
Tο κυνήγι μαγισσών λαμβάνει χώρα από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα. Στο διάστημα αυτό, καταμεσής του μεσαίωνα και της ύστερης Αναγέννησης, οι ιστορικοί κάνουν λόγο για «πανικό», το λεγόμενο witch craze, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία οι κατηγορίες για μαγεία προκαλούν αλυσιδωτές διώξεις και οδηγούν σε μαζικές καταδίκες.
Το γυναικείο σώμα και η προκατάληψη
Δεν είναι λίγες εκείνες οι θεωρίες που υποστηρίζουν ότι ο ισχύων μισογυνισμός της εποχής εξηγεί εν πολλοίς το κυνήγι μαγισσών. Άλλες εκφράζουν σθεναρά την πεποίθηση ότι όλο αυτό δεν είναι παρά ένα επεισόδιο θρησκευτικού ανταγωνισμού μεταξύ Προτεσταντών και Καθολικών. Σε καμία περίπτωση δεν ισχύουν οι θεωρίες συνωμοσίας, που θέλουν το κυνήγι ως δίωξη από τον ανερχόμενο φαλλοκρατικό κλάδο των ιατρών λόγω του ανταγωνισμού τους με τις μαίες – μολονότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις βλάβης ή πρόκλησή της, τα θύματα πάντοτε αναφέρουν επιθέσεις στην μητρότητα.
Γενικά δεν μπορεί να υπάρξει μια καθολική, ολιστική θεωρία που να ερμηνεύει το πραγματικά αβυσσαλέο κυνήγι μαγισσών εκείνη την ιστορική περίοδο. Οπωσδήποτε το γεγονός ότι τα θύματα είναι στην πλειονότητα τους γυναίκες (χωρίς να λείπουν και άνδρες στη σχετική βιβλιογραφία) ή ότι η μαγεία της μητρότητας και της σεξουαλικότητας αποτελεί μορφή στιγματισμού του γυναικείου φύλου δεν προωθεί ούτε φωτογραφίζει τον θύτη.
Οι απόψεις του Αριστοτέλη αναφορικά με τα γυναικεία σώματα ως ημιτελή συνεχίζουν να υπάρχουν και κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα: εντυπώνονται στη συλλογική μνήμη διαιωνίζοντας τα ατυχή στερεότυπα στις συνειδήσεις όχι μόνων των απλών ανθρώπων της αγροτικής τάξης αλλά και στους κατοίκους των ανώτερων στρωμάτων της κοινωνίας (αριστοκρατία και δικαστική τάξη), πράγμα που αποδεικνύεται από τις αποφάσεις των δικαστηρίων.
Η μαγεία στη μητρότητα: σώματα ανυπεράσπιστα

Είναι λογικό οι ανησυχίες και οι φόβοι που προκύπτουν από ζητήματα όπως η γονιμότητα και η μητρότητα να ενυπάρχουν στην καρδιά των αντιλήψεων σχετικά με το ανθρώπινο σώμα και παράλληλα να θεωρούν το σώμα μιας μάγισσας σοβαρή απειλή για μια κοινότητα. Πολλές πηγές μας δίνουν εξαιρετικές λεπτομέρειες για τη δράση των μαγισσών.
Περιγραφές της εποχής αναφέρουν ότι οι μάγισσες εμφανίζονται με αλαβάστρινα σώματα που σε καμία περίπτωση δεν συμβαδίζουν με την ηλικία τους. Πολλές φορές φέρουν σημάδια που υποδεικνύουν τη σχέση τους με το Κακό και τον διάβολο. Οι μάγισσες πάντα ζουν σε μέρη σχετικά απομακρυσμένα από την υπόλοιπη κοινότητα, κοντά σε δάση, για να μπορούν να καβαλούν τα δίκρανά τους και να πηγαίνουν στις νυχτερινές συνάξεις (covens). Επίσης, μένουν μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των γειτόνων για το εσωτερικό της καλύβας τους που είναι γεμάτο ξόρκια και γιατροσόφια.
Πηγαίνουν σε σπίτια με έγκυες γυναίκες με προσχήματα την παροχή βοήθειας με μαντζούνια, που πάντα αποδεικνύονται ολέθρια. Ωστόσο, οι επαναλαμβανόμενες ιστορίες θανάτου βρεφών, παιδιών συμβαίνουν και από άλλους ενδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση αντικατοπτρίζουν τη συντριβή, την ενοχή και τον φόβο των γονέων και εν γένει των ανθρώπων στην απαιτητική προσπάθεια επιβίωσης. Η τάση των ανθρώπων να ρίχνουν ευθύνες στους άλλους σε μια προσπάθεια να καλύψουν τα δικά τους προβλήματα δεν είναι μόνο της σύγχρονης εποχής. Η εξεύρεση του «αποδιοπομπαίου τράγου» σε μια προσπάθεια ελάφρυνσης των δεινών είναι εν μέρει υπεύθυνη για πολλές από τις κατηγορίες που υπάρχουν στα σχετικά με το κυνήγι μαγισσών αρχεία.
