Στη ζοφερή πόλη της Μπουφαλόρα (κάπου στην επαρχιακή Ιταλία) η νύχτα είναι μεγάλη και το τοπικό κοιμητήριο καταραμένο με εκείνους που -σύμφωνα και με την επιγραφή στις πύλες εισόδου- θάβονται και ξαναγεννιούνται («For those who will rise again»). Ο Francesco Dellamorte (Rupert Everett) ή «ευνούχος» σύμφωνα με μια παρέα εφήβων της γειτονιάς, είναι ένας μοναχικός, ρομαντικός αλλά ταυτοχρόνως κυνικός νεαρός φύλακας -και όχι μηχανικός όπως συχνά πυκνά δηλώνει για εκείνους που ενδέχεται να παρεξηγήσουν- που ασχολείται επιμελώς με την ασφάλεια του νεκροταφείου πλάι στον εκκεντρικό του συνεργάτη, Gnaghi. Αγαπά ιδιαιτέρως να διαβάζει τηλεφωνικούς καταλόγους σβήνοντας ονόματα νεκρών από την λίστα του, να συναρμολογεί κρανία και προπαντός: θα έδινε την ζωή του… για να ήταν νεκρός. Ο Gnaghi από την άλλη, πιο απλός και αγαθός, συνεννοείται μονάχα με επιφωνήματα και κρατά πιστή συντροφιά στον Francesco κατά το δύσκολο αυτό έργο.
Όταν αποχωρούν οι επισκέπτες, τα αγαπημένα τους πρόσωπα ζωντανεύουν σε μορφή ζόμπι (άλλα ομορφότερα, άλλα πιο προσιτά και αντιστρόφως) και ο ρόλος του εκτελεστή έχει φορτωθεί στον Francesco και τον αξιαγάπητο συνεργάτη και φίλο του. Σύμφωνα με το «gimmick» της ταινίας, οι νεκροί πρέπει να χτυπηθούν ή να πυροβοληθούν στο κεφάλι προτού προλάβουν να καταβροχθίσουν κάποιον ζωντανό και εξαπλώσουν την επιδημία. Σε αυτό το σημείο, νεκροί και ζωντανοί είναι το ίδιο και το αυτό για τον πρωταγωνιστή ο οποίος πολλές φορές προτιμά να συντροφεύει τους πεθαμένους, παρά να συναναστρέφεται με τους ζωντανούς, καθότι ως γνωστών είναι δυσκολότεροι στην μεταχείριση. Ήδη με δυσκολία καταφέρνει να κουμαντάρει μια παρέα ντόπιων μηχανόβιων νεαρών από τους οποίους καθημερινά πέφτει θύμα bullying, εξού και το παρατσούκλι με τον οποίο τον έχουν βαφτίσει.
Όμως μια γκρίζα μέρα σαν όλες τις άλλες, ο Francesco θα αφήσει προς στιγμήν πίσω του όλα τα βαρετά προβλήματα της μίζερης καθημερινότητας και θα εστιάσει στο πιο όμορφο πλάσμα που έχει δει στη ζωή του: μια χήρα καλλονή που επισκέπτεται τον νεκρό της ηλικιωμένο σύζυγο και τυχαίνει να λατρεύει το μακάβριο όσο και ο σκοτεινός μας πρωταγωνιστής. Πριν καν προλάβει να συνειδητοποιήσει την απότομη αλλαγή της τύχης του, το ερωτικό του ενδιαφέρον δολοφονείται φρικαλέα από τον σύζυγό της, όταν αντιληφθεί ότι η αγαπημένη του γυναίκα τον απατάει μπροστά στα νεκρά του μάτια. Έπειτα από έναν ακόμη θάνατο για τον Francesco, η ζωή στο κοιμητήριο της Μπουφαλόρα συνεχίζεται επακριβώς όπως και πριν σε μια συνεχή λούπα αδιαφορίας και μια ζωή μέσα σε μια μόνιμη κατάψυξη. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ένιωσε εκείνη τη στιγμή δεν παύει να χάθηκε απλώς ένα ακόμη κορμί… Άλλωστε, κάποια στιγμή όλοι θα έρθουμε σε αυτή τη «στατική» θέση.
Το ιδιοφυές «Dellamorte Dellamore» (με αγγλικό τίτλο: «Cemetery Man») είναι βασισμένο στο ομότιτλο λογοτεχνικό έργο του Ιταλού συγγραφέα, δημοσιογράφου και κομίστα, Tiziano Sclavi, ενώ η εμβληματική φιγούρα του Dellamorte έχει βαθιές ρίζες στην εξίσου αξιοσημείωτη δουλειά του δημιουργού, μια σειρά κόμικ με τίτλο: «Dylan Dog». Κάτι απαράμιλλα ελκυστικό πάνω του είναι και που κίνησε το ενδιαφέρον του Michele Soavi και τον έκανε να πιστέψει σε εκείνον και την ιστορία του, με τον οποίο και οικοδόμησαν μια από τις σπουδαιότερες ταινίες τρόμου της δεκαετίας του ‘90.
Πρόκειται για έναν σκηνοθέτη που έσκασε σαν φωτοβολίδα και έμεινε στην ιστορία του για την σύντομη μεν, διόλου αμελητέα δε, σόλο καριέρα του στο σκηνοθετικό κουπί, ένα από τα αγαπημένα «παιδιά» του ιταλικού τρόμου που είχε σαν πατέρες και προπάτορες όλους τους μαέστρους του είδους (Argento, Fulci, Mario και Lamberto Bava, D’Amato). Μετά την πρώτη του μεγάλου μήκους απόπειρα κι -εν τέλει- επιτυχία, το «Stage Fright» του 1987, τα «Church» και «Devil’s Daughter» (aka «The Sect»), ο Soavi ετοιμάζεται για την μεγαλύτερη ταινία στη φιλμογραφία του που έρχεται και αφήνει το στίγμα της το σωτήριο έτος, 1994. Στον ρόλο του πρωταγωνιστή, ένας νεαρής ηλικίας Rupert Everett με αγγλική φινέτσα, ευρωπαϊκή γοητεία και μαύρο χιούμορ, ενσαρκώνει τον Ιταλό Dellamorte, έναν χαρακτήρα-παζλ που κάνει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθ’ όλη την πλοκή να φαίνεται σαν μια ακόμη γουλιά νερό από το ακριβό και ντελικάτο ποτήρι του.
Ένα σημαντικό μέρος της επιτυχίας του «Dellamorte Dellamore» έγκειται στο αναπολογητικά ψυχρό του χιούμορ που δένει σε απόλυτη αρμονία με τον τρόμο (είδος στο οποίο ο Soavi έχει κάνει διδακτορικό) και εναποθέτει ένα αριστουργηματικό αποτέλεσμα, που όπως φαίνεται ολοκάθαρα επηρέασε μυριάδες δημιουργών μετέπειτα που επιχείρησαν να αποδομήσουν την έννοια του εκσυγχρονισμένου «goth». Σε αυτή του την σκηνοθετική προσπάθεια, διακρίνουμε έναν Soavi μακράν πιο δημιουργικό, connoisseur και σίγουρο για την τέχνη του, που φανερώνει όλες του τις συναρπαστικές πτυχές. Αποφεύγει κάθε λογής κλισέ και με ειλικρίνεια στέκεται αντιμέτωπη με το είδος που για ακόμη μια φορά χρονολογικά βρίσκεται σε ύφεση, ως μια ιστορικά και αισθητικά σημαντική «στάση» στο σινεμά και όχι απλώς στο σινεμά τρόμου.
Καλό και κακό, ηλιοφάνεια και κακοκαιρία, ρομαντισμός και μηδενισμός, έρωτας και θάνατος, δεν υπήρξαν ίσως ποτέ άλλοτε πιο συγκεχυμένα στο μυαλό και την υπόσταση ενός κεντρικού ήρωα της μεγάλης οθόνης. Ένας σεξπιρικός ήρωας φανερά βγαλμένος από νουβέλα, με λογοτεχνικό λόγο, αριστοκρατικό στόμφο που αρμόζει και με το παραπάνω στον ρόλο ενός σωστού αφηγητή-πρωταγωνιστή ο οποίος μετά από οποιαδήποτε εμπειρία του καταλήγει με μαθηματική ακρίβεια στο ίδιο σημείο εκκίνησης και ξεκινά ξανά για τον επόμενο «γύρο» αφού κάθε φορά βγαίνει «knock-out». Ένας ήρωας που τελικά δεν παίρνει στις πλάτες του τίποτα παραπάνω από μια ταινία με ζόμπι… ή μια κατάμαυρη κωμωδία με ανορθόδοξο χιούμορ… ή ένα υπαρξιακό δράμα… ή μια ρομαντική ταινία… Όπως και να’ χει αν πράγματι η ταινία αφορά ένα ρομάντζο, αυτό απεικονίζεται ξεκάθαρα στον πρωταγωνιστή και την εμμονή του με τον θάνατο ή αλλιώς την εμμονή του με τους ζωντανούς και την αδήριτη ανάγκη του να τους βάλει σε παραλληλόγραμμα κουτιά κάτω από το έδαφος. Εκεί όπου έχει πραγματικά τον έλεγχο και τα πάντα μπαίνουν σε μια τάξη. Όπως σε ένα βιντεοπαιχνίδι με το οποίο έχεις πωρωθεί και παίζεις όλη μέρα κάθε μέρα, ο Francesco ενίοτε μπερδεύει την πραγματικότητα με πίστα την οποία αν τερματίσεις μπορεί να ανακαλύψεις και τον υπόλοιπο κόσμο. Εκτός κι αν αυτός, δεν υπάρχει!
Δείτε το trailer της ταινίας εδώ: