«Θα με αγαπούσες ακόμα και αν ήθελα να σε φάω;»
Μπορεί κανείς έκπληκτος να παραξενευτεί με την παραπάνω ερώτηση, όμως είναι κρίσιμο να προσέξει το νόημα πέραν αυτής. Γιατί, αλήθεια, ποιος δε θα ήθελε να κατανοηθεί και να αγαπηθεί συμπεριλαμβανομένων όλων των σκοτεινών πτυχών του κι εκείνων που τον ντροπιάζουν και τον βασανίζουν; Αυτό ακριβώς το ερώτημα θέτει πρωτίστως και το Bones and All του Luca Guadagnino.
Σύνοψη
Συγκεκριμένα, η κεντρική πλοκή βρίσκει την έφηβη Μάρεν, που μαθαίνει πώς να επιβιώνει μέσα στα όρια της κοινωνίας, και τον Λι, έναν περιπλανώμενο νεαρό, οι οποίοι συναντιούνται και ξεκινούν ένα ταξίδι χιλίων μιλίων στους επαρχιακούς δρόμους, τις κρυφές σήραγγες και τις καταπακτές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειές τους, όλοι οι δρόμοι οδηγούν πίσω στην τρομακτική ταυτότητα του κανιβαλισμού τους, αλλά και σε μια τελική στάση που θα καθορίσει αν η αγάπη τους μπορεί να αντέξει τη διαφορετικότητά τους.
Ο κανιβαλισμός ως σύμβολο
Η Μάρεν (Taylor Russell) και ο Λι (Timothée Chalamet) είναι κανίβαλοι. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της ταινίας συναντούν και άλλα άτομα του είδους τους, μερικά πιο σκοτεινά από τα υπόλοιπα. Ωστόσο, ο κανιβαλισμός στην προκειμένη δεν είναι παρά ένα μέσο με το οποίο ο σκηνοθέτης καταφέρνει να συμβολίσει τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου, η οποία προξενεί συχνά την ενοχή και τη μοναξιά. Με έναν ακραίο παραλληλισμό, το Bones and All εκθέτει την ανάγκη της ανθρώπινης φύσης για αποδοχή αλλά και τον φόβο της απόρριψης, τις σκοτεινές εκδοχές του ανθρώπου και ταυτόχρονα την ομορφιά που δύναται να πηγάσει από αυτές.
Δήλωση του σκηνοθέτη
Όπως ακριβώς αναφέρεται και στην επίσημη σελίδα του φεστιβάλ Βενετίας, ο Λούκα Γκουαντανίνο επιβεβαιώνει τα παραπάνω μέσα από τα λόγια του: «Υπάρχει κάτι στους αδικημένους, στους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας που με ελκύει και με συγκινεί. Αγαπώ αυτούς τους χαρακτήρες. Η καρδιά της ταινίας είναι τρυφερή και στοργική απέναντί τους. Με ενδιαφέρουν τα συναισθηματικά τους ταξίδια. Θέλω να δω πού βρίσκονται οι πιθανότητες γι’ αυτούς, μπλεγμένοι μέσα στην αδυναμία που αντιμετωπίζουν. Η ταινία είναι για μένα ένας διαλογισμός για το ποιος είμαι και πώς μπορώ να ξεπεράσω αυτό που νιώθω, ειδικά αν είναι κάτι που δεν μπορώ να ελέγξω μέσα μου. Και τέλος, και το πιο σημαντικό, πότε θα μπορέσω να βρω τον εαυτό μου στο βλέμμα του άλλου;»
Πράγματι, μέσα από γαλήνια, αργά πλάνα όμως συνάμα ανατριχιαστική δράση, ο Γκουαντανίνο καταφέρνει να μπερδέψει, αρχικά, τον θεατή. Και αυτό γιατί κάθε σεκάνς εμπεριέχει δίπολα συναισθημάτων και εικόνων. Ο ερωτισμός συνυπάρχει αρμονικά με το φρικαλέο στοιχείο, η αποδοχή με την ενοχή, αλλά και ο θάνατος με την ομορφιά, δίπολα τα οποία κορυφώνονται μέχρι το τέλος της ταινίας, αφήνοντας τον θεατή να απορεί. Όχι για τη θέση του απέναντι στην υπόθεση, ούτε καν στον κανιβαλισμό αυτόν καθ’ αυτόν, τουναντίον απέναντι στην αποδοχή του προς το διαφορετικό, το τρομακτικό, το ανθρώπινο.
Και καθώς οι σωστές απαντήσεις προϋποθέτουν τις σωστές ερωτήσεις:
«Θα με αγαπούσες ακόμα και αν σε τρόμαζα;»
Δείτε το τρέιλερ εδώ: