Το 2009, το σκηνοθετικό ζευγάρι Hélène Cattet και Bruno Forzani, μας έδωσαν με το πρώτο τους ντεμπούτο («Amer»), την ευκαιρία να απολαύσουμε μια διαφορετική -για τα δεδομένα του σήμερα- ταινία, ως φόρο τιμής στα αγαπημένα μας giallo.
Φανερά επηρεασμένοι από τους «μαέστρους» του ιταλικού horror σινεμά, τον Dario Argento, τον Mario Bava και τον Lucio Fulci (ίσως και μερικά ψήγματα από τον Joe D’Amato), προτείνουν την ανάδειξη ενός παλαιότερου είδους, ως νέο. Φυσικά από το «Amer» δεν απουσιάζουν οι «τρελές» τεχνικές των κλασσικών giallo (απότομα zoom in και zoom out, μυστηριώδη κοντινά πλάνα, αισθησιασμός και εμφαντικά χρώματα), με μερικές ακόμη προσωπικές πινελιές ελάχιστων διαλόγων (που αποτελούνται από μια μίξη γαλλικής και ιταλικής γλώσσας) και επιληπτικού μοντάζ.
Προσωπικά, θεωρώ το «Amer» περισσότερο κοντά στις ταινίες του Bava, καθ’ ότι το δίδυμο σκηνοθεσίας μοιάζει να νοσταλγεί συγκεκριμένες ταινίες του επιτυχημένου σκηνοθέτη, σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ταινίας. Συγκεκριμένα, το πρώτο της κομμάτι (παρ’ ότι μας θυμίζει αρκετά τα χρώματα του «Suspiria» και του «Inferno») αλλά και τα επόμενα δύο, που αναφέρονται συχνά στο αριστουργηματικό «Lisa and the Devil». Επιδιώκοντας μια αβίαστη ροή στην θέαση της, ίσως να είναι ευκολότερο να χωρίσουμε τμηματικά την ταινία ως τρεις μεμονωμένες ταινίες μικρού μήκους.
Segment one
Το πρώτο σκέλος της ταινίας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελεί μια άτυπη συνέχεια στην τελευταία ιστορία του «Black Sabbath» του Mario Bava. Μια τριμελής οικογένεια (η μητέρα, ο πατέρας και η μικρή τους κόρη), βρίσκεται σε πένθος για τον θάνατο του παππού. Αποσκοπώντας στο να βγάλουμε πόρισμα για το τι πραγματικά συμβαίνει στην πλοκή, παρακολουθούμε με δέος την ανήλικη Ana (η κόρη) και τον τρόπο που βιώνει την απώλεια μέσα από τα δικά της μάτια. Η ατμόσφαιρα εκτός από τα ψυχεδελικά χρώματα, περιλούζεται και με άπλετο μυστήριο και ο μόνος τρόπος να ξεδιαλύνουμε τα στοιχεία που μας δίνονται, είναι να ακολουθήσουμε το μικρό κορίτσι να περιπλανιέται σε ένα πελώριο σπίτι και να «ξεσκαλίζει» αντικείμενα. Η μυστηριώδης παρουσία μιας μαυροφορούσας φιγούρας που κάνει συχνά πυκνά την εμφάνιση της, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για την γιαγιά, η οποία φέρεται σαν μάγισσα που συσχετίζεται με κάποια δύναμη του κακού. Η τρομακτική όψη του νεκρού παππού στο κρεβάτι, η αλυσίδα του που μοιάζει να κρύβει μια ύπουλη δύναμη του κάτω κόσμου, η «αιωρούμενη» αίσθηση ότι το σπίτι περιβάλλεται από πνεύματα (εξού και το συχνό άκουσμα της σταγόνας που πέφτει από το πουθενά και μας «τρυπάει» τα αφτιά) και τα έντονα χρώματα που υπερισχύουν, ίσως να παραπέμπουν πολύ στην προαναφερθείσα ταινία του θρυλικού σκηνοθέτη, Bava, εντούτοις, ενδέχεται να είναι απλώς παραπλανητικά. Μετά από μια αλλόκοτη εμπειρία, η μικρή τρέχει τρομαγμένη στο δωμάτιο των γονιών της, όπου γίνεται θεατής μιας προσωπικής τους στιγμής, κάτι που φαίνεται να την «τραυματίζει» ψυχολογικά. Και κάπως έτσι τελειώνει και το πρώτο μέρος της ταινίας.
Segment two
Το δεύτερο σκέλος, ανοίγει με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σεκάνς για το πέρασμα της πρωταγωνίστριας από την παιδική στην εφηβική ηλικία. Δύο γοητευτικές κυρίες, η μητέρα και η κόρη, βολτάρουν ως δυο αιθέριες υπάρξεις στην γαλλική επαρχία, κατευθυνόμενες προς το κομμωτήριο. Παρακολουθούμε μια «σιωπηλή» διαμάχη ανάμεσα σε μια ώριμη γυναίκα που χάνει την αίγλη της νιότης και σε μια φρέσκια νεανική παρουσία, από την οποία αισθάνεται ότι απειλείται. Ακολουθεί μια κωμική πανδαισία πλάνων, από όπου εκλαμβάνουμε την αμοιβαία ζήλεια δύο γοητευτικών γυναικών, με σκοπό τα ανδρικά βλέμματα. Στην συνέχεια, η νεαρή χάνεται από τα μάτια της μητέρας της και καταλήγει απομονωμένη ανάμεσα σε μια «συμμορία» μηχανόβιων που εκμεταλλεύονται την ντροπαλότητα και το νεαρό της ηλικίας της. Τέλος, την βρίσκει η εκνευρισμένη μητέρα της και εκεί κλείνει και το δεύτερο μέρος της ταινίας.
Segment three
Η ενήλικη Ana, ταξιδεύει ταραγμένη οδεύοντας προς το εγκαταλελειμμένο πατρικό της, με σκοπό την ανακαίνιση του. Μετά από μια σειρά βιωμάτων της ηρωίδας, θα ήταν αδύνατο να αρνηθούμε ότι έχουμε πλέον «δεθεί» με τον χαρακτήρα. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την ασυνήθιστη συμπεριφορά της και τις ιδιότυπες φαντασιώσεις της απέναντι στο αντρικό φύλο, που παρ’ όλα αυτά μοιάζει να φοβάται. Καταφτάνοντας στο αρχοντικό, αντικρίζει ένα σκονισμένο μνημείο μουσειακού χαρακτήρα, έναν χαοτικό κήπο, σκουριασμένα παράθυρα και σπασμένα αγάλματα. Εκτός από αυτά, αντιλαμβάνεται και μια ανεπιθύμητη παρουσία ενός μανιακού δολοφόνου, βγαλμένο κατευθείαν από ταινία του Argento. Με πιο ήπια χρώματα πλέον, κυριαρχεί το βαθύ μπλέ και η απουσία διαλόγων καλύπτεται με χαρακτηριστική giallo ηλεκτρονική μουσική υπόκρουση. Έως ότου να ξημερώσει, η Ana παλεύει στο ημίφως με τον δολοφόνο που την κυνηγάει, ενώ ακολουθεί ένα ενδιαφέρον plot twist, το οποίο δίνει στην ιστορία έναν άλλο χαρακτήρα.
Οι τρεις ιστορίες φαίνονται ασύνδετες εκ πρώτης όψεως, με κοινό παρονομαστή αποκλειστικά την Ana. Παρ’ όλα αυτά, ο επίλογος της ταινίας και η ανατροπή του, βγάζει στο φως μια άλλη πτυχή για το τι ακριβώς παρακολουθούμε, για την οποία ίσως και να είχαμε μια υπόννοια από την αρχή. Η αλήθεια είναι ότι από το να βλέπουμε τρεις ιστορίες χωρίς συνοχή, θα αποτελούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον να έχει κάποια ουσία η θέαση ολόκληρου του έργου, ακολουθώντας την ζωή μιας ψυχικά διαταραγμένης γυναίκας, προσπαθώντας να αιτιολογήσουμε την συμπεριφορά της και ίσως και να ανακαλύψουμε μαζί τα ψυχικά «τραύματα» που υπέστει και τα γεγονότα που την στιγμάτισαν ώστε να έχει αυτή την κατάληξη. Αυτό ακριβώς αντιλαμβανόμαστε και στο κλείσιμο της ταινίας, αφού λίγο πριν τους τίτλους τέλους αρχίζουμε να αναλογιζόμαστε λίγο εκτενέστερα τα συμβάντα ένα προς ένα.
Ο διάχυτος αισθησιασμός, εδώ κάνει την εμφάνιση του με στοιχεία διαστροφικής και επικίνδυνης χροιάς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η πρωταγωνίστρια το αντιμετωπίζει η ίδια έτσι (εξού και μια μανιέρα συγκεκριμένων πλάνων που λειτουργούν ως σκέψη της), ίσως εξαιτίας κάποιων βιωμάτων της από το παρελθόν. Με αυτό τον τρόπο, δίνεται μια επιπλέον δόση μυστηρίου και ιδιότυπου τρόμου, κάτι που κάνει την ταινία («Amer») ακόμη πιο ενδιαφέρουσα για ανάλυση.
Με διαφορά, η πρώτη ιστορία είναι η περισσότερο ελκυστική, κρίνοντας και από το μήκος της ανάλυσης της σε σύγκριση με τις υπόλοιπες. Όμως, παρακολουθώντας την μέχρι το τέλος είναι μια μαγική εμπειρία και οι «τολμηροί» που θα το καταφέρουν, δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να βγουν «χαμένοι». Αναμφίβολα, το «Amer» δεν πρόκειται για μια ευχάριστη ταινία για μεγάλο ποσοστό του κοινού, όμως είναι σίγουρα μια ευχάριστη «παρένθεση» στα τετριμμένα του σήμερα.
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: