
Κι ενώ όλα ξεκίνησαν με το σκεπτικό να δεις μια μικρή – και συνάμα κλασική ταινία – λίγο πριν κοιμηθείς, καταλήγεις να αναστοχάζεσαι και να καταλαβαίνεις γιατί η Μποφίλιου μετράει ανθρώπους. Το “Stand By Me” του Rob Reiner (“When Harry Met Sally”, “Misery”, “The Princess Bride”) είναι μια “ζεστή” coming of age ταινία των 80s με τους ακόμα αμούστακους River Phoenix και Wil Wheaton (Star Trek: The Next Generation), και τους τότε νέους Kiefer Sutherland και John Cusack. Η ταινία συγκαταλέγεται ανάμεσα στα φιλμ ενηλικίωσης που πρέπει να δεις οπωσδήποτε κάποια στιγμή στη ζωή σου και δικαίως θα συμπληρώσουμε εμείς, καθώς επιτελεί τον σκοπό της με πολύ σωστό και πάνω απ’ όλα wholesome τρόπο.
Καλοκαίρι, ανεμελιά κι “αλητεία”
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 σε μια μικρή πόλη του Μέιν των ΗΠΑ κι ο 12χρονος Ρέι αγνοείται. Οι φήμες λένε ότι το αγόρι είναι νεκρό και το άψυχο σώμα του βρίσκεται κάτι χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Τέσσερις φίλοι, ο Κρις (River Phoenix), ο Γκόρντι (Wil Wheaton), ο Τέντι (Corey Feldman) κι ο Βερν (Jerry O’ Connell) θα ξεκινήσουν με τα δισάκια τους ένα περιπετειώδες ταξίδι, ψάχνοντας τον Ρέι. Πέρα από την παιδική περιέργεια, αυτό που τους κινητοποιεί είναι να γίνουν “ήρωες” της πόλης και να ξεπλύνουν τη ρετσινιά του outcast που ο καθένας έχει πάνω του για διαφορετικους λόγους. Ο Κρις θεωρείται καμμένο χαρτί, ο Γκόρντι μετά τον θάνατο του αδερφού του (John Cusack) εισπράττει μόνο την αδιαφορία των γονιών του, ο Τέντι χλευάζεται ως “τρελάκιας” επειδή ο πατέρας του γύρισε από τον πόλεμο με PTSD κι ο Βερν είναι ο γνωστός “καρπαζο-εισπράκτορας”. Οι τέσσερις φίλοι δεν είναι οι μόνοι που θέλουν να “καθαρίσουν” το όνομα τους και τελείως απρόσμενα θα αποκτήσουν “παρέα”, η οποία ωστόσο δεν έχει και τις καλύτερες προθέσεις.
Μέσα από τη σύντομη περιπέτεια των τεσσάρων αγοριών βλέπουμε μια φιλία που έχει χτιστεί πάνω σε γερές βάσεις και πληροί όλα τα κριτήρια της κλασικής αγοροπαρέας – πειράγματα, καβγάδες που λύνονται με ένα high five, μηδαμινή αίσθηση κινδύνου, αδιαμφισβήτη πίστη και φυσικά τήρηση του άτυπου bro code. Η ταινία αναδεικνύει με πολύ ρεαλιστικό τρόπο την ψυχοσύνθεση του μέσου προέφηβου, τις δοκιμασίες που καλείται να αντιμετωπίσει και τις κακές συνήθειες στις οποίες μπορεί να υποπέσει. Παράλληλα, όμως, καταφέρνει να περάσει την ξεγνοιασιά και την αθωότητα που είναι συνυφασμένες με αυτή την ηλικία και να δημιουργήσει ένα αίσθημα αναπόλησης – πράγμα ειρωνικό δεδομένου ότι το σενάριο είναι βασισμένο σε βιβλίο του Stephen King, γνωστός κι ως “βασιλιάς του τρόμου”.

Κάτι παραπάνω από μια ιστορία για τέσσερα 12χρονα
Με μια πρώτη ανάγνωση το “Stand By Me” είναι απλά μια χαριτωμένη ταινία ενηλικίωσης για όλες τις ηλικίες. Ωστόσο, βλέποντας λίγο πιο μακριά από την κυρίως υπόθεση της ταινίας, παρατηρείς πόσο κομβική είναι η εφηβεία στη διαμόρφωση της προσωπικότητας – με τις φιλίες να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο – και πόσο “στη φύση μας” είναι τελικά να χανόμαστε με ανθρώπους. Χωρίς να γίνει κάποιο spoil, στην ταινία υπάρχει μια φράση (παρμένη αυτούσια από το βιβλίο του King) που σε βάζει σε σκέψεις και σε καλεί να κάνεις ένα reality check στις δικές σου φιλίες – είτε παλιές είτε τωρινές.
“Μερικές φορές αυτό συμβαίνει. Οι φίλοι μπαινοβγαίνουν στη ζωή σου, όπως οι λαντζιέρηδες στα εστιατόρια.”
Boom, mic drop…
Ακούγοντας αυτή την ατάκα δεν γίνεται να μην περάσουν μπροστά σου εικόνες ανθρώπων με τους οποίους πλέον δεν μιλάς καν, ενώ παλιότερα ήταν κομμάτι της καθημερινότητας σου και τους αποκαλούσες “φίλους” σου – και τώρα είναι απλά “γνωστοί” ή αρκείσαι στο “κάναμε παρέα παλιά”. Αλλά, πέρα από τις φιλίες που είχες κάποτε, μπαίνεις στη διαδικασία να αξιολογήσεις κι αυτές που υφίστανται στο τώρα. Πόσο ουσιαστική είναι η σχέση μας; Για τι πράγματα μιλάμε; Νιώθω ότι μπορώ και θέλω να μοιραστώ πράγματα με τους φίλους μου; Πιστεύω ότι θα κατάλαβουν τα προβλήματα και τις έγνοιες μου; Αυτές είναι ίσως μερικές ερωτήσεις που μπορεί να σου περάσουν από το μυαλό (αγωνιστικούς χαιρετισμούς σε όλους τους overthinkers εκεί έξω) και να αναρωτηθείς: αν οι άνθρωποι “χάνονταν” έτσι εύκολα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του ’50, πόσο πιο εύκολο είναι να “χαθείς” με ανθρώπους στις χαοτικές κοινωνίες του σήμερα;
Μάλλον, στις μέρες μας είναι ακόμα πιο εύκολο – ίσως και πιο σύνηθες – να αποξενωθείς από τους άλλους και να ζεις στη φούσκα σου. Σε αυτό “βοηθάνε” πολύ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που περιορίζουν τη συζήτηση σ’ ένα chat, κάνοντας τις από κοντά συναντήσεις πολύ πιο αραιές κι ενδεχομένως αμήχανες – έλα παραδέξου το, με το που υπάρξουν λίγα δευτερόλεπτα ξαφνικής σιωπής, ασυναίσθητα πιάνεις το κινητό σου να δεις την ώρα ή να τσεκάρεις καμιά ειδοποίηση στα γρήγορα. Επίσης, πόσες φορές μπορεί να έχει τύχει να βγεις έξω με άτομα για να περάσεις καλά και να γυρνάς σπίτι σου με ένα κενό, μια αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά. Μπορεί σε πραγματικό χρόνο το small talk να μη σου ξινίζει τόσο, αλλά υποσυνείδητα καταλαβαίνεις ότι κάτι είναι διαφορετικό, ότι οι προτεραιότητες αλλάζουν, ότι το “χάσιμο” είναι προ των πυλών. Και κάπως έτσι οι έξοδοι μειώνονται, οι μήνες περνάνε και το να “πάμε για κανά καφέ” μετατρέπεται σε ένα απλό “ο χρήστης τάδε αντέδρασε στο story σας”.
Από την άλλη βέβαια, οι αλλαγές στη ζωή είναι αναπόφευκτες – το ίδιο κι οι σχέσεις που ξεθωριάζουν στο πέρασμα του χρόνου. Όμως, όσο φυσικό κι επόμενο είναι αυτό να συμβεί, δεν παύει να είναι στενάχωρη η συνειδητοποίηση ότι όλοι είμαστε απίστευτα αναλώσιμοι κι όχι τόσο αναντικατάστατοι όσο θα θέλαμε να είμαστε.
“Αξίζει να τη δω;”
Δεν είναι απαραίτητο να εμβαθύνεις τόσο πολύ και να προβληματιστείς υπερβολικά με το “Stand By Me”, αλλά όπως και να ‘χει είναι μια ταινία που αξίζει τον χρόνο σου, ειδικά αν ψάχνεις μια ποιοτική ταινία με μικρή διάρκεια. Τα πλάνα του Rob Reiner είναι απίστευτα νοσταλγικά και η υποκριτική δεινότητα όλου του καστ τέτοια, που για μιάμιση ώρα περίπου νιώθεις ξανά παιδί, ενώ βαϊμπάρεις με hits των 50s. Εμείς θα τις βάλουμε ένα 4 στα 5 και σου προτείνουμε να τη δεις.
Κι αν ψάχνεις για περισσότερο credibility:
- Letterboxd: 4.3/5
- IMDb: 8.1/10
- Rotten Tomatoes: 92%