισαν και όλους όσοι βρίσκονταν εκεί. Τότε 63 γυναίκες που είχαν καταφύγει στο βράχο προτίμησαν αντί της ατιμίας και της αιχμαλωσίας να ρίξουν τα τέκνα τους στο γκρεμό και στη συνέχεια να ακολουθήσουν και οι ίδιες, και μάλιστα χορεύοντας.

Τα Πηγάδια του Σουλίου

Το Σούλι βρίσκεται σε μία μικρή κοιλάδα ανάμεσα στα βουνά. Στέκουν ακόμη τα σπίτια των Μποτσαραίων, του Τζαβέλα, το Βουλευτήριο όπου έκαναν τις συνάξεις οι οπλαρχηγοί και οι εκπρόσωποι των οικογενειών. Εκεί βρίσκονται περίπου 67 πηγάδια. Φαίνονται ακόμη σήμερα τα 40. Ο συνολικός αριθμός των πηγαδιών φτάνει τα 400, καθώς κάθε φαμίλια Σουλιωτών είχε το δικό της πηγάδι. Η περιοχή ονομάζεται Πηγάδια.

Τα πηγάδια ήταν ουσιαστικά στέρνες, γιατί εκεί συγκέντρωναν το νερό της βροχής. Συνδέονται υπογείως με κεραμικές σωληνώσεις, ενώ γέμιζαν νερό από μία μεγάλη γούρνα, φυσική δεξαμενή νερού, που βρίσκεται σε ένα από τα ψηλότερα σημεία. Η φυσική δεξαμενή είναι πλακόστρωτη και συγκοινωνεί με τα πηγάδια μέσω του δικτύου των κεραμικών σωλήνων. Το νερό τους, κατά την διάρκεια της πολύχρονης πολιορκίας του Σουλίου από τον Αλή-Πασά και τον γιο του Βελή, ξεδιψούσε τους μαχητές και κράτησε στη ζωή τις οικογένειές τους.

Σούλι

Advertising

Το κάθε πηγάδι είναι φτιαγμένο λιθάρι -λιθάρι, σε σχήμα κυκλικό, πάνω σε λιθόστρωτη βάση. Σύμφωνα με μαρτυρίες, που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, οι Σουλιώτες κατά τις επιχειρήσεις του 1792, όταν οι Τουρκαλβανοί πλησίασαν την περιοχή τους, έριξαν ασβέστη σε πολλά πηγάδια για να τους στερήσουν το νερό.

Ο Δήμος Σουλίου σήμερα έχει καταγράψει όλα τα ιστορικά πηγάδια και εκπονεί μελέτη για την συντήρηση και διάσωσή τους, με τις υποδείξεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Αναζητείται, όμως, χρηματοδότηση για την υλοποίηση του έργου.

Νερόμυλος Σουλίου

Μία μικρή ταμπέλα δείχνει προς Μύλοι Σουλίου. Την ακολουθούμε βγαίνοντας από τη διαδρομή για μία μικρή παράκαμψη. Σε 1,5 χλμ ο δρόμος σταματά στο ποτάμι και σε έναν από τους γραφικότερους νερόμυλους της Ελλάδας πάνω στο Τσαγκαριώτικο ρέμα. Ειδυλλιακός τόπος για να ξεφυτρώσουν ανάμεσα στα πλατάνια νεράιδες και ξωτικά. Τα νερά γάργαρα- παγωμένα ακόμη και το καλοκαίρι – αναβλύζουν πάνω από το νερόμυλο και πέφτουν σπάταλα κι ορμητικά στο ποτάμι σχηματίζοντας μικρούς καταρράκτες. Εδώ η φύση προσφέρει απλόχερα εναλλακτικό υδρομασάζ.  Ο νερόμυλος του Σουλίου είναι ερειπωμένος. Παρά την ένδοξη ιστορία του και την αριστουργηματική αρχιτεκτονική του, σήμερα είναι αφημένος στα στοιχειά της φύσης και στην ορμή του νερού. Μόνο οι εξωτερικοί πέτρινοι τοίχοι στέκουν αλώβητοι. Το εσωτερικό του έχει πλημμυρίσει και η ξύλινη οροφή έχει καταστραφεί.

