
Η ελληνική γλώσσα, ζωντανή και πολυδιάστατη, συνοδεύει τον πολιτισμό μας για χιλιάδες χρόνια. Όπως τονίζει και ο Μπαμπινιώτης, «η ελληνική γλώσσα έχει πράγματι σημαντική ιστορική παρουσία και συνδέεται με την αρχαία ελληνική πολιτιστική κληρονομιά». Παρά τη μακραίωνη ιστορία της, γύρω από αυτή έχουν δημιουργηθεί πολλοί μύθοι. Ορισμένοι ευρέως γνωστοί και παγιωμένοι μύθοι της ελληνικής γλώσσας καταπιάνονται με το αν η γλώσσα ταυτίζεται με τη γραφή, εάν η νεοελληνική είναι λιγότερο «πλούσια» σε σχέση με την αρχαία ή μήπως τα δάνεια και οι νεολογισμοί την υποβαθμίζουν. Τα ζητήματα αυτά έχουν απασχολήσει την ακαδημαϊκή κοινότητα με αποτέλεσμα κάποιοι εκπρόσωποι της να επιχειρούν, μέσα από επιστημονική γλωσσολογική προσέγγιση, να φωτίσουν την πραγματικότητα πίσω από αυτούς τους μύθους και να αναδείξουν τη δυναμική, προσαρμοστική και πολυσχιδή φύση της γλώσσας μας σήμερα.
Αρχαία ελληνική γλώσσα και αρχαία ελληνική γραμματεία
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μαρωνίτη, καθηγητή του ΑΠΘ, ένα από τα κυρίαρχα «μυθολογικά» στοιχεία γύρω από τη γλώσσα αφορά την αυθαίρετη ταύτιση της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας με τη Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Αυτή η ιδέα λέει ότι αν μια γλώσσα είναι «καθαρή» και σωστή, τότε και τα γραπτά έργα (λογοτεχνία, βιβλία κλπ.) που δημιουργούνται με αυτή θα είναι αυτόματα καλής ποιότητας. Δηλαδή, παρουσιάζει τη γλώσσα ως την αιτία και τη λογοτεχνία ως το επακόλουθο.
Ωστόσο, το ιστορικό και γλωσσολογικό υλικό δείχνει ότι η γραμματεία δεν είναι απλώς αποτέλεσμα μιας «τέλειας» γλώσσας. Αντιθέτως, γλώσσα και γραπτά έργα συνδιαμορφώνονται: συγγραφείς, κοινότητες και γραπτά είδη μεταβάλλονται, γλώσσα και γραμματεία αλληλεπιδρούν, εξελίσσονται. Οι ιδεολογικοί ισχυρισμοί περί μιας γλώσσας που αυτομάτως προορίζεται να παράγει αξεπέραστα έργα, παραβλέπουν τις πραγματικές κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που διέπουν την ανάπτυξη της γραμματείας, τη μετάβαση από προφορικό λόγο σε γραφή, τις επιδράσεις άλλων γλωσσών, τις αλλαγές και τις χρήσεις της γραφής.
Συνεπώς, η γλώσσα δεν είναι «μηχανή παραγωγής λογοτεχνίας», ούτε η γραμματεία απλώς το προϊόν μιας άψογης γλώσσας , είναι αμφίδρομη η σχέση τους. Η επίγνωση αυτού του γεγονότος βοηθά στο να ξεπεράσουμε την απλουστευτική μυθοποίηση και να κατανοήσουμε τη γλώσσα ως ζωντανό, κοινωνικό και ιστορικό φαινόμενο.
Αρχαία και νέα ελληνική γλώσσα
Το κείμενο του Α. Φ. Χριστίδη, καθηγητή γλωσσολογίας του ΑΠΘ, αναδεικνύει με ενάργεια ότι η συζήτηση για τη σχέση αρχαίας και νέας ελληνικής δεν είναι απλώς ζήτημα γλωσσολογίας, αλλά βαθιά συνδεδεμένη με ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις που διατρέχουν την ευρωπαϊκή νεοτερικότητα. Ο συγγραφέας εξηγεί ότι από τον 19ο αιώνα, εποχή συγκρότησης εθνικών κρατών και της επιστημονικής γλωσσολογίας, κυριαρχεί η λανθασμένη αντίληψη πως η γλωσσική αλλαγή σημαίνει φθορά. Έτσι οικοδομήθηκε μια επίμονη απαξίωση της φυσικής εξέλιξης της ελληνικής και ταυτόχρονα ένας θαυμασμός προς μορφές της γλώσσας που θεωρούνται πρότυπες, κυρίως την αττική διάλεκτο. Αυτή η στάση δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Αντιθέτως, αποτελεί ευρύτερη ευρωπαϊκή τάση όπου η “καλή” γλώσσα ταυτίζεται με την κοινωνική ελίτ, ενώ η γλωσσική πραγματικότητα της πλειοψηφίας στιγματίζεται ως “κακή χρήση”.