Μια persona non grata στην πυρά

Η Ούρσουλα Γκρεν (Ursulla Grön) δεν είναι μία από τις πιο αγαπητές κατοίκους του γερμανικού χωριού Άουγκσμπουργκ (Augsburg), όπως αποδεικνύει η διπλή φυλάκιση της για άσεμνη συμπεριφορά. Η κατηγορία όμως που της στοιχίζει τη ζωή το 1694 είναι αυτή της μαγείας. Πιο συγκεκριμένα, η πρόκληση σωματικής βλάβης σε παιδιά.
Στοιχεία και ενδείξεις
Πολλές πηγές της εποχής μαρτυρούν τη ακραία συμπεριφορά της Ούρσουλα, αναφορικά με τις επιθέσεις της στην «γονιμότητα» των κατοίκων. Μια γυναίκα περιγράφει τη Ούρσουλα να μπαίνει στο δωμάτιο της κάποια νύχτα και να ορμά στα γεννητικά της όργανα. Η γυναίκα αυτή δεν έκανε ποτέ της παιδιά. Επίσης, μια άλλη μαρτυρία θέλει την Ούρσουλα να τριγυρνάει γύρω από τον αρραβώνα μιας άλλης γυναίκας, ζητώντας επίμονα ένα λουκάνικο -η φροϋδική ερμηνεία του συμβόλου αυτού ως μετωνυμία του ανδρικού μορίου. Ο νεαρός δεν απέδωσε τα δέοντα εκείνη την νύχτα.
Σε αυτό το κυνήγι μαγισσών -εν προκειμένω μιας μάγισσας- δεν είναι μόνο οι αναπαραγωγικές επιθέσεις για τις οποίες μιλούν οι κάτοικοι στα κατώφλια των παραθύρων. Πολλοί συγχωριανοί την βλέπουν να στέκεται γυμνή στο παράθυρο και να πληρώνει τους άντρες να πάνε μαζί της. Συχνά σηκώνει την φούστα της στους περαστικούς επιδεικνύοντας την «ντροπή» της (her shame, όπως αναφέρει η σχετική βιβλιογραφία). Είναι πόρνη με την προτεσταντική έννοια της λέξης, σίγουρα έχει κάποιες προσωπικές στιγμές με τον Εξαποδό. Και πολλοί την βλέπουν τις νύχτες να καβαλάει το δίκρανό της ανάποδα, τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον δροσερό Βοριά.
Καταδίκη
Ωστόσο, η καταδίκη της δεν μένει μόνο σε αυτές τις περιγραφές. Η υποτιθέμενη μοιχεία με το νόθο της κόρης της. Το παρατσούκλι της ως Miau Frau (η Κυρία που Νιαουρίζει -η γάτα ήταν ένα ζώο έντονα συνδεδεμένο με τον διάβολο). Τα «πρηξίματα σαν πέτρες σκληρές» που εμφανίζουν κάποια από τα παιδιά μετά τον λιθοβολισμό της. Όλα αυτά συνηγορούν στην καταδίκη της.
Όλη αυτή η βία δηλώνει μια τρομερής οργής ένταση από την πλευρά των κατοίκων της περιοχής. Στις συνειδήσεις τους, η Ούρσουλα είναι μια σύνθετη απειλή: ηλικιωμένη που προκαλεί φόβο και μόνο που υπάρχει. Περίτρανα διαβόητη και ασυγκράτητη που δεν διστάζει να διαπράξει μοιχεία με τον γιο της. Περιγραφικά απροκάλυπτη και ασύδοτη που αναζητά την ηδονή επί πληρωμή. Είναι μια σατανική μητέρα, μια επιδειξίας, μια ζητιάνα, μια παρίας: μια τέλεια μάγισσα.
Κι αυτό είναι ένα τέλειο κυνήγι μαγισσών.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
Berriot-Salvadore E. (1993). “The Discourse of Medicine and Science”, στο Zemon-Davis N., Farge A. (ed.) A History of Women in the West, v. III. Harvard: The Belknap Press of Harvard University Press, σ. 349
Roper L. (2004). Witch Craze: Terror and Fantasy in Baroque Germany. New Heaven: Yale University Press, σ. 131