
Η ελληνική τέχνη άνοιξε τα φτερά της και απελευθερώθηκε μεταξύ του 6ου και 5ου αι. Οι καλλιτέχνες, στα τέλη του 5ου αιώνα, συνειδητοποίησαν τόσο τη δύναμη που κατείχαν, όσο και τη δεξιοτεχνία που είχαν αναπτύξει. Στη συνείδηση της «υψηλής κοινωνίας» μπορεί να θεωρούνταν ακόμη βιοτέχνες, ωστόσο, όλοι ήταν σε θέση να αντιληφθούν τις διαφορές που επικεντρώνονταν στο ύφος, την παράδοση και τη μεθοδολογία που ακολουθούσαν οι καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνταν στις διάφορες πόλεις του ελληνικού χώρου. Οι «σχολές», κατά κάποιο τρόπο, συναγωνίζονταν μεταξύ τους και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη ποικιλία που υπάρχει σε όλους τους τομείς της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Στην αρχιτεκτονική, η ελληνική τέχνη ανέδειξε διαφορετικούς ρυθμούς που μπορεί να αξιοποιούνταν παράλληλα. Έτσι, ενώ ο Παρθενώνας χτίστηκε σε δωρικό ρυθμό, τα κατοπινά κτήρια, που κόσμησαν το λόφο της Ακροπόλεως, υιοθέτησαν και τον ιωνικό. Στο Ερέχθειο, μάλιστα, ο ιωνικός ρυθμός έφτασε στην τελειοποιημένη του μορφή με λεπτομέρειες, όπως η πλούσια ελικοειδής διακόσμηση των κιονόκρανων, που στέφουν λεπτόκορμους κίονες να δίνουν στον παρατηρητή την αίσθηση μιας ανείπωτης άνεσης και χάρης.
Η ίδια αίσθηση αποπνέεται στη γλυπτική και τη ζωγραφική. Η ελληνική τέχνη, και στη εποχή μετά τον Φειδία, διακρίνεται για την καλή της αισθητική που δεν την εγκατέλειψε ούτε κατά τη διάρκεια του πολέμου, ανάμεσα σε Αθηναίους και Σπαρτιάτες, η λήξη του οποίου οδήγησε στο τέλος της ευημερίας. Όταν, κάποια στιγμή του 408 π.Χ., οι δυο πλευρές αποφασίζουν να κάνουν ανακωχή, οι Αθηναίοι προσφέρουν ένα γλυπτό κιγκλίδωμα στο ναό της Απτέρου Νίκης, όπου διακρίνονται όλες οι καλλιτεχνικές τους κατακτήσεις. Μπορούν, πια, με άνεση να χειριστούν τα υλικά τους και να δώσουν τη μορφή που επιθυμούν, όπως ακριβώς τη θέλουν, με ακρίβεια και πλήρη επίγνωση του τι πράττουν.
Σταδιακά, κατά τον 4ο αι., λαμβάνει χώρα μια αλλαγή στον τρόπο που καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν την τέχνη. Ο Φειδίας και η «σχολή» του έγιναν γνωστοί για τον τρόπο που εμφάνιζαν τους θεούς μέσα από τα αγάλματα. Οι επόμενες γενιές καλλιτεχνών επένδυσαν την φήμη τους στην αισθητική τους. Τα έργα τέχνης απαράμιλλης ομορφιάς έγιναν ισάξια προσοχής και σχολιασμού με έργα, όπως αυτά της ποίησης και του θεάτρου. Ο Πραξιτέλης δημιουργεί γλυπτά-ποιήματα γεμάτα από γοητεία, γλυκύτητα και θελκτικότητα. Η ελληνική τέχνη ξεπέρασε τον εαυτό της. Ξεκίνησε από την άκαμπτη και ψυχρή στάση των αγαλμάτων και στη συνέχεια κατάφερε να δημιουργήσει την αίσθηση ενός ζωντανού, σχεδόν ανθρώπινου, αγάλματος, που ανασαίνει γεμάτο από σφρίγος, ομορφιά και απαλότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν μοντέλα, δεν επέλεγαν τα καλύτερα ανατομικά χαρακτηριστικά ούτε παρέλειπαν ατέλειες εξωραΐζοντας τις μορφές στα έργα τους. Αυτό που έκαναν ήταν, απλά, να βελτιώσουν ότι παρέλαβαν από τις προηγούμενες γενιές καλλιτεχνών δίνοντας του εκείνο που του έλειπε, τη ζωή. Παρέδωσαν στη δική τους και τις επόμενες γενιές την ώριμη μορφή των καλλιτεχνημάτων τους, η οποία κατέκτησε την τελειότητα. Τα έργα τους διαθέτουν τέτοια λεπτότητα και ισορροπία τύπων και ανθρώπινων χαρακτηριστικών που μοιάζουν να έφτασαν σ’ εμάς για να μας αποδείξουν την ύπαρξη ενός διαφορετικού κόσμου, ενός κόσμου γεμάτου από ομορφιά.
Στα τέλη του 4ου αι. η αρχαία ελληνική τέχνη άρχισε να προσανατολίζεται στην εξατομίκευση των χαρακτηριστικών, που μέχρι τότε δε φαινόταν να ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους Έλληνες. Τα πρόσωπα στα έργα τους δεν έχουν συγκεκριμένη έκφραση, δεν φανερώνουν κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα ούτε, όμως, είναι ανέκφραστα, άδεια ή ψυχρά. Η επιδίωξη της αρμονίας του προσώπου οδήγησε στην αποφυγή αποτύπωσης του συναισθήματος επειδή πίστευαν ότι θα το παραμόρφωνε. Δεν συμβαίνει το ίδιο και με το σώμα τις κινήσεις του οποίου χρησιμοποιούσαν, ως εκφραστικό μέσο, για να μεταφέρουν το συναίσθημα που επιθυμούσαν.
Η γενιά που διαδέχθηκε εκείνη του Πραξιτέλη ήταν αυτή που κατάφερε να μεταφέρει το συναίσθημα της ψυχής στο πρόσωπο, χωρίς να αλλοιώνεται η ομορφιά του. Άνοιξε, έτσι, ένας νέος καλλιτεχνικός δρόμος, αυτός της προσωπογραφίας, με την εξατομίκευση των χαρακτηριστικών όπου, εκτός από το ίδιο το άτομο, γίνεται αντιληπτός και ο χαρακτήρας του. Είμαστε πια στην εποχή Λυσίππου, του διάσημου αυλικού γλύπτη, τον οποίο, ο Μέγας Αλέξανδρος προτιμούσε, κατά αποκλειστικότητα, για τις προτομές του. Η μακεδονική επέκταση δεν άφησε αδιάφορη την ελληνική τέχνη που επηρεάστηκε πολύ και αυτό οδήγησε στην εξέλιξή της και στην διασπορά της στον τότε γνωστό κόσμο. Η ύστερη φάση της αρχαίας ελληνικής τέχνης αποτελεί μια νέα εικαστική γλώσσα και στο εξής δεν αποκαλείται ελληνική αλλά ελληνιστική. Πήρε την ονομασία της από τα ελληνιστικά βασίλεια που προέκυψαν μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ελληνιστική τέχνη προσαρμόζεται, πλέον, στις απαιτήσεις και τις ανάγκες των διαδόχων του. Στην αρχιτεκτονική εμφανίζεται ο πλούσιος κορινθιακός ρυθμός γεμάτος από διακοσμητικά στολίδια, πολυτέλεια, λαμπρότητα σε αντίθεση με την απλότητα και τη ρώμη που υπάρχει στο δωρικό ρυθμό και τη χάρη στον ιωνικό.

Επίσης, η αλλαγή φαίνεται και στο μέγεθος των κτηρίων, όπως είναι ο ναός του Δία στην Πέργαμο ή στην εισαγωγή του δραματικού στοιχείου στο γλυπτό διάκοσμο. Η αρμονία και η αισθητική λεπτότητα υποχωρούν και την θέση τους παίρνει το στοιχείο του εντυπωσιασμού. Τα αγάλματα γίνονται, σχεδόν, τρισδιάστατα καθώς προσπαθούν να ξεφύγουν από το ανάγλυφο επίπεδο ενώ το συναίσθημα κυριαρχεί σε πρόσωπο και σώμα. Αρκετά από τα διασημότερα αγάλματα που αποτέλεσαν αντικείμενα θαυμασμού, επηρέασαν και επηρεάζουν τις μελλοντικές γενιές μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκαν αυτή ακριβώς την εποχή. Όταν ανακαλύφθηκε, για παράδειγμα, το εντυπωσιακό γλυπτό σύμπλεγμα Ο Λαοκόων και οι γιοί του προκάλεσε μεγάλο αναβρασμό στην κοινωνία καθώς είδαν να ζωντανεύει μπροστά τους η σκηνή που περιγράφουν ο Όμηρος και ο Βιργίλιος.
Η τέχνη ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια της αναγκαιότητας αφού αποκόπηκε από το μαγικό-θρησκευτικό στοιχείο και έγινε ξεχωριστό αντικείμενο που απέκτησε αξία. Από το 2ο π.Χ. προς τον 1ο αι. π.Χ. όλο και περισσότεροι ευκατάστατοι πελάτες ζητούν να αγοράσουν πρωτότυπα ή αντίγραφα φημισμένων έργων τέχνης πληρώνοντας υπέρογκα ποσά για να τα αποκτήσουν. Οι συγγραφείς, και αυτοί με τη σειρά τους, δεν έμειναν ανεπηρέαστοι. Αρχίζουν να δείχνουν ενδιαφέρον για ότι έχει σχέση με την τέχνη, να δημιουργούν τουριστικούς οδηγούς και να γράφουν για τους καλλιτέχνες. Μέχρι τώρα έγινε αναφορά στη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Τι συνέβη, όμως, στη ζωγραφική; Δυστυχώς τα δείγματα που σώθηκαν και οι πληροφορίες που έχουμε για αυτή είναι λιγοστές. Σώζονται κάποια αποσπάσματα σε κλασσικά βιβλία τέχνης που έφτασαν ως τις μέρες μας. Αυτό, όμως, που γνωρίζουμε με σιγουριά είναι, ότι στην εποχή τους οι ζωγράφοι κυριαρχούσαν και ήταν εκείνοι που έκλεβαν τη δόξα. Ήταν αυτοί που εργάστηκαν περισσότερο στο να επιλύσουν όσα τους προβλημάτιζαν γύρω από την τέχνη τους παρά για το θρησκευτικό στοιχείο. Σαφή εικόνα από τα αρχαία ελληνικά ζωγραφικά έργα έχουμε, κυρίως, από τα αγγεία, ωστόσο, σε σπάνιες περιπτώσεις ταφικών χώρων έχουν επιβιώσει τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, που ανακαλύφθηκαν εντός και εκτός του Ελλαδικού χώρου. Στην πλούσια ρωμαϊκή Πομπηία, πριν από την έκρηξη του Βεζούβιου, η πλειοψηφία των οικιών και των επαύλεων που ανακαλύφθηκαν είχε διακοσμητικές τοιχογραφίες που μπορεί να μην φθάνουν, ίσως, σε αξία τα έργα των σπουδαίων καλλιτεχνών της ελληνιστικής περιόδου σίγουρα, όμως, εμπνεύστηκαν και επηρεάστηκαν από την ελληνιστική τέχνη.

Για την τέχνη της αρχαίας Ανατολής, τα τοπία χρησίμευαν για να απεικονίσουν σκηνές από την καθημερινότητα και τον πόλεμο. Η ελληνική τέχνη εστίασε στον άνθρωπο και η ελληνιστική τέχνη εκτίμησε την αξία που είχε να προσφέρει στον άνθρωπο η απόλαυση της φύσης και η απλότητα της ζωής. Αυτά τα σημαντικά αγαθά μετέφερε στο εκλεπτυσμένο κοινό της μέσα από τα έργα τέχνης που δημιούργησε. Το καινούριο είδος, λοιπόν, που προέκυψε από την ελληνιστική τέχνη ήταν το τοπίο που περιελάμβανε αληθοφανείς ειδυλλιακές σκηνές της υπαίθρου.
Η ελληνική τέχνη αν και δεν αναζήτησε το δρόμο προς την προοπτική και ενώ διατήρησε τους παλιούς κανόνες της τέχνης και το περίγραμμα το σχημάτων, κατάφερε να ξεφύγει από την αυστηρότητα και τη μονοτονία της Ανατολής και έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα αισθητικής και τέχνης, μέσα σε λίγους αιώνες, κατακτώντας την ομορφιά, τη συμμετρία, τα ιδανικά καλλιτεχνικά πρότυπα.
Βιβλιογραφία
Gombrich E. H. (1998). Το Χρονικό της Τέχνης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης