Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου ήταν ο 7ος και ο 8ος αιώνας, μια εποχή που αποτελούσε τη μετάβαση από την πρώιμη βυζαντινή (ύστερη αρχαιότητα) στη μεσοβυζαντινή περίοδο. Η χρήση του όρου αναφέρεται στην έλλειψη επαρκών πρωτογενών πηγών και άλλων στοιχείων, γεγονός που έχει δυσκολέψει την ιστορική έρευνα και την ιστοριογραφία της συγκεκριμένης περιόδου. Οι σκοτεινοί αιώνες χαρακτηρίζονται από εκτεταμένες ανακατατάξεις και μετασχηματισμό του βυζαντινού κράτους και της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την έλλειψη ιστορικών πηγών.
Η κρίση του 7ου αιώνα
Ο 7ος αιώνας υπήρξε ορόσημο της Βυζαντινής ιστορίας. Στην αρχή της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έλεγχε ακόμη τις περισσότερες ακτές της λεκάνης της Μεσογείου και αντιμετώπισε έναν ανατολικό αντίπαλο, την Περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Η πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε διαβρώσει αυτή την παραδοσιακή τάξη και παρά τους πολέμους ανακατάληψης του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ τον 6ο αιώνα.
Ο τελικός πόλεμος Βυζαντίου-Σασσανιδών αποδυνάμωσε αυτόν τον κόσμο, αλλά οι μουσουλμανικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα τον κατέστρεψαν οριστικά. Αυτή η κρίση οδήγησε σε μια βαθιά μεταμόρφωση στη φύση και τον πολιτισμό του βυζαντινού κράτους, η οποία δεν ολοκληρώθηκε παρά μέχρι τον 9ο αιώνα, όταν η μουσουλμανική πίεση στην αυτοκρατορία χαλάρωσε.
Μετασχηματισμός
Το Βυζαντινό κράτος που προέκυψε «ήταν Αυτοκρατορία και πολιτισμός επικεντρωμένος στον Αυτοκράτορα και τη θρησκεία». Ήταν επίσης πολύ πιο στρατιωτικοποιημένο: η πολιτική διοικητική δομή της ύστερης αρχαιότητας, που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Διοκλητιανό και τους διαδόχους του, αντικαταστάθηκε από τα θέματα, που το καθένα διοικείται από έναν δούκα (στρατιωτικό διοικητή, στρατηγό).
Με τις εδαφικές απώλειες, που μείωσαν την Αυτοκρατορία στη Μ. Ασία και σε μέρη των Βαλκανίων, η διοίκηση εξορθολογίστηκε, με την κεντρική κυβέρνηση ουσιαστικά να απορροφά την παλαιά επαρχιακή διοίκηση των πραιτοριανών επαρχιών σε μια κεντρική, αυλο-κεντρική ιεραρχία. Στην πορεία, τα λίγα μεγάλα τμήματα της ύστερης αρχαιότητας αντικαταστάθηκαν από μια σειρά από μικρότερα, πιο στενά εστιασμένα δημοσιονομικά γραφεία, όλα περίπου ίσης θέσης. Μια άλλη αλλαγή ήταν, ότι τα ελληνικά αντικατέστησαν τελικά τα λατινικά ως γλώσσα διοίκησης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Οι μουσουλμανικές κατακτήσεις, σε συνδυασμό με τις σλαβικές μεταναστεύσεις στη νοτιοανατολική Ευρώπη περίπου την ίδια εποχή, είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της κοινωνικής τάξης της ύστερης αρχαιότητας. Οι πόλεις περιορίστηκαν σε μικρούς οχυρωμένους οικισμούς, που χρησίμευαν κυρίως ως αμυντικοί προμαχώνες και κέντρα αγοράς. Η βυζαντινή πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, παρέμεινε πυκνοκατοικημένη, ενώ η επαρχιακή αριστοκρατία είχε παρακμάσει. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της ύστερης αρχαιότητας καταστράφηκαν από τις συνεχείς επιδρομές και όσοι επέζησαν φαίνεται ότι εγκατέλειψαν τις πόλεις και πήγαν σε οχυρωμένα εξοχικά κτήματα. Πολλοί από την επαρχιακή αριστοκρατία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατάφεραν να διατηρήσουν – ή να κερδίσουν – τις θέσεις τους μέσω της κατοχής αξιωμάτων στα θέματα, και σταδιακά, στρατιωτικοποιήθηκαν και αυτοί.
