
Ο όρος φονταμενταλισμός περιγράφει τις «τάσεις εμμονής ή επιστροφής σε άκρως συντηρητικά θρησκευτικά βιώματα του παρελθόντος, τα οποία λειτουργούν ως μέσο αντίστασης σε κάθε ενδεχόμενη αλλαγή ή θρησκευτική μεταρρύθμιση». Ο όρος αυτός επινοήθηκε από τον Κέρτις Λη Ρόουζ, το 1920. Ο ιεροκήρυκας και δημοσιογράφος Ρόουζ, χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει νεωτεριστικά κινήματα, που είχαν αναπτυχθεί στους προτεσταντικούς κύκλους, ήδη από τα τέλη του 19ου αι. Επιπλέον, επινόησε τον όρο, δανειζόμενος τον τίτλο μιας σειράς φυλλαδίων, «Τα θεμέλια της πίστης» (Fundamentals of the Faith), η οποία εκδιδόταν από τους Πρεσβυτεριανούς του Princeton.
Τα χαρακτηριστικά του φονταμενταλισμού διαφέρουν, ανάλογα με τη θρησκευτική κατεύθυνση που δίνεται κάθε φορά. Σε κάθε περίπτωση, οι φονταμενταλιστές είναι προσηλωμένοι στα δόγματα και στα αρχαία κείμενα και επιθυμούν την τήρηση των γραφών ως έχουν. Ο φονταμενταλισμός δημιουργήθηκε ως απάντηση στις νεωτεριστικές τάσεις και στην προσπάθεια για θρησκευτική φιλελευθεροποίηση. Η αποδοχή της νεωτερικότητας και της κοσμικότητας, ήταν αυτή που γέννησε τον φονταμενταλισμό, ως απάντηση στην επιβολή της καινούριας σκέψης.
Ο χριστιανικός φονταμενταλισμός γεννήθηκε στο λίκνο του προτεσταντισμού αλλά επεκτάθηκε. Ο ορθολογικός και ο χαρισματικός αποτελούν τις δύο μορφές του χριστιανικού φονταμενταλισμού. Η μεν πρώτη αφορά στον προσδιορισμό της ζωής βάσει θρησκευτικών αρχών, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τις έννοιες του συναισθήματος, των ατομικών βιωμάτων κ.α. καθώς και με την επιδίωξη της φυγής από τον κόσμο. Στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την διατήρηση της σεξουαλικής ηθικής και στην Ορθόδοξη εκκλησία ο φονταμενταλισμός εκφράζεται με την διατήρηση του παλαιού ημερολογίου στην Ελλάδα και τους «παλαιούς πιστούς» στην Ρωσία.
Ο ιουδαϊκός φονταμενταλισμός σχετίζεται περισσότερο με την εμμονή στην τήρηση της θρησκευτικής πράξης και τη διατήρηση των θρησκευτικών παραδόσεων, παρά με την άκρατη προσήλωση στη βίβλο. Εκφράζεται κυρίως από τους ακτιβιστές Σιωνιστές καθώς και τους υπερορθόδοξους Εβραίους. Οι εκπρόσωποι και των δύο ανωτέρω πόλων διαθέτουν χαρακτηριστικά άρνησης προς την κοσμικότητα και των νεωτερισμό.
Ο μουσουλμανικός φονταμενταλισμός αποτελεί μία πολύ χαρακτηριστική περίπτωση άρνησης της εκκοσμίκευσης και της εισροής της δυτικής σκέψης. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός με τη «βοήθεια» του τζιχάντ, στοχεύει στην προστασία της θρησκευτικής παράδοσης με κάθε κόστος, ακόμη και με τη χρήση επεκτατικών και βίαιων πρακτικών. Συχνά ο φονταμενταλισμός της μουσουλμανικής θρησκείας, μπορεί να καλλιεργήσει το φανατισμό, που τρέφει την πολιτική πραγματικότητα με τρομοκρατική κυριαρχία.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ο φονταμενταλισμός φαίνεται περισσότερο σαν μία εμμονική προσπάθεια για την διατήρηση της ατομικότητας, η οποία παραπέμπει πιο πολύ σε απομόνωση. Κάποιες φορές η διάθεση για απομόνωση οδηγεί στην ανάγκη για επεκτατική επιβολή με τεράστιες συνέπειες για όλη την ανθρωπότητα.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό :
“Φονταμενταλισμός”. Ανακτήθηκε από el.wikipedia.org
“Εμφάνιση, αίτια, εξέλιξη του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και επιρροή του στις Διεθνείς Σχέσεις (Παγκοσμιοποίηση-Τρομοκρατία)”. Ανακτήθηκε από www.geetha.mil.gr