Διαβάστε επίσης  Μακρόνησος: Ένας «βασανισμένος» ιστορικός τόπος

Σούλι

Advertising

Κιάφα ή κάστρο της Κιάφας

Η Κιάφα, ή κάστρο της Κιάφας, ή αργότερα φρούριο της Κιάφας, ή φρούριο του Σουλίου, υπήρξε ένα από τα θρυλικά και ηρωικά καστροχώρια των Σουλιωτών και της ανένταχτης και αυτόνομης Σουλιώτικης Συμπολιτείας κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Βρίσκεται στην περιοχή του Σουλίου, σε υψόμετρο 460 μ., επί της κορυφής ιδιαίτερα απόκρημνου λόφου απέναντι από το Κούγκι και μεταξύ του Αβαρίκου και της Σαμωνίδας. Οι Σουλιώτες φερόμενοι ως χριστιανικός δίγλωσσος λαός με ελληνική συνείδηση, μετά το θάνατο του Σκεντέρμπεη στον αγώνα του οποίου υπήρξαν σύμμαχοί του, προκειμένου ν΄ αποφύγουν στη συνέχεια τις θηριωδίες των Οθωμανών κατήλθαν από την περιοχή του Αργυρόκαστρου όπου διέμεναν, στη νότια Ήπειρο, περί το 1550, όπου και εγκαταστάθηκαν στην βραχώδη, δύσβατη, άδενδρη και άνυδρη περιοχή, μεταξύ των ορέων Μούργκα (1340 μ.), Τούρλια (1.082 μ.) και Ζαμβρούχου (1317 μ.), παρά τη συμβολή του ποταμού Αχέροντα με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο. Στην ιδιαίτερα δύσβατη αυτή περιοχή και επί απόκρημνων υψωμάτων δημιουργήθηκαν το Σούλι, ή Κακοσούλι, (απ’ όπου και η ονομασία στη συνέχεια αυτών των φυγάδων), η Κιάφα, το Αβαρίκο και η Σαμωνίδα που απετέλεσαν το αρχικό σουλιώτικο τεράκωμο που με τις οχυρώσεις του δέσποζε στη συνέχεια της ιδιόρρυθμης συμπολιτείας.

Σούλι

Η Κιάφα, που καταλήγει στο γκρεμό της «Ντάπιας του Νότη». στα 250 χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το 1803 αναδείχθηκε σε πανελλήνιο σύμβολο ανδρείας, ηρωισμού και αντίστασης της ακαταμάχητης “σουλιώτικης ψυχής”. Είναι γενικά παραδεκτό πως καμία άλλη περιοχή της Ελλάδας δεν δέχθηκε τόσες πολλές εκστρατείες για υποταγή όσο η περιοχή του Σουλίου., όπως αυτές που σημειώθηκαν κατά τα έτη 1721, 1731, 1754, 1759, 1762, 1772, 1775, καθώς και επί Αλή πασά τρεις ακόμα μεγάλες εκστρατείες το 1788, 1789 και το 1800. Σ΄ όλες αυτές τις εκστρατείες η Κιάφα απετέλεσε τον αντικειμενικό στόχο των Οθωμανών κατακτητών χωρίς όμως καμία επιτυχία.

Advertising

Τελικά η Κιάφα, χωρίς ποτέ να καταληφθεί από τους Οθωμανούς, πέρασε στην κυριαρχία του Αλή πασά μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών, στις 16 Δεκεμβρίου του 1803 όταν αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν μετά από μια τετράχρονη πολιορκία. Κατά την παράδοση πιθανόν να συνετέλεσε σ΄ αυτό και η προδοσία του Πήλιου Γούση.

Μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών, ο Αλή Πασάς αναγνωρίζοντας τη στρατηγική και περίοπτη θέση της Κιάφας ανήγειρε επ’ αυτής ένα επιβλητικό φρούριο σχήματος παραλληλογράμμου κατά διεύθυνση Βορρά – Νότου, καλύπτοντας όλο το άπλωμα της κορυφής. Το εν λόγω φρούριο έφερε δύο τοξοειδείς εισόδους, πολυγωνικούς ακραίους προμαχώνες, περιμετρικές επάλξεις, κανονοθυρίδες, αντερείσματα καθώς και επιτείχιους οχετούς (ζεματίστρες). Εσωτερικά εκτός από τις απαραίτητες εγκαταστάσεις στρατωνισμού της φρουράς, αποθηκών, πυριτιδαποθηκών, δεξαμενών κλπ οικοδομήθηκε σπουδαίος ξενώνας για τον Αλή πασά μέρος του οποίου ήταν ορατό από μεγάλη απόσταση.