Επίσης, και η εκπαίδευση υπέστη σοβαρό πλήγμα κατά τους σκοτεινούς αιώνες. Κάποια μορφή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εξακολουθούσε να είναι διαθέσιμη στην πρωτεύουσα, ενώ η ιδιωτική εκπαίδευση εξακολουθούσε να είναι διαθέσιμη για τους πλούσιους, αλλά η απόκτησή της ήταν πολύ πιο δύσκολη. Η ποσοτική και ποιοτική πτώση των μορφωμένων τάξεων είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των φιλολογικών έργων που παρήχθησαν, καθώς το κοινό στο οποίο απευθύνονταν αυτά τα έργα ήταν μικρό και μειωνόταν κάθε χρόνο. Το ίδιο συνέβη στην τέχνη και την αρχιτεκτονική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλά λατομεία να εγκαταλειφθούν. Εκτός από τις οχυρώσεις (που γίνονταν αρκετά βιαστικά) σχεδόν όλη η οικοδομική δραστηριότητα σταμάτησε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Σύμφωνα με τον Θεοφάνη τον Ομολογητή η επιδημία της βουβωνικής πανώλης έπληξε τον πληθυσμό και τον μείωσε δραματικά, σκοτώνοντας μέσα σε τέσσερις μήνες μεγάλο πλήθος κόσμου. Το δημογραφικό πρόβλημα, που οφειλόταν και στις εχθρικές επιδρομές αλλά και στην κατάσταση της οικονομίας ενισχύθηκε. Το 748 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος Ε΄ έφερε αποίκους από την Ελλάδα στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα. Στην περίοδο των «σκοτεινών αιώνων», το Βυζάντιο στηρίζεται στο ελληνικό και στο εξελληνισμένο στοιχείο, συγχωνεύοντας τη ρωμαϊκή παράδοση, ενώ στα χρόνια του Ηρακλείου, το 630 µ.Χ., είχε ήδη ξεκινήσει η προσπάθεια εξελληνισμού και εκχριστιανισμού των Σλάβων, που είχαν διεισδύσει στην αυτοκρατορία.
Ιστορικές πηγές
Η εξέταση αυτής της κρίσιμης περιόδου της Ρωμαϊκής ιστορίας έχει δημιουργήσει πολλές δυσκολίες στους σύγχρονους μελετητές, αφού οι Βυζαντινές ιστορικές πηγές για αυτήν είναι λίγες, και κυρίως μεταγενέστερες από την ίδια την περίοδο. Καμία Βυζαντινή ιστορική πηγή δεν είναι γνωστή από το τέλος του τελευταίου μεγάλου Βυζαντινο-Σασανιδικού πολέμου γύρω στο 630 μέχρι τα τέλη του 8ου αι., όταν ο Νικηφόρος Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης έγραψε τη Σύντομη Ιστορία του, ακολουθούμενη μερικές δεκαετίες αργότερα από το Χρονικό του Θεοφάνη Ομολογητή. Οι διοικητικές και νομικές πηγές είναι επίσης σπάνιες, με μόνες εξαιρέσεις τον «νόμο του Αγρότη» και τον «νόμο της Ροδιακής Θάλασσας».
Πηγές:
Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε. 2009. Γιατί το Βυζάντιο. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα
Θεοφάνης, Χρονογραφία (επιµ. C. de Boor, τοµ. 1, Λειψία 1883), σελ. 370-37
7ος αιώνας: Ανακτήθηκε από: www.wikiwand.com (Τελευταία πρόσβαση στις 27/12/2024)
Μεσοβυζαντινή περίοδος: Ανακτήθηκε από: www.perevia.gr (Τελευταία πρόσβαση στις 27/12/2024)