Στο ελληνικό πλαίσιο, η μυθοποίηση της γλωσσικής καθαρότητας συνδέθηκε καθοριστικά με την ανάγκη του νεοσύστατου κράτους να διεκδικήσει συμβολική συνέχεια με την αρχαιότητα και ταυτόχρονα την αναγνώρισή του στον δυτικό κόσμο. Η καθαρεύουσα υπηρέτησε για δεκαετίες αυτόν τον στόχο ως “εγγύηση” ελληνικότητας και ευρωπαϊκότητας, παράγοντας έναν μόνιμο εσωτερικό διχασμό: η ομιλούμενη γλώσσα αντιμετωπίστηκε ως κατώτερη και ανεπαρκής. Ακόμη και μετά τη θεσμική επικράτηση της δημοτικής, το ιδεολόγημα ότι «η νέα ελληνική χρειάζεται την αρχαία για να σταθεί» συνεχίζει να αναπαράγεται. Και όμως, όπως επισημαίνει ο Χριστίδης, η γνώση της μητρικής γλώσσας δεν προϋποθέτει την ιστορία της. Για παράδειγμα, κανένας Γάλλος δεν κρίνεται ανεπαρκής επειδή δεν γνωρίζει λατινικά.
Το κείμενο μάς προειδοποιεί να αποφύγουμε δύο υπερβολές• να μην υποτιμούμε τη γλώσσα μας και όσα μας συνδέουν με το παρελθόν και να μην θεωρούμε τη γλώσσα μας ανώτερη από των άλλων ούτε να τη χρησιμοποιούμε για να νιώθουμε πιο ισχυροί. Αντί αυτών, ο συγγραφέας προτείνει μια ώριμη, ιστορικά συνειδητή προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής και τη διδασκαλία της ως ζωντανό τμήμα της πολιτισμικής μας συνέχειας. Μια παιδεία που έχει αποβάλλει εθνικούς μύθους και σέβεται τη γλωσσική εξέλιξη και την ανθρώπινη εμπειρία μπορεί να καλλιεργήσει πραγματικά τον άνθρωπο.

Η φθορά της ελληνικής γλώσσας
Ο μύθος της «παρακμής» της ελληνικής γλώσσας, όπως τον αποδομεί η Άννα Φραγκουδάκη καθηγήτρια κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ, στηρίζεται στην παρανόηση ότι η αλλαγή σημαίνει φθορά. Ωστόσο, οι γλώσσες ζουν επειδή αλλάζουν∙ η εξέλιξη δεν είναι σύμπτωμα παρακμής, αλλά φυσική τους ιδιότητα. Κάθε νέα εποχή, κάθε κοινωνική και πολιτισμική μεταβολή δημιουργεί νέες ανάγκες επικοινωνίας στις οποίες η γλώσσα ανταποκρίνεται, μεταμορφώνοντας το λεξιλόγιο και τις δομές της. Η χρήση, δηλαδή η ίδια η ζωή της γλώσσας, γεννά την αλλαγή. Κι όμως, παρότι αυτό αποτελεί επιστημονικά αδιαμφισβήτητη αλήθεια, επανέρχεται επίμονα ο θρήνος για την απώλεια του παλιού γλωσσικού μεγαλείου. Προς επίρρωση της θέσης της Φραγκουδάκη, εύστοχα ο Ευάγγελος Παπανούτσος υποστήριζε ότι: « Να παραμορφώνονται λέξεις στην προφορά, κάποτε έως το σημείο να μην αναγνωρίζεται ο αρχικός τύπος τους, είναι εύλογο, αφού με τον καιρό πολλά πράγματα μεταβάλλονται και στη φυσιολογική και στην κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων˙ πόσες λ.χ. λατινικές λέξεις έχουν γίνει αγνώριστες στη σημερινή γαλλική ή ισπανική γλώσσα; Ακόμα και του νοήματος οι παραλλαγές δεν καταδικάζονται, όταν μια λέξη μεταφέρεται σε άλλο γεωγραφικό χώρο ή σε άλλο πολιτιστικό κλίμα. Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη αλλοίωση είναι φθορά».
