Τα Θεοδώριανα, είναι κεφαλοχώρι του νομού Άρτας, φωλιασμένο σε μια πλαγιά των ανατολικών Τζουμέρκων, απάνω στα ηπειροθεσσαλικά σύνορα, ογδόντα χιλιόμετρα απ’ την Άρτα. Τα τετρακόσια περίπου σπίτια, παλιά πέτρινα, μα και μοντέρνα, απλώνονται συγκεντρωμένα σε δυο συνεχόμενους μαχαλάδες σε μιαν απάνεμη πλαγιά με κλίση νοτιοανατολική, ανάμεσα σε υψόμετρο από 850 έως 1100 μέτρα. Στο Κέντρο του χωριού, στην πλατεία με τον επιβλητικό πλάτανο, το υψόμετρο δείχνει 960 μέτρα. Ανατολικότερα και σε απόσταση 4,5 περίπου χιλιομέτρων, καμιά εικοσιπενταριά σπίτια στη δεξιά όχθη του Αχελώου, είναι το Σκαρπάρι, ο δεύτερος οικισμός της Κοινότητας Θεοδωριάνων.
Η έκταση της Κοινότητας, 44 χιλιάδες στρέμματα, περιβάλλεται από γυμνές και δύσβατες βουνοκορφές, που καθορίζουν και τα όριά της με τα γύρω χωριά: Κάψαλα, Αθαμάνιο, Βουργαρέλι, Κυψέλη, Ράμια, Καταρράκτη, Μελισσουργούς και Νεράιδα. Ψηλότερη κορυφή είναι η Πυραμίδα (2.393 μ) και κύρια περάσματα: ο Σταυρός (1.250 μ) προς νότο, απ’ όπου περνάει κι ο αμαξιτός δρόμος προς την Άρτα, το Αυτί (1.750 μ) βόρεια και ο Προφήτης Ηλίας (1.100 μ) ανατολικά προς τη Θεσσαλία.
Η γη είναι σφιχτή κι άγονη, σπαρμένη με βράχια, πηγές, έλατα, κέδρα, φτελιάδες, πλατάνια, καρυδιές και πράσινο, από Αύγουστο σε Αύγουστο. Το λιγοστό καλλιεργήσιμο έδαφος, βολεμένο με πεζούλες σε μικρές λουρίδες, κάποτε με τη φτωχή του απόδοση σε στάρι και καλαμπόκι εξέθρεψε γενιές Θεοδωριανιτών. Σήμερα, όλη η έκταση μένει χέρσα και μόνο λίγα κήπια μέσα στο χωριό καλλιεργούνται. Οι κάτοικοι έχουν στραφεί σε άλλες ενασχολήσεις στα αστικά κέντρα, μα η καρδιά τους δοσμένη πάντα εκεί στον άγονο, αλλά πανέμορφο γενέθλιο τόπο. Μόνο στην Κωστηλάτα, στο χιλιοτραγουδισμένο οροπέδιο, αλλά και στ’ άλλα χλοερά βοσκοτόπια εξακολουθούν να ξεκαλοκαιριάζουν χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Η πιο παλιά αναφορά σε πληθυσμό είναι αυτή του 1828, σύμφωνα με την οποία στα Θεοδώριανα, που ανήκουν στο Ναχαές (περιοχή) Τζουμέρκων, διαμένουν 80 «φαμελιές». Η Κοινότητα ανήκει διοικητικά στο νομό Άρτας. Εξυπηρετείται συγκοινωνιακά με την Άρτα. Ένας νέος αμαξιτός δρόμος που έχει διανοιχτεί προς την Αγία Κυριακή, ενώνει το χωριό με τον εθνικό δρόμο Άρτα – Τρίκαλα, αποτελεί την χειμωνιάτικη πρόσβαση στο χωριό, μιας και δεν κλείνει από τα χιόνια λόγω του χαμηλού υψομέτρου του.
