Ο Miguel de Unamuno είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Ισπανούς συγγραφείς στην ιστορία της λογοτεχνίας και η σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg τον ξαναφέρνει κοντά μας. Γεννήθηκε στο Μπιλμπάο της Ισπανίας τον Σεπτέμβρη του 1864 και εκδίδει το πρώτο του βιβλίο (Ειρήνη εν καιρώ πολέμου) το 1897.
Ξεχώρισε για την αντιφατική του υπαρξιστική ιδεολογία και για τον τρόπο γραφής του. Θα τον χαρακτήριζε κανείς πρωτοπόρο, καθώς προτίμησε να μην ακολουθήσει τις παραδοσιακές αρχές του νατουραλισμού και του ρεαλισμού στη γραφή μυθιστορημάτων, όπως ήταν διαμορφωμένες στις αρχές του 20ού αιώνα, εγκαινιάζοντας έναν δικό του τρόπο γραφής μυθιστορημάτων, τα οποία ονόμασε «Νιβόλα» αντί για Νουβέλα.
Η Θεία Τούλα είναι ένα υποδειγματικό έργο του συγγραφέα για τον τρόπο γραφής του, καθώς και την ιδεολογία που κρύβεται πίσω από τις λέξεις, όπως και το ενδιαφέρον του για την ανθρώπινη φύση. Είναι ένα έργο που δίχασε τους κριτικούς, καθώς και το αναγνωστικό κοινό, ένα ακόμα ιδιότυπο χαρακτηριστικό του Ουναμούνο. Όλο το έργο του πραγματώνεται και εκπληρώνεται μέσω μιας αντίφασης που παρότι μοιάζει παράδοξη δε μπορεί να χαρακτηριστεί αδύνατη και στην πραγματική ζωή.
Η πλοκή βασίζεται και εξελίσσεται μέσα από το διάλογο των προσώπων της ιστορίας κι ακόμα περισσότερο, μέσω της ψυχογράφησης των προσώπων αυτών και κυρίως της πρωταγωνίστριας, η παρουσία της οποίας επιβάλλεται στους αναγνώστες κιόλας από τον τίτλο. Ενώ ο συγγραφέας επεξεργάζεται αντιφατικά νοήματα και παρουσιάζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, χωρίς να προσπαθεί να την εξηγήσει, η ανάγνωση είναι εύκολη κι ενδιαφέρουσα από την πρώτη σελίδα, καθώς απαιτεί την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη.
Γίνεται ξεκάθαρο ότι ο συγγραφέας θέλει να αποδώσει στο κείμενο πως «το πραγματικό πρόσωπο [ενός ανθρώπου] είναι το εσωτερικό κι από την υποχρέωση αυτού του προσώπου να συμβιβαστεί με τον εξωτερικό κόσμο προκύπτει η διαμάχη από την οποία τρέφεται το μυθιστόρημα». Εκείνο το στοιχείο που απαιτεί και διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη είναι πως η πρωταγωνίστρια δεν περιγράφεται ή αναλύεται από γεγονότα του εξωτερικού κόσμου, από συμβάντα που της συνέβησαν και επέδρασαν στις αντιλήψεις και στον τρόπο σκέψης της. Ο εξωτερικός κόσμος της προβάλλεται μόνο μέσα απ’ ότι πιστεύει η ίδια ότι είναι.
Τελειώνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης αναπόφευκτα τάσσεται είτε υπέρ της Θείας Τούλας, είτε κατά της, αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η απόφαση αυτή μπορεί εύκολα να είναι απόλυτη ή να στηρίζεται με αδιάσειστα επιχειρήματα, το οποίο σημαίνει πως ο συγγραφέας έχει φροντίσει να καλύψει όλες τις πιθανότητες, έχει φροντίσει να αιτιολογήσει κι όχι να δικαιολογήσει αντιδράσεις και γεγονότα, δίνοντας μια πλήρη εικόνα στον αναγνώστη. Αργά ή γρήγορα, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως ίσως αυτός να ήταν ο πρωταρχικός στόχος του συγγραφέα: ο βαθύς διχασμός του αναγνώστη με στόχο έναν ακόμα πιο βαθύ προβληματισμό.
Στο τέλος του βιβλίου, επίσης, ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί πως οι χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν το παράδοξο μιας αντίφασης, όπως προαναφέρθηκε, που δεν είναι άγνωστη, αλλά υπάρχει παντού στην πραγματικότητα: η αντίφαση που βρίσκεται στην χριστιανική πίστη, η αντίφαση ανάμεσα στη γυναίκα του παρελθόντος και στη γυναίκα του παρόντος, η αντίφαση μιας ενάρετης, άμεμπτης ζωής που θέτει το ερώτημα αν είναι όντως ζωή και μια σειρά αλληλένδετων εννοιών που εμπεριέχουν και διαδέχονται η μία την άλλην.
Όλα όσα κατακλύζουν τον αναγνώστη και τον προϊδεάζουν ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου, είτε για τον χαρακτήρα του συγγραφέα και την ισχυρή προσωπικότητα του, είτε τις συμβολικές παραπομπές του και τις αντιλήψεις του περί διαφοράς Νιβόλας και Νουβέλας, είτε αν η Θεία Τούλα και το άμεμπτο υπόδειγμα αυτής θα μπορούσε να υπάρξει στην πραγματική ζωή, ξεκαθαρίζονται ως το τέλος του.
Εκείνο που εν τέλει επιθυμεί ο Ουναμούνο να αναδείξει μέσω του προσώπου της Χερτρούδις, της ιέρειας, της Θείας Τούλας είναι η διακαής κι αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει αυτό που θέλει ώσπου να καταλάβει ότι είναι μόνο αυτό που μπορεί να είναι.
Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο καταφέρνει να παντρέψει σε ένα κείμενο την Ισπανία με τη θρησκεία και την ανθρώπινη φύση με τη λογοτεχνική δημιουργία.
«Τη Ρόσα και όχι την αδελφή της τη Χερτρούδις -που έβγαινε πάντα μαζί της από το σπίτι- πολιορκούσε ο Ραμίρο ρίχνοντάς τους ματιές γεμάτες επιθυμία. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι δυο τους…»
Η ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που μένει ανύπαντρη για να φροντίσει τα παιδιά της πεθαμένης αδελφής της. Ζει με τον κουνιάδο της, αλλά αρνείται να τον παντρευτεί, μη θέλοντας να σπιλώσει με το συζυγικό καθήκον το χώρο όπου αναπνέουν αέρα αγνότητας τα «παιδιά της». Είναι παρθένος-μητέρα. Ένας χαρακτήρας παράδοξος, πολύπλοκος, αμφιλεγόμενος… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο)
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδόσεις: Gutenberg