Αυτός ο μύθος δεν είναι αθώος: πίσω του κρύβονται κοινωνικές και πολιτικές αγωνίες και σκοπιμότητες. Η δραματοποιημένη εικόνα μιας γλώσσας που χάνεται εκφράζει βαθύτερους φόβους για την ταυτότητα και τη θέση της χώρας στον σύγχρονο κόσμο. Η εξιδανίκευση της αρχαίας ελληνικής και η υποτίμηση της σημερινής μορφής της γλώσσας προδίδουν μια εσωτερικευμένη αντίληψη κατωτερότητας απέναντι στις ισχυρές χώρες του κόσμου και μια νοσταλγία για παρελθόντα μεγαλεία. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που παρουσιάζει το παρόν ως μειωμένο και την παράδοση ως το μοναδικό έρεισμα αξίας. Στην πραγματικότητα, η γλώσσα μας δεν απειλείται από τις αλλαγές της∙ απειλείται μόνο από την άρνηση να τη δεχτούμε ως ζωντανό, δυναμικό και δημιουργικό οργανισμό της κοινωνίας μας.
Δανεισμός στη ελληνική γλώσσα
Ο «μύθος» της γλωσσικής εισβολής και του κινδύνου που δήθεν απειλεί τη νεοελληνική βασίζεται περισσότερο σε φόβο και άγνοια παρά σε πραγματικά δεδομένα. Όπως επισημαίνει η καθηγήτρια γλωσσολογίας του ΑΠΘ Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, στα κείμενα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό κυριαρχεί μια καταστροφολογική ρητορική: μιλάμε για «υποδούλωση», «παρακμή» και «αφελληνισμό» της γλώσσας, λες και οι ξένες λέξεις αποτελούν στρατό έτοιμο να κατακτήσει την ελληνική ταυτότητα. Η υιοθέτηση δανείων προβάλλεται ως απειλή για τον πολιτισμό και τη συνείδησή μας, σαν η γλώσσα να είναι μια κλειστή περιοχή που πρέπει να προστατευτεί από κάθε τι νέο.
Η επιστήμη όμως λέει κάτι πολύ διαφορετικό. Ο δανεισμός λέξεων είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και κοινό σε όλες τις ζωντανές γλώσσες. Οι αριθμοί μάλιστα διαψεύδουν την κινδυνολογία: μόλις ένα μικρό ποσοστό των ελληνικών λέξεων προέρχεται απευθείας από την αγγλική και αυτό δεν επηρεάζει τη δομή της γλώσσας μας, η οποία παραμένει σταθερή. Μια γλώσσα δεν αλλοιώνεται επειδή δανείζεται λέξεις, αλλά μόνο αν αλλάξει η γραμματική της, κάτι που στη νέα ελληνική δεν συμβαίνει. Επιπλέον, πολλές «καθ’ όλα ελληνικές» λέξεις, όπως τεχνολογία, ηλεκτρισμός, αστροναύτης, είναι και αυτές δάνεια που γύρισαν πίσω σε εμάς μέσω άλλων γλωσσών.
Τελικά, ο φόβος για τα δάνεια δεν αφορά τη γλώσσα, αλλά την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και τη θέση μας στον κόσμο. Οι γλωσσικές αλλαγές συνδέονται με κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Σήμερα δανειζόμαστε από την αγγλική, όπως παλαιότερα από τα τουρκικά ή τα ιταλικά, επειδή αυτή είναι η κυρίαρχη γλώσσα διεθνώς. Αν θέλουμε να περιορίσουμε τον δανεισμό, η λύση δεν είναι ο πανικός ούτε οι απαγορεύσεις, αλλά η καλύτερη γλωσσική παιδεία και η ενεργή χρήση της ελληνικής σε κάθε τομέα. Μια ζωντανή γλώσσα δεν φοβάται τις επιρροές. Γιατί μέσα από αυτές εξελίσσεται, εμπλουτίζεται και παραμένει δυναμική.
Η γλώσσα των νέων
Ο μύθος της παρακμής της ελληνικής λόγω της γλώσσας των νέων βασίζεται σε παρερμηνείες και υπερβολές που αγνοούν τη λειτουργικότητα και τη δημιουργικότητα της νεολαιίστικης γλώσσας. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής γλωσσολογίας του ΑΠΘ Γιάννης Βελούδης, οι φωνές διαμαρτυρίας για την υποτιθέμενη “χαμηλή στάθμη” της ελληνικής παραβλέπουν ότι η χρήση της γλώσσας από τους νέους δεν ταυτίζεται με την ίδια τη γλώσσα μας. Οι νέες μορφές λόγου, οι παραλλαγές στη σύνταξη, τη φωνολογία ή τη σημασία των λέξεων δεν αποτελούν «αφελληνισμό» ή απειλή, αλλά εκφράζουν μια δημιουργική διαδικασία προσαρμογής, συνθηματοποίησης και κοινωνικής ταυτότητας. Το γεγονός ότι οι νέοι δανείζονται λέξεις ή δημιουργούν νέες εκφράσεις δεν υπονομεύει τη γλωσσική συνοχή ούτε προκαλεί δομικές αλλαγές στην ελληνική γλώσσα.
Στην πραγματικότητα, τα λεγόμενα “λάθη” συχνά αποκαλύπτουν βαθιά γνώση των κανόνων της γλώσσας και την ικανότητα τους να επεκτείνουν με νέους τρόπους, όπως η ενίσχυση του συγκριτικού βαθμού ή η δημιουργία νέων σημασιών. Οι “νεολαιίστικες” ποικιλίες δεν αντικαθιστούν τη “δεδομένη” μορφή της ελληνικής αλλά λειτουργούν ως γλωσσική ταυτότητα και μέσο κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα φαινόμενα αυτά είναι διαχρονικά και διεθνή, παρατηρούμενα σε όλες τις γλώσσες, και δεν αποτελούν μοναδικότητα ή «παρακμή» της ελληνικής.
Συνεπώς, η γλώσσα των νέων δεν είναι απειλή αλλά πλούτος για την ελληνική γλώσσα, που ανανεώνει το λεξιλόγιο, εμπλουτίζει τις εκφραστικές δυνατότητες και υποστηρίζει τη ζωντάνια και την προσαρμοστικότητα της γλώσσας. Ο πανικός για τη φθορά της ελληνικής αγνοεί την πραγματική δυναμική της γλώσσας και παραβλέπει ότι κάθε ζωντανή γλώσσα εξελίσσεται μέσω της δημιουργικότητας των ομιλητών της, ειδικά των νέων, διατηρώντας ταυτόχρονα τη συνοχή και την κανονικότητά της.
Η εξέλιξη της ορθογραφίας
Ο «μύθος» της αμετάβλητης και τέλειας ορθογραφίας βασίζεται σε παρεξηγήσεις της σχέσης μεταξύ γραφής και γλώσσας. Όπως επισημαίνει η Ελένη Καραντζόλα, ερευνήτρια στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, η ελληνική γλώσσα διαθέτει ιστορική ορθογραφία, που αντικατοπτρίζει την εξέλιξη της προφοράς και των μορφών της από παλαιότερες περιόδους, γεγονός που δημιουργεί αναπόφευκτες ασάφειες και “ανωμαλίες” στο γραπτό λόγο. Οι προτάσεις για ορθογραφικές αλλαγές και απλοποιήσεις δεν συνιστούν επίθεση στη γλώσσα, αλλά προσπάθεια προσαρμογής της γραφής στην τρέχουσα χρήση και εκπαίδευση, ενώ η εμμονή στην ιστορικότητα ή στην πολυτονική γραφή συχνά βασίζεται σε συναισθηματικούς και ιδεολογικούς λόγους παρά σε επιστημονική αναγκαιότητα.
Η ιστορία δείχνει ότι οι ορθογραφικές αλλαγές είναι διαχειρίσιμες και συχνά αναγκαίες για τη βελτίωση της γραπτής επικοινωνίας, όπως η μεταρρύθμιση του συγκρητισμού ή η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος, που σήμερα είναι γενικά αποδεκτά και λειτουργικά. Παρά τις αντιδράσεις, η γλώσσα προσαρμόζεται και εξελίσσεται, και οι παραδοσιακές μορφές γραφής δεν αποτελούν ούτε απαραίτητα ούτε απόλυτα κριτήρια αυθεντικότητας. Η εμμονή στην ιστορικότητα συχνά τροφοδοτεί μύθους περί αφελληνισμού ή απώλειας πολιτισμού, που περισσότερο αντανακλούν κοινωνικές και ιδεολογικές ανησυχίες παρά πραγματικά γλωσσικά προβλήματα.