Αρκετοί κάτοικοι είναι κτηνοτρόφοι και ελάχιστοι, κυρίως ηλικιωμένοι, έχουν ριζώσει σε πείσμα των καιρών στο χωριό κατά τους χειμώνες. Απ’ τους Θεοδωριανίτες της διασποράς, που υπερβαίνουν τους 10.000 μερικοί ξεκαλοκαιριάζουν στα Θεοδώριανα κι άλλοι ξαναγυρνάνε για προσκύνημα στη γενέθλια γη και για να σύρουν το διπλοκάγκελο στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Τα Θεοδώριανα αποτελούν ιστορική συνέχεια της αρχαίας Αθαμανικής πόλης «Θεοδωρία», στην οποία και οφείλουν το όνομά τους. Τα Θεοδώριανα είναι κυρίως γνωστά λόγω της δημοτικής παράδοσης (Κωστηλάτα) και του υδάτινου πλούτου που διαθέτει. Οι τουριστικοί χάρτες το αναφέρουν σαν το χωριό με τα περισσότερα νερά στην Ελλάδα.
Ιστορική Αναδρομή
Για τα πολύ παλιά χρόνια, λείπουν τα ιστορικά στοιχεία για τα Θεοδώριανα, όπως και για την ευρύτερη ορεινή περιοχή μας. Για πρώτη φορά τα Θεοδώριανα αναφέρονται με το σημερινό τους όνομα στα 1695, σ’ ένα φορολογικό κατάλογο των βενετσιάνικων αρχών. Απ’ τα ανεπίσημα όμως αρχαιολογικά ευρήματα στη Θέση Σελιό, απ’ την ονομασία τους κι από άλλες ιστορικές παραδοχές, τα Θεοδώριανα μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν ιστορική συνέχεια της αρχαίας πόλης Θεοδωρία στη χώρα των Αθαμάνων.
Οι Αθαμάνες, η πρώτη ιστορικά εξακριβωμένη φυλή που ζει στα χώματά μας, είναι οι μακρινοί μας πρόγονοι, πριν από δυο χιλιάδες και παραπάνω χρόνια. Μπορούμε, λοιπόν, να φανταστούμε τον Αθάμα, τον αρχέγονο γεννήτορά μας, έντρομο και περιδεή στις καταιγίδες και στ’ αστραπόβροντα, να σαλαγάει τα κοπάδια του στις χλοερές πλαγιές της Κωστηλάτας, να κουβαλάει το ησίοδο αλέτρι στη Χούνη για να οργώσει τη σφιχτή γη, ν’ ακολουθάει το βασιλιά Αμύνανδρο στον γόνιμο κάμπο της Θεσσαλίας ή το βασιλιά Πύρρο στη μακρινή Σικελία, να κυνηγάει με βέλη στα πυκνοδασωμένα Πλάγια αγριόχοιρους και πάνθηρες…
Κατά τη μυθολογία, ο Αθάμας, στον οποίο οφείλει το όνομά της η Αθαμανία ήταν γιος του Αιόλου και εγγονός του βασιλιά Έλληνα, βασίλευε στον Ορχομενό, αλλά μπλέκεται σε γυναικοδουλειές και διώχνεται γύρα στα 1284 π.Χ. Πορεύεται βορειοδυτικά, ψάχνοντας «για άγριο τόπο» κατά το χρησμό του Μαντείου, περιπλανιέται παράφρονας απ’ την οργή της Ήρας επί πολλές μέρες και τελικά φτάνει «εις τα ανατολικά άκρα των Τζουμέρκων, εις μίαν μικράν κοιλάδα του άνω ρου του Αχελώου με εκατέρωθεν κρημνώδη όρη», όπου και εγκαθίσταται. Παντρεύεται τη Θεμιστώ, κόρη του βασιλιά των Λαπιθών και ιδρύει το βασιλικό οίκο των Αθαμάνων.
Οι Αθαμάνες, λαός κατ’ εξοχή ποιμενικός, θεωρούνται απ’ τους ιστορικούς δημιουργικοί, με κράση καρτερική και φοβεροί πολεμιστές. Το ψυχρό κλίμα, η αγριότητα του τοπίου, η δύσκολη επικοινωνία, η λιτή τροφή κι η ασχολία στην ύπαιθρο, δημιούργησαν άντρες εύρωστους, αρρενωπούς, ψυχικό δυνατούς, χαρακτήρες τολμηρούς και τραχείς. Ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, τη γεωργία, την κεραμική και την υφαντική. Παλιά, λάτρευαν τον Αχελώο και τη θεά Διώνη, αργότερα τους θεούς που λάτρευαν κι οι άλλοι Έλληνες.
Η Αθαμανία εκτείνεται στο μεταίχμιο Ηπείρου-Θεσσαλίας (πιο πολύ στην Ήπειρο) και περιλαμβάνει τα Αθαμανικά Όρη ή Τζουμέρκα, τα Ραδοβύζια και τμήμα της περιοχής του Ασπροποτάμου και Μαλακασίου. Όταν οι Δωριείς εισβάλλουν στην Ήπειρο (1104 π.Χ.) κατακτούν και την Αθαμανία, αλλά δεν διακρίνονται ως φυλή. Συγχρωτίζονται κι αφομοιώνονται απ’ τους γηγενείς Αθαμάνες.
Τη μεγαλύτερη ακμή της η Αθαμανία γνωρίζει επί βασιλείας Αμύνανδρου (220 – 184 π.Χ.), που επεκτείνει το κράτος του ως τους Γόμφους της Θεσσαλίας. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος, διασώζει τα ονόματα δώδεκα πόλεων της Αθαμανίας μεταξύ αυτών και της Θεοδωρίας στο κέντρο της Αθαμανίας.
H Θεοδωρία καταστρέφεται το 167 π.Χ., μαζί με τις άλλες πόλεις των Αθαμάνων, από τους Ρωμαίους, επειδή οι Αθαμάνες πήραν το μέρος των Μακεδόνων κατά τον πόλεμο Ρωμαίων – Μακεδόνων (171 – 168 π.Χ.). Η Αθαμανία γίνεται πλέον ρωμαϊκή επαρχία. Σε όλα τα κατοπινά βυζαντινορωμαϊκά χρόνια η Θεοδωρία και γενικότερα η Αθαμανία μένει στην αφάνεια.
Οι ιστορικοί που έζησαν κοντά στα χρόνια ύπαρξης της Θεοδωρίας, που πιθανώς να οφείλει το όνομά της στο βασιλιά της Αθαμανίας Θεόδωρο, περιορίζονται μόνο στην αναφορά του ονόματος της πόλης, χωρίς να προσδιορίζουν και την ακριβή της θέση, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις περισσότερες πόλεις της Αθαμανίας. Απ’ τους νεότερους συγγραφείς, οι περισσότεροι ερευνητές και ιστορικοί τοποθετούν τη Θεοδωρία στη Θέση Σελιό (σλάβικη λέξη που σημαίνει χωριό) των Θεοδωριάνων.
Η ονομασία Θεοδώριανα θεωρείται εξέλιξη της ονομασίας Θεοδωρίας «επί το ευφωνικότερον και ελληνικότερον», όπως άλλωστε συνέβη και με τις περισσότερες ονομασίες πόλεων, χωριών, ποταμών κλπ. Η αλλαγή του ονόματος από Θεοδωρία σε Θεοδώριανα συντελείται δια μέσου των αιώνων, αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί πότε ακριβώς. Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν τα Θεοδώριανα ταυτίζονται με την αρχαία Θεοδωρία και αποτελούν ιστορική της συνέχεια.
Η εποχή της Τουρκοκρατίας
Το 1431 οι Τούρκοι κυριεύουν τα Γιάννινα και στις 24 Μάρτη 1449 τα στρατεύματα του Μουράτ Β’ μπαίνουν στην Άρτα. Η τούρκικη κατοχή αρχίζει για την Ήπειρο όχι όμως και για τα Θεοδώριανα και για τα άλλα Τζουμερκοχώρια. Αντιστέκονται και πετυχαίνουν ημιανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Οι Τούρκοι πασάδες αρχίζουν μετά το 1652 να περιορίζουν τα δικαιώματα αυτά. Τα Θεοδώριανα όμως και μερικά άλλα Τζουμερκοχώρια (Συρράκο, Καλαρρύτες, Ματσούκι, Μελισσουργοί) διατηρούν ορισμένα προνόμια μέχρι της σατραπείας του Αλήπασα (1788). Από το 1740 οι ντόπιοι καπετάνιοι συγκροτούν πάλι το Αρματολίκι Τζουμέρκων.
Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας τα Θεοδώριανα δεν γνωρίζουν μόνιμη τούρκικη κατοχή. Αντίθετα αποτελούν καταφύγιο για τους κυνηγημένους και τους κλεφταρματωλούς, που βρίσκουν τροφή και καταφύγιο στις στάνες των κτηνοτρόφων.
Στα 1777 περνάει απ’ τα Θεοδώριανα και ο Πατροκοσμάς, όπου σε περίοπτη θέση ανάμεσα στο Αθαμάνιο και στα Θεοδώριανα έστησε ξύλινο σταυρό. Από τότε η περιοχή αυτή ονομάζεται «Σταυρός». Κήρυξε στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και ίδρυσε και το πρώτο σχολείο στα Θεοδώριανα στέλνοντας ο ίδιος τον πρώτο δάσκαλο από το Ζαγόρι. Απ’ τα Θεοδώριανα διαβαίνει και βρίσκει καταφύγιο πολλές φορές και ο θρυλικός Κατσαντώνης. Αρκετοί Θοδωριανίτες εντάσσονται στην ομάδα του. Κοντά στον Κατσαντώνη παίρνει μαθήματα και ο Καραϊσκάκης, 14 χρονών τότε, που διαβαίνει πολλές φορές απ’ τα Θεοδώριανα…
Τα Θεοδώριανα κατά τα προεπαναστατικά χρόνια έδωσαν στο υπόδουλο έθνος μια μεγάλη ιστορική μορφή, τον ιερομόναχο και ηγούμενο του μοναστηριού των Θεοδωριάνων Άνθιμο Αργυρόπουλο ή Δημητρίου, του Δημητρίου και της Αλεξάνδρας. Στα 1793, ο ιερομόναχος ιδρύει στα Θεοδώριανα μοναστήρι και σχολείο. Όταν έπεσε το Σούλι ο Άνθιμος, δέχτηκε με στοργή στο μοναστήρι του τους κατατρεγμένους Μποτσαραίους και περιέθαλψε τους τραυματίες τους. 0 Αλή πασάς για να τον τιμωρήσει, τον έκλεισε αλυσοδεμένο σε σκοτεινό μπουντρούμι για πολλά χρόνια . Βγαίνοντας από την τρομερή εκείνη κόλαση ο Αργυρόπουλος πήγε στην Κέρκυρα. Εκεί συνδέθηκε στενά με τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Φεύγοντας απ’ την Κέρκυρα εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο, όπου διορίστηκε εφημέριος της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Ο Άνθιμος ορκίστηκε στην εταιρεία των Φιλικών απ’ τον Αναγνωσταρά, τον υπεύθυνο της Αόρατης Αρχής. Από τότε άρχισε το κατηχητικό του έργο ο θερμός πατριώτης. Έγινε ο κατηχητής των οπλαρχηγών, των ιερωμένων, των προσφύγων και των Ζακυνθινών.
Πέθανε τυφλός στη Ζάκυνθο, στις 20 Ιανουαρίου 1847, χωρίς να καμαρώσει την ιδιαίτερη πατρίδα του ελεύθερη. Ο Άνθιμος όρκισε στη Φιλική Εταιρεία και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που διωγμένος απ’ τους Τούρκους, είχε καταφύγει στη Ζάκυνθο. Ο Άνθιμος ορκίζει στη Ζάκυνθο και τον εθνικό ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Ο Βασίλης Κραψίτης στο βιβλίο του «Μνήμη του Σουλίου», αναφέρει: «Ο Δ. Σολωμός… έδωκε τον όρκο του φιλικού μπροστά στο θρυλικό μονόφθαλμο Ηπειρώτη αρχιμανδρίτη Άνθιμο Αργυρόπουλο, εφημέριο τότε του ναού, που είχεν ορκίσει όλους σχεδόν τους φιλικούς που μυήθηκαν στη Ζάκυνθο, ντόπιους και ξένους, που ζούσαν τότε εκεί (Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Πετμεζά κ.ά.).
