Ο Μάνος Χατζιδάκις, στο βιβλίο του: Τα σχόλια του Τρίτου γράφει μία πολύτιμη φράση που ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια έχει χρησιμοποιηθεί βάναυσα -έχει συρθεί πολύ στο διαδίκτυο- από μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας. Είναι η εξής: Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. Η πλειοψηφία βεβαίως αγνοώντας πλήρως τί εστί Χατζιδάκις, μη γνωρίζοντας την αντισυμβατική, φιλελεύθερη οπτική του βιάστηκε να συναντήσει στο πρόσωπο του καλλιτέχνη άλλον ένα νέο εθνικό ήρωα , έναν πνευματικό ταγό που ως νεκρός πια -άρα και ακίνδυνος και αποκαθαρμένος- θα ικανοποιούσε κι αυτός την ανάγκη της για σύγχρονους προφήτες, υπερασπιστές της μικροαστικής ηθικής και των χρηστών ηθών όπως τόσοι και τόσοι χρήσιμοι ηλίθιοι. Ο Χατζιδάκις καμία σχέση δεν είχε με όλα αυτά. Ο ίδιος έλεγε με υπέροχη ειλικρίνεια: Αν ξαναρχόμουν στον κόσμο θα ερχόμουν μόνο για να κάνω έρωτα και να φύγω. Και είμαι βέβαιος πως εάν οι μισοί από τους σημερινούς υπερασπιστές του Χατζιδάκι που επικαλούνται quotes τους πλασάροντας ένα δήθεν πνευματικό επίπεδο γνώριζαν ποιος πραγματικά υπήρξε στη ζωή του, θα πληγώνονταν τόσο φρικτά που θα ξεχνούσαν την άλλη μέρα κιόλας μέχρι και το όνομά του. Ο Χατζιδάκις στα χρόνια του υπήρξε μισητό πρόσωπο, στοχοποιημένος από τα λούμπεν στοιχεία της εποχής. Περίπου όπως και ο Καβάφης, αμφισβητήθηκε απ’όλους μέχρι να του αναγνωρίσει τελικώς ο χρόνος την σπουδαία αξία του. Οι αιτίες και αφορμές πολλές: Υπήρξε Δυτικόφιλος σε μία Χώρα που γνώριζε μόνο από Καραγκιόζη και τσάμικους, υπερήφανος αστός όταν ήδη η κομμουνιστική αριστερά γινόταν κυρίαρχη ιδεολογία και ομοφυλόφιλος όταν ακόμα ο ομόφυλος έρωτας ξεκινούσε στα πεζοδρόμια και στα άδεια πάρκα κι εκεί τελείωνε. Ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε.
Φτάνοντας στο σήμερα, διαπιστώνω κάθε μέρα πόσο μας τρομάζει η ομορφιά. Η Ελλάδα είναι μια χώρα βαθιά βυθισμένη στις Τουρκοανατολίτικες ρίζες της. Στην Οθωμανική υποδούλωση που δεν έληξε ούτε το 1821 ούτε το 1830. Η μαγική σκέψη, η αδυναμία της εκλογίκευσης του κόσμου και των φαινομένων του, ο θεοκρατισμός και η ιδέα του μεγάλου Έθνους που όλοι το επιβουλεύονται συνθέτουν την σύγχρονη, θλιβερή, βαλκανική πραγματικότητα. Προσφάτως μάλιστα, κορυφαίο αντικείμενο συζήτησης στον τόπο μας έγινε το άγαλμα Phylax στο Φάληρο, του οποίου ο δημιουργός, Κωστής Γεωργίου -ένας σημαντικός εικαστικός- κατηγορήθηκε για σατανισμό επειδή επέλεξε να το ντύσει με έντονο κόκκινο χρώμα. Θρησκόληπτοι, αντιδιεθνιστές και χρυσαυγίτες -αγράμματοι άνθρωποι- αποφάσισαν ότι ένα τέτοιο γλυπτό δεν μπορεί παρά να συμβολίζει το κακό. Ακολούθησαν αγιασμοί, εξορκισμοί, διαμαρτυρίες, οχλαγωγία, ένας θρησκευτικός παροξυσμός που οδήγησε εν τέλει και στον αναμενόμενο βανδαλισμό του έργου. Παρ’ όλα αυτά, το μισό ελληνικό διαδίκτυο δήλωσε εκστατικά ευχαριστημένο! Ο βανδαλισμός αποκτά για την κάθε σκοτεινή μειοψηφία μία ιδιαίτερη, ξεχωριστή σημασία. Έτσι, αντί να έρθω αντιμέτωπος με κάποιον σχολιασμό επί του θέματος, κατέληξα να διαβάζω από ρατσιστικά σχόλια για τους Σύριους πρόσφυγες και ομοφοβικά συνθήματα εναντίον της Gay pride μέχρι και παραληρήματα συνωμοσίας περί Εβραίων, Μασόνων και Reptilians. Το επίπεδο δεν θα μπορούσε να πέσει πιο χαμηλά. Οι μάζες ρέπουν στο κοινωνικό μίσος και ψάχνουν τον αποδιοπομπαίο τράγο τους. Έτσι κι αλλιώς, η ίδια η φύση των συζητήσεων που ακολούθησαν δεν είχε την παραμικρή σύνδεση με την τέχνη, το πνεύμα, τα ζητήματα αισθητικής. Ο Phylax υπήρξε απλώς η αφορμή ώστε η παρανοϊκή, δολοφονική δεξιά να διοχετεύσει την τοξικότητά της στην ήδη ασφυκτική περιρρέουσα ατμόσφαιρα με το ηθικό πλεονέκτημα του χριστιανικού άλλοθι. Και βεβαίως σε όλο αυτό το σκηνικό η αριστερά δεν είναι καθόλου άμοιρη ευθυνών στην ιλιγγιώδη πορεία προς τον κοινωνικό πάτο. Είναι η ίδια αριστερά που καταδικάζει υποκριτικά την εγκληματική δράση φασιστικών ομάδων εκείνη που θρέφει το ταξικό μίσος, στηρίζει το παρακράτος, αγκαλιάζει την αναρχική βία και αδυνατεί να επιλύσει -όταν βρίσκεται στην κυβερνητική εξουσία- μέχρι και τα πιο απλά ζητήματα.
Η περίπτωση του Phylax δεν αποτελεί, ωστόσο, breaking news. Η ιστορία είναι παλιά και οι περιπτώσεις όπου κυριαρχεί ο παραλογισμός της νεοελληνικής αντίληψης, άπειρες. Δύο επιπλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα μαζικής βλακείας: Θέατρο Χυτήριο – Corpus Cristi. Θέατρο Αριστοτέλειον – Η ώρα του Διαβόλου και οι επιθετικές διαμαρτυρίες που ακολούθησαν. Για άλλη μία φορά, σούπερ πατριώτες, θρησκόληπτοι και άγριοι άνθρωποι, σαν άλλοι Δον Κιχώτες ξεχύθηκαν στους δρόμους για να συγκρουστούν με ανεμόμυλους και με φαντάσματα του παρελθόντος. Και μπορεί η δομή της ψυχοσύνθεσής τους να μοιάζει σαν να μην παρουσιάζει λογική αλληλουχία ωστόσο τους χαρακτηρίζει μία κοινή ψυχοπαθολογική διαταραχή. Ακραία τάση αναζήτησης ενός μεγάλου, μέχρι και μεταφυσικού ηγέτη. Όπως γράφω και σε ένα άλλο δοκιμιάκι μου, οι ήρωες είναι γυμνοί. Στα πλαίσια αυτής της σφοδρής επιθυμίας, οι χριστιανόπληκτοι έχουν τον Μεσσία τους που σταυρώθηκε για τις αμαρτίες τους, οι εθνικόφρονες έχουν τον Μεγάλο Αλέξανδρό τους που εξάπλωσε τον ελληνικό πολιτισμό στα πέρατα της γης, όλοι μαζί έχουν ως κοινό παρανομαστή τον φόβο και τα συμπλέγματα ανωτεροκατωτερότητας που προκύπτουν από την ίδια την θέση της Ελλάδας μέσα στον κόσμο και από τον βαθύ φόβο ότι θα ξεθωριάσουμε μέσα στον χρόνο, ότι θα μας σβήσει η ιστορία.
Τελικά πού βρίσκεται πια η ομορφιά μέσα στον κόσμο; Σίγουρα όχι εδώ. Αυτή η χώρα συνήθισε την ασχήμια της. Την ερωτεύτηκε. Ηδονίζεται κάθε φορά που αποκαλύπτεται ως μία επαρχία του νότου που χωρίζει τους πολίτες της σε φιλοπάτριδες και “ανθέλληνες”. Σε ηθικούς και “ανήθικους”. Σε φυσιολογικούς και “ανώμαλους”. Υπάρχει μέσα από το σκοτάδι της. Δεν γνωρίζω εάν η στάση μου μεταφράζεται ως πεσιμισμός, μου φαίνεται απλώς πως μας αξίζουν τα χειρότερα. Ότι μας ταιριάζει ο φθόνος και ο αλληλοσπαραγμός. Ότι έχει απόλυτο δίκιο ο συγγραφέας Ν. Δήμου όταν γράφει: Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας. και όλοι τον απεχθάνονται γι αυτό. Όταν επιστρέφω στον συλλογισμό του Χατζιδάκι δεν ξεχνώ τον δικό του, προσωπικό φόβο τον οποίο μοιράζομαι μαζί του. Αυτή η Ελλάδα, όπως λέει και το τραγούδι, ποτέ δεν πεθαίνει, άραγε δεν θα αναστηθεί και ποτέ; Ποιος ξέρει. Πάντως οι ήρωες είναι γυμνοί.