Στην ουσία, η συζήτηση γύρω από την ορθογραφία δεν είναι ζήτημα γλωσσικής απειλής αλλά κοινωνικής και πολιτισμικής διαπραγμάτευσης. Η ελληνική γλώσσα, όπως κάθε ζωντανή γλώσσα, εξελίσσεται, προσαρμόζεται και διατηρεί τη συνοχή της μέσα από τις αλλαγές, ενώ οι προσαρμογές στην ορθογραφία αποτελούν μέρος αυτής της φυσικής διαδικασίας και όχι παρακμή. Οι αντιστάσεις σε κάθε αλλαγή συχνά αντικατοπτρίζουν περισσότερο τη διαμάχη ανάμεσα σε διαφορετικές αντιλήψεις για την εθνική και πολιτισμική ταυτότητα παρά πραγματική ανάγκη διατήρησης ενός αυστηρά «παραδοσιακού» συστήματος.
Προτεραιότητα προφορικού λόγου
Ο μύθος της απόλυτης προτεραιότητας του προφορικού λόγου υπερτονίζει τη φωνητική φύση της γλώσσας και υποβαθμίζει τη σημασία της γραφής, παρουσιάζοντάς την ως δευτερογενές και εξαρτημένο μέσο. Όπως επισημαίνει ο Σπύρος Μοσχονάς, καθηγητής γλωσσολογίας του τμήματος ΕΜΜΕ στο ΕΚΠΑ, η προτεραιότητα αυτή δεν είναι αυτονόητη. Διότι, η γραφή διαθέτει σχετική αυτονομία, ανταποκρίνεται σε σύνθετες επικοινωνιακές ανάγκες και συμβάλλει στη διατήρηση και στη διάδοση της γλώσσας. Η σύγχρονη εγγραμματοσύνη και οι νέες μορφές γραπτής επικοινωνίας καθιστούν σαφές ότι η λειτουργική σημασία της γραφής μπορεί να είναι ισότιμη ή ακόμη και να υπερτερεί σε συγκεκριμένα πλαίσια, καθιστώντας την αντίληψη της υπεροχής του προφορικού λόγου υπερβολικά μονοδιάστατη.
Παρόλο που σήμερα δίνουμε μεγάλη σημασία στη γραπτή γλώσσα, είναι καλό να θυμόμαστε ότι η βάση κάθε γλώσσας είναι ο προφορικός λόγος. Ο Μοσχονάς λέει ότι όταν θεωρούμε πως η σωστή γλώσσα είναι μόνο αυτή που γράφεται ορθά, τότε ξεχνάμε πως η γλώσσα ζει και αλλάζει μέσα από τους ανθρώπους που τη μιλούν καθημερινά. Γι’ αυτό, όταν θέλουμε να φτιάξουμε έναν κανόνα για την κοινή γλώσσα, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας πρώτα την καθημερινή, ζωντανή ομιλία και όχι μόνο τις παλιές ή γραπτές μορφές της.
Τέλος, ο μύθος αναπαράγει και ιδεολογικές προκαταλήψεις: η ταύτιση γλώσσας με γραφή ενισχύει την πεποίθηση ότι η προφορική γλώσσα είναι άναρχη ή ασταθής, ενώ η γραφή αποτελεί το μόνο έγκυρο μέτρο ορθότητας. Η πραγματικότητα δείχνει ότι και τα προφορικά ιδιώματα μπορούν να είναι σταθερά και οργανωμένα,και ότι η συντήρηση της γλώσσας μέσα από τη γραφή δεν ακυρώνει την δυναμική και την ποικιλία του προφορικού λόγου. Ο μύθος, επομένως, χρειάζεται αναθεώρηση για να αποκαλυφθεί η ισότιμη, συμπληρωματική σχέση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου στη γλωσσική πρακτική και στη διαμόρφωση της κοινής γλώσσας.
Πλούσιες και φτωχές γλώσσες
Ο μύθος της ιεράρχησης των γλωσσών σε «ανώτερες» ή «κατώτερες» βασίζεται σε λανθασμένες και εξωγλωσσικές αντιλήψεις που συνδέουν τη γλωσσική ποικιλία με την πολιτισμική ή φυλετική υπεροχή. Η Μαρία Κακριδή-Φερράρι, λέκτορας Γλωσσολογίας του ΕΚΠΑ, αναδεικνύει ότι κάθε γλώσσα είναι επαρκής για τις ανάγκες της κοινωνίας που την χρησιμοποιεί και διαθέτει τον ίδιο βαθμό πολυπλοκότητας και δομικής συνέπειας με οποιαδήποτε άλλη. Τα στοιχεία που διαφοροποιούν τις γλώσσες μεταξύ τους, όπως το λεξιλόγιο, αντανακλούν κυρίως τις ιδιαίτερες πολιτισμικές και περιβαλλοντικές συνθήκες μιας κοινότητας και όχι ανικανότητα ή έλλειψη.
Η άνιση κατανομή λεξιλογίου ή εξειδικευμένων όρων, όπως η πλούσια ορολογία των Εσκιμώων για το χιόνι ή των Αράβων για την έρημο και τις καμήλες, δεν υποδηλώνει ανεπάρκεια των άλλων γλωσσών, αλλά προσαρμογή σε διαφορετικές πραγματικότητες. Καθεμία μπορεί να δημιουργήσει νέα λέξη ή έννοια για να καλύψει τις ανάγκες που αναδύονται σε νέους τομείς, χωρίς να θίγονται οι δομές και οι κανόνες που διέπουν το φωνολογικό, μορφολογικό και συντακτικό της σύστημα. Με αυτόν τον τρόπο, η γλώσσα παραμένει απόλυτα επαρκής και ευέλικτη, ανεξαρτήτως ιστορικής ή πολιτισμικής συγκυρίας.
Συνολικά, ο μύθος της ιεράρχησης γλωσσών λειτουργεί ως επιστημονικά αβάσιμη και ιδεολογικά φορτισμένη κατασκευή ενώ παράλληλα αναπαράγει κοινωνικές και φυλετικές προκαταλήψεις. Η γλωσσολογία δείχνει ότι όλες οι γλώσσες είναι ισότιμες ως συστήματα επικοινωνίας και πως οποιαδήποτε αξιολόγηση με όρους “πρωτογονίας” ή “ανωτερότητας” εντάσσεται στον χώρο του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της αυθαίρετης διάκρισης.
Επίλογος
Η αποδόμηση των μύθων της ελληνικής γλώσσας έχει στόχο να αναδείξει την πλούσια ιστορία και την εξελικτική της δύναμη. Η ελληνική γλώσσα είναι ένα ζωντανό σύστημα επικοινωνίας, που μεταβάλλεται μαζί με την κοινωνία και δημιουργεί νέες λέξεις, δανείζεται και αλλάζει σημασίες. Όπως παρατήρησε και ο Ιωάννης Κακριδής στην κριτική του για την κοινωνική διάσταση της γλώσσας «συχνά η γλωσσική συμπεριφορά αντανακλά ευρύτερες κοινωνικές στάσεις. Η κατανόηση της πραγματικής φύσης της γλώσσας, μάς προστατεύει από στερεότυπα και απομονωτισμούς». Κατανοώντας τη γλώσσα μας ως ενεργό μέσο έκφρασης και πολιτισμού και όχι ως κάτι στατικό ή ξεπερασμένο, την εκτιμούμε καλύτερα και την αξιοποιούμε πιο δημιουργικά στον σύγχρονο κόσμο.
Πηγές:
Δέκα μύθοι για τη νεοελληνική γλώσσα. Ανακτήθηκε από https://users.sch.gr/ipap/NEGlossa/10mythoi.htm (Τελευταία προβολή 21/11/2025)
• Κακριδής, Φ. Ι. (1995). Η γλώσσα και το πρόβλημα της συνέχειας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
• Μπαμπινιώτης, Γ. (2002). Η γλώσσα ως αξία. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
• Μπαμπινιώτης, Γ. (2005). Η γλώσσα και το έθνος. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
• Παπανούτσος, Ε. Π. (1975). Το δίκαιο της πυγμής. Εκδόσεις Δωδώνη