Στις 15 Μάη 1821 μαζεύονται στο Μοναστήρι του Αη-Γιώργη Βουργαρελίου οι οπλαρχηγοί Γ. Καραϊσκάκης, Γιαννάκης και Μήτρος Κουτελίδας, Γώγος Μπακόλας, Αντρέας Ίσκος, Γιαννάκης Ράγκος, Μάρκος Μπότσαρης, Κουτσονίκας και πολλοί άλλοι, κάπου διακόσιοι καπεταναίοι κι αγωνιστές και κηρύσσουν την επανάσταση στα Τζουμέρκα και στο Ραδοβύζι υπό τις ευλογίες του ηγούμενου του μοναστηριού Χριστόφορου. Τα Θεοδώριανα, καθώς ήταν απομακρυσμένα και προστατεύονταν από τα φυσικά οχυρά των απόκρημνων βουνών, πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην Επανάσταση του 21. Οι τσελιγκάδες ενισχύουν την προσπάθεια και oι Θεοδωριανίτες πυκνώνουν τις τάξεις των ενόπλων. Ακολουθούν τους καπεταναίους και λαβαίνουν μέρος σε πάμπολλες μάχες απ’ την αρχή ως το τέλος του.
Τον Ιούλιο του 1821 ο Ισμαήλ Πασάς, με δυο χιλιάδες Τουρκαλβανούς καταφτάνει στα Τζουμέρκα με σκοπό ν’ ανοίξει δρόμο για την Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο. Αφού πυρπολούν το Συρράκο, τους Καλαρρύτες, την Πράμαντα και τους Μελισσουργούς, περνάνε τον αυχένα «Αυτί». Οι Έλληνες οπλαρχηγοί τους καθυστερούν λίγο στον αυχένα, με σκοπό να περάσουν και να σωθούν τα γυναικόπαιδα που έφευγαν μπροστά από το τούρκικο ασκέρι. Οι Τούρκοι μπαίνουν στις 2 Αυγούστου στα έρημα Θεοδώριανα. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί αποφασίζουν να δώσουν την αποφασιστική μάχη στο στενό πέρασμα στη ράχη του «Σταυρού». Αρχηγός των Ελλήνων ορίζεται ο Γώγος Μπακόλας.
Η πρώτη επίθεση γίνεται στις 4 Αυγούστου. Απ’ τη μια δυο χιλιάδες Τουρκαλβανοί κι απ΄την άλλοι οι λιγοστοί Έλληνες, που καταφέρνουν να τους αντιμετωπίσουν. Το δειλινό καταφτάνουν ελληνικές ενισχύσεις και οι Τούρκοι οπισθοχωρούν. Την άλλη μέρα ξεκινά η μεγάλη επίθεση. Οι Τούρκοι φτάνουν τώρα τους έξι χιλιάδες και οι Έλληνες περίπου τους πεντακόσιους. Η μάχη κρατάει όλη την ημέρα , αλλά οι Τούρκοι δεν καταφέρνουν να περάσουν το «Σταυρό». Οι απώλειες των Τούρκων είναι μεγάλες και αναγκάζονται να οπισθοχωρήσουν και να γυρίσουν πίσω στα Γιάννενα. Η νίκη στο Σταυρό είχε μεγάλη σημασία για την εξέλιξη της Επανάστασης, γιατί εμπόδισε τους Τούρκους να περάσουν προς τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, δίνοντας την ευκαιρία να θεριέψει η επανάσταση εκεί.
Το καλοκαίρι του 1824, τα Θεοδώριανα δοκιμάζονται σκληρά από τον εμφύλιο που ξέσπασε. Στρατεύματα του Γιαννάκη Ράγκου καίνε και καταστρέφουν το χωριό σαν αντίποινα, επειδή οι Θοδωριανίτες ήταν με το μέρος του Καραϊσκάκη, στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ τους για το αρματολίκι των Αγράφων.