Σούλι

Η ανέγερση του φρουρίου της Κιάφας φέρεται να εξυπηρέτησε περισσότερο το εγωιστικό πάθος του Αλή πασά ως κυρίαρχου του άλλοτε ορμητηρίου των Σουλιωτών και όχι ότι στρατιωτικές ανάγκες της εποχής επέβαλαν αυτή. Τούτο συνάγεται με δεδομένα αφενός ότι η απρόσιτη αυτή περιοχή δεν ήταν παραμεθόριος του πασαλικίου και αφετέρου, μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών το ιστορικό τετράκωμο είχε αποδοθεί σε Τουρκαλβανούς εποίκους που νέμονταν πλέον τα 60 χωριά της περιοχής.

Advertising

Μετά την ανταρσία του Αλή πασά, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ κάλεσε τους Σουλιώτες, που είχαν καταφύγει στα Επτάνησα, να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη τους και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τα σουλτανικά στρατεύματα κατά του Αλή πασά. Έτσι μετά από 17 χρόνια εξορίας οι Σουλιώτες επιστρέφουν στα Ιωάννινα, πλην όμως γενόμενοι στη συνέχεια μισθοφόροι σύμμαχοι του πρώην διώκτη τους Αλή πασά, στις 8 Δεκεμβρίου του 1820 εισήλθαν αμαχητί στο φρούριο της Κιάφας γενόμενοι δεκτοί από τον φρούραρχο Μουρτοτζάλη. Οι Σουλιώτες με κέντρο δράσης το φρούριο αυτό και ενισχυθέντες με 1500 Τουρκαλβανούς προσκείμενους στον Αλή πασά κατάφεραν μέσα σε πέντε μήνες όχι μόνο να αποκατασταθούν πλήρως στα πάτρια εδάφη τους αλλά και να εκκενώσουν ολόκληρη την περιοχή του Σουλίου από τα σουλτανικά στρατεύματα του Ισμαήλ Πασόμπεη. Δυστυχώς όμως για τους ίδιους οι δυσμενείς εξελίξεις που ακολούθησαν το επόμενο έτος 1822 τους ανάγκασαν για δεύτερη φορά να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους εδάφη λίγο μετά την ατυχή έκβαση της μάχης του Πέτα.

Έκτοτε καμία ιδιαίτερη δραστηριότητα δεν σημειώθηκε στο φρούριο αυτό μέχρι την απελευθέρωση της όλης περιοχής από τον ελληνικό στρατό κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο.

https://www.youtube.com/watch?v=V_CqO1_H6S4


Πηγές:

Advertising

Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας

Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου

Ο Μίλτος Γήτας είναι δημοσιογράφος σε τηλεόραση, ραδιόφωνο κι εφημερίδες. Ζει και εργάζεται στα Γιάννενα. Από παιδί λατρεύει την ποίηση και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει 7 ποιητικές συλλογές. Αγαπάει τα βιβλία, τις ταινίες και την καλή μουσική. Σπαταλάει τον χρόνο του συλλέγοντας γραμματόσημα, νομίσματα και χορεύοντας παραδοσιακούς χορούς! Όνειρο του να ταξιδέψει στα άκρα της γης και να καταφέρει κάποτε, έστω και γέρος, να ζει γράφοντας βιβλία.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Άργος: Το λίκνο των Ελλήνων βασιλιάδων και ηρώων

Άργος: Το λίκνο των Ελλήνων βασιλιάδων και ηρώων

Το Άργος όπως το γνωρίζουμε σήμερα, είναι μια όμορφη κωμόπολη

Η ώρα στον κόσμο είναι πέντε: Και είναι τρομακτικά εφιαλτική

Το καινούριο βιβλίο Η ώρα στον κόσμο είναι πέντε της