Η κοινωνική σκέψη των ουτοπιστών χαρακτηρίζεται
από μια ριζοσπαστική άρνηση της ιδιοκτησίας, με την ιδέα ότι αποτελεί την πρώτη αιτία της φτώχειας, της αθλιότητας και της δυστυχίας των ανθρώπων. Προτείνεται η ιδεατή πολιτική και κοινωνική οργάνωση της πολιτείας, για να αποκτήσει καθένας τις υλικές και τις πνευματικές προϋποθέσεις για μια ευχάριστη και ήρεμη ζωή. Πρόκειται για αρχές που δεν ισχύουν αποκλειστικά σε μια ορισμένη πολιτεία.
Ο όρος «ουτοπική πολιτεία», εξάλλου, αναφέρεται σε αυτή που υπάρχει σε έναν ου–τόπο. Το κράτος, στη θεωρία αυτή, εξασφαλίζει την εργασία των πολιτών, ορίζει και θεσπίζει την απονομή της δικαιοσύνης, για να τους προστατεύει από την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αναλαμβάνει την παιδεία τους και διασφαλίζει τον ελεύθερο χρόνο τους για μια τερπνή ατομική και κοινωνική ζωή.
Η σκέψη των ουτοπιστών είναι λοιπόν ένας κριτικός λόγος.
Η ουτοπική πολιτεία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα το οποίο, στην πραγματικότητα, καταγγέλλει τις κοινωνικές και τις πολιτικές ανισότητες στην Ευρώπη, τεκμηριώνοντας ταυτόχρονα την ικανότητα του λόγου να διευθετήσει ορθολογικά τη ζωή των ανθρώπων. Το κράτος ως έκφραση του λόγου διευθετεί τις σχέσεις των ανθρώπων με βάση την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα με ορθολογικό τρόπο τις ελευθερίες τους. Με άλλα λόγια, αναδεικνύεται η έννοια του «ατομισμού» και του «κρατισμού», που θα παίξουν αργότερα σπουδαίο ρόλο για τη μεθοδική ανάλυση στις Κοινωνικές Επιστήμες.
Βασιζόμενος στην παρατήρηση και στην περιγραφή της Ιταλίας, ο Μακιαβέλλι (Ν. Machiavelli) ορίζει επίσης την ορθολογική συγκρότηση του κράτους. Όμως, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό των ουτοπιστών, ο Μακιαβέλλι αναλύει τους λόγους για την επιτυχία της πολιτικής, ώστε το κράτος να διατηρηθεί και να εγγυηθεί την ασφάλεια, την ειρήνη και την ευημερία των πολιτών.
Αυτή η περιγραφή της πολιτικής και της κοινωνικής πραγματικότητας
πλησιάζει αρκετά τις απαιτήσεις μιας αντικειμενικής Πολιτικής Επιστήμης, διότι επιχειρεί να παρουσιάσει τον άνθρωπο και την εξουσία όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι. Με βάση τις ψυχολογικές παρατηρήσεις για την οκνηρία, την αυθάδεια, την έπαρση, τη δειλία, την αμέλεια που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, ο Μακιαβέλλι καταδεικνύει την αναγκαιότητα της ισχυρής εξουσίας για την ύπαρξη του κράτους.
Ο συλλογισμός είναι απλός και ορίζει την πολιτική με όρους από τις Φυσικές Επιστήμες και όχι από την ηθική: οι αδύναμοι είναι αναγκαίο να υπακούουν στους δυνατούς· επομένως η πολιτική είναι συσχετισμός δυνάμεων που πρέπει να εξισορροπούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρηθεί η συνοχή της κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει ότι οπολιτικός ρεαλισμός ακυρώνει κάθε ηθική αξία, αλλά ότι η Πολιτική Επιστήμη εκκινεί με αφετηρία την πραγματικότητα, ενώ η ηθική είναι δεοντολογική και κινείται με γνώμονα το πώς θα πρέπει να είναι τα πράγματα και οι συμπεριφορές.
Η συγκρότηση του κράτους, η ανάλυση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής,
η διακυβέρνησή του, η οργάνωση του στρατού και της δικαιοσύνης για τη διατήρησή του είναι βασικές παράμετροι της πολιτικής και η προσέγγισή τους γίνεται από τον Μακιαβέλλι με τους θετικούς και ρεαλιστικούς όρους της αντικειμενικότητας. Κατ’ αυτή την έννοια, ο λόγος του Μακιαβέλλι είναι καθοριστικής σημασίας, γιατί επισημαίνει την αναγκαιότητα τεκμηριωμένων γνώσεων για την αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής.
Ο Μακιαβέλλι περνά από τη γνώση των ιδιαίτερων κοινωνικών φαινομένων στη συνολική ορθολογική διακυβέρνηση της κοινωνίας. Η Πολιτική Επιστήμη είναι ένας τρόπος στοχασμού που εκφράζει την επιθυμία πρόβλεψης των κοινωνικών γεγονότων. Εδώ λοιπόν εντοπίζονται τα πρώτα σπέρματα μιας αντίληψης περί «κοινωνικής Μηχανικής» και αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους, του οποίου η ιδέα θα αποτελέσει ως τον 19ο αιώνα την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης των Κοινωνικών Επιστημών.
Πηγές:
Ιστορία Κοινωνικών Επιστημών (2015). Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων Διόφαντος