Μετά το τέλος του 1824 και ως το τέλος της Επανάστασης (1828) δεν σημειώνονται αξιόλογα πολεμικά γεγονότα στην περιοχή Θεοδωριάνων, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων. Στο διάστημα αυτό οι Θεοδωριανίτες μάχονται υπό διάφορους αρχηγούς στην Πελοπόννησο κατά του Ιμπραήμ, στο Μεσολόγγι, στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία), στην Ακρόπολη, στην Αράχοβα, στο Φάληρο και αλλού. Απ’ όσους τελικά επέζησαν, άλλοι στεριώνουν μόνιμα μακριά απ’ το χωριό, κυρίως στο Ξηρόμερο, Βάλτο, Ευρυτανία, Βοιωτία, Αττική και σε άλλες απελευθερωμένες
Με την ανακήρυξη του νέου ελληνικού κράτους στις 8 Γενάρη 1828 και τον καθορισμό των συνόρων του, η Ήπειρος εξακολουθεί να παραμένει υπό τουρκική κυριαρχία. Με την αμνηστία που δίνουν σι Τούρκοι στους αγωνιστές, το Νοέμβρη 1827, μερικοί Θεοδωριανίτες γυρνάνε στον τόπο τους, άλλοι παραμένουν στο στρατό κι άλλοι παντρεύονται κι εγκαθίστανται αλλού. H ζωή στα Θεοδώριανα συνεχίζεται και μετά την επανάσταση, ίδια και χειρότερη από πριν. Στην πλάτη του φτωχού Θεοδωριανίτη ραγιά φορτώνονται, πιο πολύ από πριν, ένα σωρό δυσβάσταχτοι φόροι, τακτικοί κι έκτακτοι. Ο Γιαννάκης Κουτελίδας ορίζεται καπετάνιος στα Τζουμέρκα με έδρα τη Χόσεψη και καταφέρνει με 150 άντρες περίπου να ξεκαθαρίσει την περιοχή απ’ τους Λιάπηδες (1828). Μαζί του είναι αρκετοί Θεοδωριανίτες. Η ασφάλεια επανέρχεται στην περιοχή και η ζωή του Θεοδωριανίτη, ξαναγυρνάει στις ίδιες σχεδόν συνθήκες που είχε πριν την Επανάσταση.
Αξιοθέατα
Οι καταρράκτες: Η «Σούδα» των ντόπιων. Το σήμα κατατεθέν των Θεοδωριάνων, πόλος έλξης για χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Τα παγωμένα νερά του «Γκούρα» γκρεμίζονται από 25 μέτρα ύψος, αφού πρώτα προλάβουν να χωριστούν στα δυο, σχηματίζοντας δυο υπέροχους καταρράχτες. Το θέαμα μοναδικό. Η διαδρομή υπέροχη και εύκολη, ακόμα και για μικρά παιδιά. Μπορεί κάποιος να φτάσει με τα πόδια από το χωριό ακολουθώντας το σηματοδοτημένο μονοπάτι, έχοντας πάντα δίπλα του το αρδευτικό αυλάκι, που ξεκινάει πιο κάτω απ’ τους καταρράχτες και φτάνει μέχρι το χωριό. Η διαδρομή, με τα πόδια διαρκεί περίπου πενήντα λεπτά. Το μεγαλύτερο κομμάτι της μπορεί να γίνει και με αυτοκίνητο. Όπως και να φτάσει κανείς, το θέαμα παραμένει το ίδιο!
Το ρέμα του Παραδείσου: Yπάρχουν µέρη απόκρηµνα στο χωριό μας, δύσβατα, άγνωστα στους πολλούς, που έχουν τn δική τους σπάνια και άγρια οµορφιά. Ένα απ’ αυτά είναι το ρέµα «Μαρκς». Το συναντάµε λίγο πιο κάτω απ’ του «Σκουρτς», καθώς κατεβαίνουµε για το χωριό. Είναι πιο γνωστό σαν ρέμα του “Παπαχρήστου”. Ακολουθώντας το μονοπάτι δίπλα από το ρέμα, µέσα σε ένα δάσος από έλατα, συναντάµε πολλούς μαγευτικούς καταρράχτες, βγαλµένους σαν από παραµύθι. Το νερό ρίχνεται από τεράστιους βράχους, σχηματίζοντας συνεχόμενους καταρράχτες και καταπράσινες λίμνες. Το φως του ήλιου µόλις και µετά βίας διαπερνά τα πυκνά πλατάνια που τις σκεπάζουν. Η βουτιά στα κρύα νερά …αναπόφευκτη. Το ρέμα συνεχίζοντας το ταξίδι του σχηματίζει φυσικές«νεροτριβές». Ολοστρόγγυλοι οβοροί, µε µεγάλο βάθος, πραγµατικά σου κόβουν τnv ανάσα πλησιάζοντας. Το νερό περιστρέφεται ακριβώς όπως στη νεροτριβή. Χαµηλά, και ύστερα από πορεία περίπου δύο χιλιομέτρων, τελειώνει το ταξίδι του εξίσου εντυπωσιακά, αφού σχηµατίσει τον τελευταίο του καταρράκτη στο αντάµωµά του µε το Γκούρα. Το παρθένο αυτό µέρος αποτελεί ένα πραγματικό παράδεισο, που αξίζει κάποιος να τον περπατήσει και να µαγευτεί απ’ τις οµορφιές του, που παραµένουν καλά κρυµµένες για τους πολλούς.
