Ο Tom Ford είχε κατηγορηθεί για το κατά τα άλλα επιτυχημένο κινηματογραφικό ντεμπούτο του, «Ένας άνδρας μόνος», ότι ενδιαφέρεται πιο πολύ για το στυλ παρά για την ουσία. Νομίζω ότι με το «Νυκτόβια Πλάσματα» αντικρούει αυτόν τον ισχυρισμό, αντιπαραβάλλοντας το στιλιζαρισμένο κόσμο της πρωταγωνίστριάς του με ένα φανταστικό σύμπαν πολύ πιο σκοτεινό, βίαιο και απρόβλεπτο. Η δεύτερή του ταινία είναι ένα πολυδιάστατο δράμα/θρίλερ με στοιχεία film-noir και αξιόλογες ερμηνείες από τους ηθοποιούς του , ειδικά τον Aaron Taylor-Johnson και τον Michael Shannon που κλέβουν την παράσταση σε δεύτερους ρόλους.
Η πλοκή της ταινίας αποτελείται από δύο, ίσως και τρεις, παράλληλες αφηγήσεις. Η Susan (Amy Adams) είναι μια επιτυχημένη ιδιοκτήτρια γκαλερί, που έχει αρχίσει να ασφυκτιά και να αισθάνεται «παγιδευμένη» στο γάμο της. Ένα βράδυ που βρίσκεται και πάλι μόνη στο σπίτι, αφού ο άντρας της λείπει συχνά, λαμβάνει ένα δέμα από τον πρώην σύζυγό της , τον οποίο έχει είκοσι χρόνια να δει. Το δέμα περιέχει το καινούριο του μυθιστόρημα, που τιτλοφορείται «Νυκτόβια Πλάσματα» και είναι αφιερωμένο σε εκείνη. Η δεύτερη αφήγηση λοιπόν, είναι η πλοκή αυτού του μυθιστορήματος, μιας θλιβερής και βίαιης ιστορίας για έναν άντρα, τον Tony (Jake Gylenhaal) που ένα ταξίδι με την οικογένειά του πήρε αναπάντεχη κι επικίνδυνη τροπή. Διαβάζοντάς το, η Susan αναγνωρίζει αλληγορικές ομοιότητες ανάμεσα στη βιαιότητα του βιβλίου και στην κοινή της ζωή με τον πρώην άντρα της (που υποδύεται επίσης ο Jake Gylenhaal) και, ενθυμούμενη αυτά τα περιστατικά, έρχεται αντιμέτωπη με πράγματα που έκρυβε μέσα της για χρόνια.
Η Amy Adams δίνει άλλη μια αξιόλογη, εσωτερική ερμηνεία στο ρόλο της ανικανοποίητης και μοναχικής Susan, ενώ ο Jake Gylenhaal που κρατά το διπλό ρόλο του πατέρα του μυθιστορήματος και του συγγραφέα-πρώην συζύγου της, είναι επίσης ικανοποιητικός. Αυτοί που πραγματικά ξεχωρίζουν όμως, είναι ηθοποιοί που κάνουν συγκριτικά πιο σύντομα περάσματα από την οθόνη. Ο Michael Shannon, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, υποδύεται μοναδικά έναν σκληροτράχηλο αστυνομικό στο σύμπαν του βιβλίου, ενώ ο βραβευμένος με Χρυσή Σφαίρα Aaron Taylor-Johnson ερμηνεύει με πειστικότητα έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο από ότι τον έχουμε συνηθίσει, εκείνον ενός εντελώς παρανοϊκού εγκληματία. Ακόμα και η Laura Linney, που εμφανίζεται μόνο για δέκα λεπτά στο ρόλο της απαιτητικής και ακριβοθώρητης μητέρας της Susan, είναι εξαιρετική (αν και μόλις δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τη γυναίκα που υποδύεται την κόρη της!).
Το προηγούμενο σκηνοθετικό πόνημα του Ford, το «Ένας άνδρας μόνος » του 2009 ήταν μια ταινία για τη μοναξιά και την απώλεια, και το «Νυκτόβια Πλάσματα» κινείται σίγουρα σε διαφορετικά πλαίσια. Αν κάποιος χαρακτήρας μοιάζει στο θλιμμένο καθηγητή που υποδυόταν ο Colin Firth σε εκείνη την ταινία, αυτός είναι η Susan, που αντιμετωπίζει τη δουλειά της στην γκαλερί αλλά και το γάμο της μηχανικά. Το μυθιστόρημα του πρώην συζύγου της είναι μόνο η αφορμή για να αρχίσει να αναρωτιέται αν έκανε τις σωστές επιλογές στη ζωή της. Η πιο καταιγιστική πλοκή του μυθιστορήματος είναι η ιστορία ενός εγκλήματος και η απελπισμένη προσπάθεια ενός ανθρώπου που τα έχασε όλα να πάρει εκδίκηση, και ο Ford αποδεικνύεται ικανός για να διαχειριστεί σκηνοθετικά και τις δύο ιστορίες.
Άλλωστε, βασίστηκε σε σενάριο που έγραψε ο ίδιος, διασκευάζοντας το μυθιστόρημα «Tony and Susan» του Austin Wright από το 1993. Ο Ford δήλωσε ότι αυτό που του κέντρισε το ενδιαφέρον στο βιβλίο ήταν η ιδέα της επικοινωνίας με κάποιον άλλον μέσω ενός έργου μυθοπλασίας. Πώς δηλαδή ο συγγραφέας της ιστορίας έγραψε ένα μυθιστόρημα για να πει στην πρώην γυναίκα του όλα αυτά που δεν τολμούσε να της πει ξεκάθαρα για χρόνια. Αυτό είναι και το κεντρικό θέμα της ταινίας, στο οποίο έμεινε πιστός.
Όσον αφορά τους τεχνικούς τομείς, η φωτογραφία του Seamus McGarvey αναδεικνύει υποδειγματικά την ψυχρή, αποστειρωμένη τελειότητα του κόσμου της Susan, αλλά και τα αχανή τοπία του Τέξας (έρημος της Καλιφόρνια στην πραγματικότητα) στα οποία διαδραματίζεται η εγκιβωτισμένη ιστορία. Η μουσική του Abel Korzeniowski μπορεί να μην είναι πολύ πρωτότυπη, αλλά δίνει αποτελεσματικά ένταση στις σκηνές που πρέπει. Και τέλος, παραδόξως, αν και σχεδιαστής μόδας ο ίδιος, ο Ford άφησε την επιμέλεια των κοστουμιών στην Arianne Phillips, που έκανε επίσης αξιόλογη δουλειά, κυρίως στην προβολή των δύο πλευρών της Susan: το κομψό και δυναμικό προσωπείο που δείχνει στον κόσμο, σε αντίθεση με τη γυναίκα από πίσω, που βασανίζεται από αμφιβολίες και ενοχές.
Εν τέλει, το «Νυκτόβια Πλάσματα» είναι μια πολύ ατμοσφαιρική ταινία, με αξιοσημείωτες ερμηνείες κι ένα αινιγματικό τέλος που επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Ας ελπίσουμε ο Tom Ford να αρχίσει να ασχολείται πιο συχνά με τον κινηματογράφο, αφού παρά την τελειομανία και το στιλιζάρισμα που του καταλογίζουν, ιδέες, που στα χέρια κάποιου άλλου θα μπορούσαν να καταλήξουν κλισέ, στα δικά του καταφέρνουν να ξεχωρίσουν.