Φρικαλέα και άρρωστη βία. Διεστραμμένα ξεκοιλιάσματα, αγχωτικές και στερημένες από καλογουστιά σκηνές δολοφονίας, που περισσότερο σε εξάλειψη της ανθρωπότητας μοιάζουν παρά σε αφαίρεση ζωής. Πράξεις ειδεχθείς που ούτε στον λόγο, ούτε στο χαρτί δεν μπορούν να ειπωθούν δίχως να προκαλέσουν ρίγος σε αυτόν που τις εκφράζει. Αν όλα τα παραπάνω είναι τα συστατικά που ψάχνετε σε μία ταινία, το “The Sadness” είναι αυτό που ψάχνετε. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Rob Jabbaz εξαπολύει στον κόσμο αυτό το μισανθρωπικό και κακόγουστο φιλμ από την Ταϊβάν. Πρόκειται για ένα zombie flick που θα συζητηθεί έντονα τα επόμενα χρόνια. Σε σημεία άρρωστο και σε άλλα απάνθρωπο, αφήνει πίσω του λοιπές ταινίες “ακραίου κινηματογράφου”, όπως το “A Serbian Film” ή και το “Grotesque”.
Πλήρως εκμεταλλευόμενος την πανδημία του κορωνοϊού, ο Jabazz θα δώσει αυτή την ένεση αδρεναλίνης, κατάλληλης αποκλειστικά για γερά στομάχια. Σε μία πόλη της Ταϊβάν, ένα ζευγάρι ο Τζιμ (Berant Zhu) και η Κατ (Regina Lei) προσπαθούν να συνεχίσουν τις ζωές τους εν μέσω πανδημίας. Όταν μία μέρα ο ιός μεταλλαχθεί ξαφνικά και μετατρέψει τα άτομα σε λιβιδινικά όντα που μοναδικός τους σκοπός είναι να υποκύψουν στο “Αυτό”, τις πιο σκοτεινές και απάνθρωπες επιθυμίες τους, οι δυο τους θα προσπαθήσουν τόσο να ξεφύγουν από το χάος όσο και να βρουν ο ένας τον άλλο.
Βία, αποστροφή και πάλι βία
Σε περίπτωση που δεν έγινε κατανοητό, το “The Sadness” είναι για γερά στομάχια. Για βετεράνους του ακραίου κινηματογράφου. Από την πρώτη σκηνή ως και την αυλαία της ταινίας, έχουμε να κάνουμε ένα φιλμ που επιχειρεί να ρουφήξει την οποιαδήποτε ελπίδα του θεατή. Τίποτα δεν είναι ασφαλές από την βία, τίποτα δεν είναι αρκετά ταμπού ώστε να μην καταστρέφεται μπροστά στην κάμερα του Jabbaz. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του. Να προκαλέσει, να ωθήσει όρια. Ίσως και να τα ξεπεράσει. Για κάποιους δεν είναι παρά άλλο ένα ακραίο torture porn. Μία δικαιολογία για το κοινό να απολαύσει την καταστροφή και τον σαδισμό δίχως ενοχές.
Για άλλους. οξεία κριτική της διαχείρισης του κορωνοϊού τόσο σε κυβερνητικό όσο και ατομικό επίπεδο. Ο κόσμος στο “The Sadness” πηγαίνει κατά διαόλου, οι ελάχιστοι επιζήσαντες θα φροντίσουν μόνο τους εαυτούς τους ενώ η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι έχει τον έλεγχο. Μέχρι που θα τον χάσει. Σε επίπεδο μικρόκοσμου, η απομόνωση (κυριολεκτική και μεταφορική) έχει καταφέρει τελειωτικό πλήγμα σε οποιαδήποτε ψευδαίσθηση κανονικότητας. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε σκηνή βίας συμβαίνει όπου είναι μαζεμένοι πολλοί άνθρωποι.
Ένας εφιάλτης παίρνει σάρκα και οστά (κυριολεκτικά)
Ολόκληρη η ταινία φαντάζει σαν να έχει βγει από τον τρομακτικότερο εφιάλτη. Τα πλάνα είναι διαστρεβλωμένα και φαίνονται να είναι πιο αργοπορημένα από την εξέλιξη της ταινίας. Η κάμερα κινείται με ασυνήθιστους και πολλές φορές “αδύνατους” τρόπους, δημιουργώντας την αίσθηση πως είμαστε μάρτυρες σε κάτι που δεν πρέπει να υπάρχει. Αυτή την αίσθηση “λάθους” έρχεται να συμπληρώσει η μουσική επένδυση του φιλμ. Υπόκρουση “αστική”, με οξείς ήχους, σαν σίδερα να τρίβονται μεταξύ τους. Δυνατά τύμπανα και γρήγορο τέμπο ανεβάζουν κατακόρυφα τους παλμούς του θεατή. Είναι πραγματικά ένας εφιάλτης στην κινηματογραφική οθόνη.
Πρόσθεσε σε όλα τα παραπάνω τα αριστοτεχνικά πρακτικά εφέ και τα γαλόνια αίματος και εντοσθίων και έχεις μία συνταγή για πραγματικούς σαδιστές. Πίδακες αίματος που θα ζήλευε και ο Ταραντίνο, προσθετικά α λα Τομ Σαβίνι και σκηνές βασανισμού και αποστροφής με την κάμερα να μην σταματά να καταγράφει ποτέ. Αυτή η επιμονή του σκηνοθέτη να αφήνει την κάμερα και να μην κάνει κατ είναι αυτό που ξεχωρίζει την ταινία. Ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί και θέλεις η κάμερα να κάνει κατ. Αυτό όμως δεν έρχεται ποτέ. Κι όμως δεν γυρνάς από την άλλη. Μήπως δεν είσαι τόσο απομακρυσμένος από τις δικές σου λιβιδινικές ορμές; Αυτό φαίνεται να ρωτάει το “The Sadness” σε όποιον αγόρασε εισιτήριο.