Η εκκλησία του Αϊ – Γιώργη: Αφιερωμένη στον Αϊ – Γιώργη, προστάτη του χωριού. Ρυθμού Βασιλικής, χτίστηκε το 1880 από Πραμαντιώτες μαστόρους. Στοίχισε την εποχή εκείνη 30.000 γρόσια. Στη θέση της προϋπήρχε παλιότερη εκκλησία, η οποία χτίστηκε ,σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία που είναι σκαλισμένη στη πέτρα πάνω απ’ την πόρτα του γυναικωνίτη: 1777 ΗΟΥΛΙΟΥ 10 ΕΚΤΗCΤΗ Ι ΕΚΛΙCΗΑ ΤΟΥ ΑΓΗΟΥ ΓΕΟΡΓΗΟΥ. Το τέμπλο του παλιού ναού, σκαλιστό από ξύλο καρυδιάς, σπάνιο δείγμα ξυλογλυπτικής τέχνης, μεταφέρθηκε στο Μοναστήρι της Παναγίας. Το σημερινό τέμπλο είναι κι αυτό ξυλόγλυπτο, του 1918 από Μετσοβίτες τεχνίτες. Το καμπαναριό της εκκλησίας έγινε το 1924, με χρήματα των αδελφών Γεωργίου, που έστειλαν απ’ την Αμερική.
Το Μοναστήρι της Παναγίας: Στα βόρεια του χωριού απέχοντας πολύ λίγο από τα τελευταία σπίτια, βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγίας. Τα νερά του «Γκούρα» κυλούν στους πρόποδές του και απέναντι ορθώνονται απειλητικά τα «Πλάγια». Είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου. Χτίστηκε από τον ηγούμενο Θεοδωριανίτη Άνθιμο Αργυρόπουλο το 1793, ο οποίος μόνασε εκεί για πολλά χρόνια. Την εποχή της Τουρκοκρατίας λειτούργησε σαν αλληλοδιδακτικό σχολείο. Στα χρόνια της Κατοχής μετατρέπεται σε κρησφύγετο πατριωτών, αλλά και σε πρόχειρο χειρουργείο και νοσοκομείο. Το Μοναστήρι κοσμείται από το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο του Αϊ – Γιώργη. Γιορτάζει στις 8 Σεπτέμβρη όπου παλιότερα γινόταν και ξεχωριστό πανηγύρι, δεύτερο μεγαλύτερο μετά απ’ αυτό του Δεκαπενταύγουστου.
Ο παλιός νερόμυλος: Στον πάτο του χωριού, πολύ κοντά στη Σμίξη των δυο ποταμιών, βρίσκεται ο παλιός νερόμυλος. Το παλιό πέτρινο κτίριο χωμένο μέσα στα τεράστια πλατάνια κι από δίπλα ο Γκούρας με το βουητό του και τα παγωμένα νερά του, συνθέτουν ένα πανέμορφο τοπίο. Η σκαλισμένη πέτρα που βρίσκεται πάνω απ’ την μπροστινή πόρτα μαρτυρά ότι ο μύλος χτίστηκε το 1918. Ο μύλος είναι « βακούφικος» και ανήκει στην εκκλησία του Αϊ- Γιώργη. Σταμάτησε να λειτουργεί γύρω στο 1980. Σήμερα, στην είσοδο του χωριού, λειτουργεί καινούριος νερόμυλος και νεροτριβή.
Πηγές:
- diakopes.gr
- theodoriana.com
- youtube.com
- el.wikipedia.org
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου