Όταν ο William C. «Stub» Newell αποφάσισε να κατασκευάσει ένα πηγάδι πίσω από την σιταποθήκη του σπιτιού του, δεν περίμενε ότι θα βρεθεί μπροστά σε μια «γιγαντιαία» ανακάλυψη! Στις 16 Οκτωβρίου 1869 οι εργάτες του, ξέθαψαν ένα γιγάντιο ανθρωπόμορφο άγαλμα από γύψο, 3,2 μέτρων. Ο «πετρωμένος άνθρωπος» ονομάστηκε Cardiff Giant. Το όνομα του προήλθε από την περιοχή Cardiff της Νέας Υόρκης, που βρέθηκε, και προσέλκυσε αμέσως το ενδιαφέρον ολόκληρου του κόσμου.
Η ανακάλυψη προφανώς άλλαξε κάθε επιστημονικό ως τότε δεδομένο, μόνο και μόνο για να αποκαλυφθεί αργότερα ότι επρόκειτο για φιάσκο!
Στην πραγματικότητα ο γίγαντας ήταν δημιούργημα του άθεου George Hull, ο οποίος σε μια μεθοδιστική συνάντηση διαφώνησε με το χωρίο της Γέννησης 6:4. Το χωρίο υπαγορεύει πως γίγαντες περπατούσαν κάποτε στη Γη.
Η ιδέα, ωστόσο, του ήρθε αργότερα μετά από την ψευδή επιστολή που δημοσίευσε η εφημερίδα Atlas το 1858, υποστηρίζοντας πως ένας ερευνητής είχε απολιθωθεί μετά την κατάποση υγρού από ένα γεώδες κρύσταλλο. Ο Hull προσέλαβε εργάτες για να κατασκευάσουν ένα γύψινο κορμό λέγοντας τους ότι θα χρησιμοποιούνταν για τη κατασκευή ενός μνημείου του Αβραάμ Λίνκολν. Στην συνέχεια, το μετέφερε κρυφά τον «Cardiff Giant» στο Σικάγο, όπου πλήρωσε τον Edward Burghardt για να του δώσει ανθρώπινη μορφή και για να μην αποκαλύψει το μυστικό. Χρησιμοποίησαν λεκέδες, οξέα και χαλύβδινες βελόνες πλεξίματος ώστε το άγαλμα να μοιάζει αρχαίο και γεμάτο πόρους. Υπολογίζεται ότι ο Hull ξόδεψε 46 χιλιάδες δολάρια.
Το 1868, μετέφερε, μέσω του σιδηρόδρομου, το άγαλμα στο αγρόκτημα του ξαδέρφου του, Newell, και τον επόμενο χρόνο όταν ο Newell ξεκίνησε την κατασκευή του πηγαδιού, ο γίγαντας «αποκαλύφθηκε»! Ο Newell αμέσως εξέθεσε τον γίγαντα έναντι 25 δολαρίων και δύο μέρες μετά έναντι 50 δολαρίων. Τόσο η κοινότητα όσο και ο επιστημονικός χώρος έτρεξαν να δουν από κοντά το έκθεμα.
Σύντομα ξέσπασε διαμάχη. Αρχαιολόγοι και γεωλόγοι θεώρησαν το άγαλμα ως ψεύτικο και σχολίαζαν πως δεν υπήρχε λόγος να κατασκευαστεί πηγάδι στο σημείο αυτό, ενώ θεολόγοι και ιεροκήρυκες υποστήριζαν με σθένος την αυθεντικότητα του. Ο Hull πούλησε το μερίδιο του έναντι 445 χιλιάδων δολαρίων σε μια ομάδα πέντε ανδρών με αρχηγό τον David Hannum και το γλυπτό μεταφέρθηκε στις Syracuse της Νέας Υόρκης για έκθεση. Ο P. T. Barnum προσέφερε 50 χιλιάδες δολάρια για να το αγοράσει και όταν η συνδικαλιστική οργάνωση αρνήθηκε, έφτιαξε ένα δικό του και παρουσίασε αυτό ως αληθινό. Ο Hannum, τότε, έκανε μήνυση στον Barnum, αλλά ο δικαστής απάντησε ότι μόνο ο γίγαντας μπορεί να επιβεβαιώσει την γνησιότητα του. Εν τέλει, ο Hull αποκάλυψε το φιάσκο στις 10 Δεκεμβρίου 1869 και τον Φεβρουάριο του 1870 το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε λόγος να συνεχιστούν οι μηνύσεις μιας και ότι οι γίγαντες δεν είναι αληθινοί.
Παρ’όλα αυτά, ο «Cardiff Giant» συνέχισε να αποτελεί τουριστική ατραξιόν, με λιγότερη όμως δημοτικότητα. Μετά τη σύντομη ζωή του, ως τραπεζάκι του καφέ στο υπόγειο του εκδότη Gardner Cowles, πουλήθηκε το 1947 στο Μουσείο Αγροτών στο Cooperstown της Νέας Υόρκης. Εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα.