
Ένα μεγάλο δίλημμα που γεννάται στο πλαίσιο κάθε υφιστάμενου σωφρονιστικού συστήματος είναι το αν πρέπει ή όχι να ισχύει η θανατική ποινή. Η ευημερία κάθε κοινωνίας, μεταξύ άλλων, στηρίζεται και στη διασφάλιση της ασφάλειας των μελών της.
Αυτό διασφαλίζεται, ως επί τω πλείστον, μέσω της καθιέρωσης ενός συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, που προβλέπει την ενδεδειγμένη θεμιτή συμπεριφορά των πολιτών της εκάστοτε κοινωνίας.Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, διαμορφώνεται ομοίως ένα σωφρονιστικό σύστημα, μέσω του οποίου άτομα που παραβαίνουν τους νόμους μαθαίνουν να συμμορφώνονται με αυτούς. Ή τουλάχιστον αυτός αποτελεί θεωρητικά ο στόχος.
Η θανατική ποινή αποτελεί ένα αντικείμενο συζήτησης ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο. Στη χώρα μας έχει πλέον καταργηθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Ωστόσο, σε πολλά μέρη του κόσμου εξακολουθεί να υφίσταται. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν ίσως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Σκεπτόμενος τη θανατική ποινή, ίσως το μεγαλύτερο επιχείρημα που μπορεί κάποιος να προασπιστεί κατά της εφαρμογής της, είναι αυτό του ότι αντιβαίνει σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα με πρωταρχικό αυτό του δικαιώματος στην ίδια τη ζωή. Ακόμη, η θανατική ποινή ουσιαστικά στερεί την οποιανδήποτε πιθανότητα σωφρονισμού ενός ατόμου και τη δυνατότητα ουσιαστικής μεταμέλειας. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να μετανοήσει και να συγχωρεθεί ενδεχομένως κατ’ επέκταση, για αυτό που έχει διαπράξει, εάν δεν υπάρχει;
Επίσης, τίθεται και ένα άλλο ακόμη σημαντικό ζήτημα. Τα νομοθετικά και σωφρονιστικά συστήματα σε όλον τον κόσμο έχουν δημιουργηθεί βάσει ανθρώπινων αποφάσεων και κρίσεων. Το γεγονός όμως ότι είμαστε άνθρωποι, συνεπάγεται και το ότι σε πολλές (τουλάχιστον) περιπτώσεις διαπράττουμε σφάλματα εν αγνοία μας ή και όχι.
Όταν, λοιπόν, ένας άνθρωπος καταδικάζεται με την έσχατη των ποινών, δηλαδή τη θανατική ποινή, κανένας δε μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτή η απόφαση είναι εκατό τοις εκατό δίκαιη. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που άνθρωποι έχουν καταδικαστεί με τη θανατική ποινή και έχουν πεθάνει, παρά το γεγονός ότι ήταν αθώοι. Ποιος, λοιπόν, δίνει το δικαίωμα σε μερικούς από εμάς να το παίζουμε «θεοί» εις βάρος άλλων;
Από την άλλη, πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως άτομα που έχουν διαπράξει επανειλημμένα αποτρόπαια εγκλήματα όπως βιασμούς, ανθρωποκτονίες και άλλα δίχως να επιδεικνύουν τουλάχιστον ίχνος μεταμέλειας, θα πρέπει να λαμβάνουν την ίδια «απαξιωτική» συμπεριφορά προς τα δικαιώματά τους. Έστω, όμως, και αν αυτό αποτελούσε την αλήθεια, η θανατική ποινή δεν αποτελεί πραγματική τιμωρία.
Τη στιγμή που όσοι μένουν πίσω υποφέρουν, αυτός που είναι ο υπαίτιος αυτής της δυστυχίας, απλώς θανατώνεται μπαίνοντας σε μία διαδικασία πλήρους απάθειας με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Μπορεί κάποιος σκεπτόμενος τη «θεία δίκη» να ανταπαντήσει σε αυτό, ότι τελικά θα το «βρει από τον Θεό». Παρ’ όλα αυτά όσο κυνικό και αν ακούγεται, η θεία δικαίωση-έστω ότι υπάρχει κάτι τέτοιο- δεν ικανοποιεί το αίσθημα δικαίωσης που αποζητά ο άνθρωπος, είτε έχει αδικηθεί ο ίδιος, είτε κάποιος που αποτελεί αγαπημένο δικό του πρόσωπο.
Εν τέλει το ερώτημα που προκύπτει είναι: Είναι η θανατική ποινή μορφή σωφρονισμού ή μία μορφή τιμωρίας που τελικά είναι ανώφελη, καθώς δεν εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό για τον οποίο έχει θεσπιστεί; Θανατώνοντας κάποιον δικαιώνεται ουσιαστικά αυτός που έχει υποστεί τις συνέπειες του εγκλήματος που διέπραξε ο πρώτος; Και τι ή ποιος εγγυάται πως η θανατική ποινή απονέμεται «δίκαια» σε κάποιον που πράγματι έχει διαπράξει το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται; Είναι η βία ως απάντηση στη βία η σωστή λύση;