Όταν βρίσκεις χαμένο χρόνο μέσα στην ημέρα σου και σκέφτεσαι με νοσταλγία το βιβλίο που άφησες πίσω σπίτι, θέλεις όσο τίποτα άλλο να το είχες μαζί σου. Προσωπικά χώνω βιβλία παντού: τσάντες, σάκοι, σακούλες. Τόμοι ή μικρά βιβλιαράκια, τσέπης ή χαρτόδετα, δεν έχει σημασία. Βέβαια, είναι και εκείνα τα βιβλία με τις λίγες σελίδες αλλά μεγάλη σπουδαιότητα που μπορείς να κουβαλήσεις παντού μαζί σου.
Έκανα μια λίστα με εκείνα τα βιβλία που μπορείς να τελειώσεις μόνο μέσα σε λίγες ώρες.
Η Αλεπού της Σκάλας και Άλλες Ιστορίες
Παπαμόσχος Ηλίας

ΑΝ ΚΑΤΙ ΔΕΝΕΙ τις ιστορίες αυτού του βιβλίου, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό είναι, ο τόπος η πυξίδα τους σημαδεύει τον βορρά. Αναρωτιέμαι τελικά μήπως ο τόπος είναι και ο τρόπος, μήπως η γλώσσα είναι το άλλο χώμα, το πνευματικό, από το οποίο αναφύεται το ύφος που για κάποιους ταυτίζεται με τον άνθρωπο. Μακρά παράδοση συνδέει το διήγημα με τις γενέτειρες των θεραπόντων του, οι υπηρέτες του είδους αυτού φέρουν βαρύ φορτίο στους ώμους τους – βαρύ όσο κι ένα τοπίο. Οι ιστορίες αυτού του βιβλίου επιχειρούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο, ανάμεσα στην περιγραφικότητα του πεζού λόγου και την πυκνότητα του ποιητικού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο Αχυρώνας Φλέγεται
Ουίλιαμ Φώκνερ

Ο “ΑΧΥΡΩΝΑΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ” είναι ένα από τα αρτιότερα και τα πιο συχνά ανθολογημένα διηγήματα του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Η πλοκή του αναπτύσσεται γύρω από το εναγώνιο δίλημμα ενός δεκάχρονου αγοριού, που υποχρεώνεται να επιλέξει ανάμεσα στην υποταγή στον βίαιο πατέρα του και στην επώδυνη χειραφέτηση. Στον πυρήνα του διηγήματος ανιχνεύεται αυτό που ο συγγραφέας όρισε, στην ομιλία του κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, ως το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς: “τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του”. Ο “Αχυρώνας φλέγεται”, εκτός από μια κλασική ιστορία ενηλικίωσης, αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα αυτής της σύγκρουσης που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Φώκνερ.
Στον καμβά του διηγήματος συνυφαίνονται με πολλή τέχνη και άλλα θέματα: οι ταξικές και φυλετικές ανισότητες στον αμερικανικό Νότο την περίοδο της Ανασυγκρότησης, ο ρατσισμός που διαποτίζει τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς και οι συνθήκες διαβίωσης των αγροτών και το πώς αυτές τροφοδοτούν το μίσος διαιωνίζοντας τον κύκλο της βίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Φωνές Από Χώμα
Σωτηρίου Κωνσταντίνα
Δεκατρείς γυναίκες, µε κοινό παρονοµαστή τον σκοτεινό Δεκέµβρη του 1963 που οδήγησε στις διακοινοτικές ταραχές και στη χάραξη της Πράσινης Γραµµής που χώρισε τη Λευκωσία στα δύο, µιλούν για εκείνες τις στιγµές που συγκλόνισαν τον κόσµο τους. Της µίας ο άντρας δεν µπορεί να ανασάνει πνιγµένος στις αµαρτίες του, της άλλης γυρίζει µέσα στον τάφο χωρίς να µπορεί να ησυχάσει, η τρίτη κλαίει για τις άγριες αγκινάρες που της στέρησε ο πόλεµος, η τέταρτη µιλά για τη νύχτα που στάθηκε αφορµή να ξεκινήσει η αιµατοχυσία. Γυναίκες που µιλούν για τα έργα των αντρών. Καλούνται να µαζέψουν τα συντρίµµια, να πλύνουν τα ρούχα των νεκρών, να καθαρίσουν πίσω από τα χαλάσµατα και να συνεχίσουν τη ζωή τους. Και στο επίκεντρο, η άµεση πρωταγωνίστρια της καταστροφής, η Τουρκοκύπρια πόρνη Τζεµαλιγιέ, που µαζί µε τον Τουρκοκύπριο εραστή της Ζεκή υπήρξαν οι πρώτοι νεκροί, ενώ ο θάνατός τους ήταν η αφορµή να ξεκινήσει το κακό. (Περίληψη βιβλίου)
Πρώτος Έρωτας
Μπέκετ Σαμουέλ
Ο Μπέκετ δανείστηκε τον τίτλο από ένα μυθιστόρημα του Τουργκένιεφ και δημιούργησε κάτι εντελώς διαφορετικό, ένα έργο απαισιόδοξο που ενοχλεί και κλονίζει τον αναγνώστη, ποιητικό και γκροτέσκο συνάμα. Ο αναγνώστης δέχεται απανωτά χτυπήματα, περνάει από το χαμόγελο στο μορφασμό με μία μόνο φράση, με φόντο το παράλογο.
Στον “Πρώτο έρωτα” ένας άνδρας αναπολεί τη νιότη του με αφορμή την επίσκεψή του στον τάφο του πατέρα του και αφηγείται πώς γνώρισε μια γυναίκα σ’ ένα παγκάκι και τη θυελλώδη σχέση τους. “Βάλθηκα να παίζω με τις κραυγές όπως περίπου είχα παίξει με το τραγούδι, προχωρώντας, σταματώντας, προχωρώντας, σταματώντας, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό παιχνίδι. Όσο προχωρούσα δεν τις άκουγα, χάρη στο θόρυβο των βημάτων μου. Αλλά μόλις σταματούσα τις άκουγα ξανά, σίγουρα κάθε φορά πιο χαμηλές, αλλά τι κι αν μια κραυγή είναι χαμηλή ή δυνατή; Αυτό που χρειάζεται είναι να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα πώς θα σταματούσαν. Τώρα πια δεν το πιστεύω. Θα μου χρειάζονταν κι άλλοι έρωτες, ίσως. Αλλά τον έρωτα δεν τον παραγγέλνει κανείς”.
Αυτός ο γλυκόπικρος μονόλογος είναι από τα πρώτα κείμενα που έγραψε ο συγγραφέας στα γαλλικά, το 1945.
Τα έργα του Μπέκετ στοιχειοθετούν τη φιλοσοφία της άρνησης μέσα από χαρακτήρες που βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανούσια και παράλογη ύπαρξή τους χωρίς την παρηγοριά της θρησκείας, του μύθου ή των φιλοσοφικών δογμάτων. Κυρίως τα διηγήματά του, που συχνά τα περιγράφουν ως αποσπάσματα παρά ως ιστορίες, μαρτυρούν τον λιτό τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα και την οικονομία της έκφρασης, και το πόσο έντονα ζωγραφίζει τις εικόνες της αποξένωσης και του παραλόγου για να παρουσιάσει αλήθειες αδέσμευτες από κάθε λεκτικό καλλωπισμό. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)