Πριν είκοσι τρία περίπου χρόνια, στο άγνωστο για πολλούς Καϊζερσλάουτερν της Γερμανίας, οι γονείς μου έφεραν στη ζωή το τρίτο τους παιδί και πέμπτο και τελευταίο μέλος της οικογένειας. Από την πρώτη στιγμή, βρισκόμουν σε ένα περιβάλλον με πολύ αγάπη και πολλές παιδικές φωνές, μιας και πέρναγα τη μέρα μου πάντα μαζί με τ’ αδέλφια και την ξαδέλφη μου.
Μεγαλώνοντας, αλλάζοντας χώρα και σπίτι οι φίλοι μου έγιναν λίγοι ως κι ελάχιστοι, και με τ’ αδέλφια μου απομακρυνόμουν μέρα με τη μέρα. Ωστόσο, ποτέ δε μου έλειψε η αγάπη κι ούτε ένα λεπτό δεν ένιωσα άσχημα απέναντι στους γονείς μου που έκαναν τα πάντα για ‘μένα. Εξωτερίκευσα τα συναισθήματά μου στη μουσική και έβγαλα όλη την παιδική μοναξιά μου εκεί. Από πολύ μικρή κατάλαβα την κλίση που είχα προς την τέχνη κι όποια στιγμή με συναντούσες μπροστά σου, θα μ’ έβλεπες να τραγουδάω, να παίζω μουσική, να σκαρώνω στίχους ή και να ζωγραφίζω.
Η ανεμελιά που ένιωθα κάνοντας πράξη όλα τα παραπάνω άλλαξε μόλις πήγα στο γυμνάσιο. Η απόφαση των γονιών μου να μετακομίσουμε από το χωριό στην πόλη, μου στέρησε τη δυνατότητα να περπατάω χαλαρή τραγουδώντας δίπλα από τους συγχωριανούς μου. Οι οποίοι δε με συμπαθούσαν, αλλά τουλάχιστον δε με φόβιζαν. Είχαν συνηθίσει την εκρηκτικότητα του χαρακτήρα μου κι από πολύ μικρή τους είχα αποδείξει πως όποιος τα βάλει μαζί μου, θα καταλάβει σύντομα πως δεν ανέχομαι πολλά πολλά!
Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη μετακόμιση έμοιαζε για ‘μένα σανίδα σωτηρίας. Ήλπιζα πως εκεί δε θα ήμουν το δακτυλοδεικτούμενο «γερμανάκι», αλλά ένα παιδί όπως όλα τ’ άλλα, με φίλους, παρέες και πολύ μεγάλη ανάγκη για πραγματική ζωή. Καθημερινά έτρεχα με τη μητέρα μου σε μαγαζιά με κουζίνες, έπιπλα, είδη μπάνιου και γενικότερα με οτιδήποτε μπορεί να χρειάζεται ένα σπίτι. Ήμουν ενθουσιασμένη! Επιτέλους η ζωή μου θ’ άλλαζε! Δυστυχώς, όμως, δεν άλλαξε από τη μια μέρα στην άλλη όπως ήλπιζα. Τα πράγματα έγιναν σταδιακά. Τον πρώτο χρόνο είχα ακόμη τις ίδιες συνήθειες, μιας κι ακόμη δεν είχα κάνει φίλους.
Είχα αρχίσει να νιώθω ανεπαρκής και να κλείνομαι στον εαυτό μου σε σημείο που κάποιος που δε με ήξερε θα με χαρακτήριζε «σκιά». Τα ρούχα μου πάντα μαύρα και μουντά, τα τραγούδια μου πάντα καταθλιπτικά και άγρια, τόσο που ήταν αδύνατο για κάποιον που δε με ήξερε να πιστέψει πως ήταν δημιουργήματα ενός παιδιού δεκατριών ετών. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για άλλον έναν χρόνο. Τα πράγματα άλλαξαν όταν εγώ αποφάσισα να τ’ αλλάξω. Ήταν στο χέρι μου πλέον να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου.
Συζήτησα λίγα απ’ αυτά που με πονούσαν με την αδελφή μου κι αργότερα με τον αδελφό μου, που όλο αυτό το διάστημα ήταν απών. Όχι επειδή ήθελε, αλλά επειδή τράβαγε κι αυτός τα ίδια. Αυτό μου έδωσε δύναμη. Κάθε βράδυ έκλαιγα ακούγοντας μουσική, αλλά από εκείνη την ημέρα και μετά, τα κλάματα κόπηκαν μαχαίρι. Εξωτερίκευσα όλη αυτή τη δυναμικότητα που έκρυβα μέσα μου. Ήμουν κοινωνικό παιδί και το ήξερα, απλώς είχα πιεστεί με όλη αυτή την κακία και τη ζήλια που έβλεπα γύρω μου. Μέσα σ’ ένα μόνο καλοκαίρι έγινα ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Κοινωνική, ευδιάθετη και πραγματικό στήριγμα για όσους με στήριξαν τότε, που φυσικά δεν είναι άλλοι από τους γονείς και τ’ αδέλφια μου.
Η ζωή μου άλλαξε σ’ ένα καλοκαίρι τόσο, που δεν το πίστευε κανείς. Το σημαντικό, όμως, είναι πως εγώ πίστεψα σ’ εμένα. Τώρα θα σκέφτεσαι «ε, και τι μας τα λες όλα αυτά;». Τα μοιράζομαι μαζί σου, γιατί πλέον δεν έχω τίποτα να με φοβίζει, τίποτα που να με κάνει να ντρέπομαι. Μάλιστα, θα δώσω και μια συμβουλή σε όλους όσοι νιώθουν όπως κι εγώ κάποτε. Δέξου την αγάπη των άλλων και κατάλαβε πως για να είναι δίπλα σου, έχεις κάτι το ξεχωριστό. Κανείς δε μένει κοντά σου μόνο γιατί έχετε δεσμούς αίματος ή γιατί απλά έτυχε να σε γνωρίζει χρόνια. Αγάπησε και εσύ τους γύρω σου και δειξ’ τους τι αξίζεις. Όπως το έκανα εγώ, έτσι κι εσύ μπορείς να το κάνεις.
Σύνταξη κειμένου: Γεωργία Μπιμπούδη
Επιμέλεια κειμένου: Εύη Μπρούμου