Στάσεις απέναντι στη λογοτεχνική κριτική (β’ μέρος)

λογοτεχνική κριτική

Οι άνθρωποι που κάνουν λογοτεχνία, κι άρα επιδιώκουν να δουν κείμενά τους να δημοσιεύονται σε περιοδικά, εφημερίδες, ανθολογίες κ.λπ. ή να κυκλοφορούν από εκδοτικούς οίκους, δέχονται την ύπαρξη λογοτεχνικής κριτικής ανεξάρτητα αν την λαμβάνουν υπόψη τους. Γι’ αυτούς η λογοτεχνική κριτική υφίσταται, δηλαδή είναι δυνατόν να γίνει κριτική πάνω σε καλλιτεχνικά έργα, να εκφέρει κάποιος κρίση και μάλιστα αντικειμενική κι αμερόληπτη, όπως συμβαίνει με τα επιστημονικά κείμενα, τα πράγματι δεκτικά τέτοιας κρίσης.

Συναντάμε δύο ομάδες τέτοιων λογοτεχνών. Η πρώτη ομάδα αποτελείται από συγγραφείς π’ ακούνε και λαμβάνουν υπόψη τους την όποια λογοτεχνική κριτική γίνεται στο έργο τους, θεωρώντας ότι έτσι θα βελτιώνονται ολοένα. Πιστεύουν ότι ο ρόλος της “καλής” κριτικής, δηλαδή της “αντικειμενικής” που λέει «τα πράγματα όπως είναι» χωρίς να «χαϊδεύει αφτιά» και χωρίς να «γίνεται πάντα ευχάριστη» βοηθά όχι μόνον τους αναγνώστες να δουν ποια είν’ τ’ “άξια” έργα, κι άρα να κατευθύνονται “σωστά” μέσα στον χώρο της λογοτεχνίας, αλλά και τους ίδιους τους συγγραφείς να γράφουν σύμφωνα με κριτήρια αυστηρά και να πιάνουν το μολύβι μόνο όταν έχουν να πουν κάτι. Συνήθως ακούν την κριτική όχι μόνον για να “βελτιώνονται”, αλλά και για να διατηρούν πάντα καλές σχέσεις με τους κριτικούς προκειμένου να εξασφαλίσουν την προβολή, την αναγνώριση, την καθιέρωση και μια οδό προς την “αθανασία” εν τέλει.

Οι δημόσιες σχέσεις, αυτό το θέατρο της αναυθεντικότητας, καταντά μόνιμη έγνοιά τους σε σημείο που ν’ απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο απ’ τον εαυτό τους και να γίνονται αλλότριοι μ’ επιπτώσεις στο ίδιο τους το έργο. Στο τέλος, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στο περιεχόμενο της κριτικής παρά στο περιεχόμενο του έργου τους ή, άλλως ειπείν, στις δημόσιες σχέσεις, οδηγώντας τους έτσι σε τυποποιήσεις, σε βαρετούς μανιερισμούς και, εν τέλει, στην ισοπέδωση του προσωπικού τους ύφους και στην ομοιομορφία της γραφής. Διαβάζοντας έναν, τους έχεις διαβάσει όλους.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Η δεύτερη ομάδα κλείνει τ’ αφτιά της προς πάσα κατεύθυνση θεωρώντας τη λογοτεχνική κριτική ως κάτι απαραίτητο και χρήσιμο, αλλά για τους άλλους! Διαθέτοντας, όπως πιστεύουν, το απόλυτο και το αυστηρότερο κριτήριο γράφουν ασύστολα κι αχαλιναγώγητα γεμίζοντας με ψευτοκείμενα τον λογοτεχνικό χώρο.

Οι συγγραφείς της ομάδας αυτής δεν ανέχονται να τους χαλάει κανείς την ησυχία τους. Αν περνούσε απ’ το χέρι τους θα έκαναν ότι μπορούσαν για να γκρεμίσουν τον κόσμο των κριτικών και να υπάρχουν μόνοι μες στη δική τους νιρβάνα. Θυμώνουν, εξεγείρονται, μισούν όταν επικρίνεται το έργο τους. Στη θετική κριτική παριστάνουν τους σεμνούς, τάχα, νιώθοντας πως και λίγα καλά τους είπαν. Οπωσδήποτε, είναι μια σεμνότητα υποκριτική που ψιθυρίζει: «Ποιος είσαι εσύ που θα κάνεις κριτική σε μένα; δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις!». Αλλά μόνο ψιθυρίζει, δεν φωνασκεί. Ο “μεγάλος” καλλιτέχνης πρέπει να φαίνεται σεμνός, όχι όμως και νάναι. Για τους άλλους είναι ταπεινός για τον εαυτό του αλαζόνας κι υπεράνω πάσης κριτικής.

Tη ματαιοδοξία τους την τρέφουν με διεργασίες εσωτερικές χωρίς να προβαίνουν σε θεαματικές ενέργειες διάττοντα αστέρα, σε σπασμωδικές κι αγχώδεις κινήσεις πυροτεχνικού τύπου. Νοιώθουν ότι είναι «μεγάλοι» κι “αθάνατοι”, αίσθηση που τροφοδοτείται απ’ την κουφότητά τους κι απ’ το κενό τους. Και γι’ αυτό ακριβώς κλείνουν τ’ αφτιά τους στην κριτική. Δεν έχουν το βάρος μιας ζωής μεστής, γεμάτης από ουσίες και ποιότητες, δεν αντιτίθενται ποτέ, δεν παίρνουν θέση στην κριτική που τους γίνεται. Νιώθουν για τους εαυτούς τους καθετί μεγαλειώδες, καθετί μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση παρά μόνον απ’ τους ίδιους (που ποτέ δεν τ’ αμφισβητούν, τελικά).

Γίνεται φανερό ότι οι δύο παραπάνω στάσεις είναι μη αυθεντικές. Η άμετρη επιδίωξη για προβολή κι η με κάθε τρόπο αναγνώριση και καθιέρωση στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι προσανατολίζει τους συγγραφείς αυτούς στην υιοθέτηση όλων των πιθανών τρόπων που θα τους εξασφαλίσουν αυτή την αναγνώριση, αυτήν την καθιέρωση, αυτήν την προβολή με αποτέλεσμα να απομακρύνονται απ’ τη ουσιαστική διακονία της τέχνης τους. Κοινό χαρακτηριστικό τους η επικέντρωσή τους στις επιφάνειες και όχι στις ουσίες του έργου τους (όταν υπάρχουν κι αυτές). Είναι συνειδήσεις ειδικώς προσανατολισμένες είτε στην εκάστοτε κριτική είτε στο κενό τους και στον αυτοβαυκαλισμό, τον οφειλόμενο σε μία αίσθηση εαυτού ρηχή και άκριτη.

Advertising

Είμαι Κορίνθιος την καταγωγή, αλλά γεννήθηκα στα Χανιά - σ' ένα σπίτι της οδού Βύρωνος. Όλη μου την ζωή την πέρασα στην Κρήτη. Στην νεανική μου ηλικία έζησα υπέρ τα 3 έτη στο Manchester της Αγγλίας. Διέμεινα και στην Αθήνα. Η τελευταία μου εργασία είναι καθηγητή σε σχολεία εξαρτώμενα απ' το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας. Ξέρω Αγγλικά και Γερμανικά.

Περισσότερα από τη στήλη: Πολιτισμός

Πολιτισμός

Ο πληθωρισμός ως διεθνής εμπειρία τα τελευταία χρόνια

Ο πληθωρισμός ορίζεται ως το οικονομικό φαινόμενο που εκφράζει τη γενική και διαρκή άνοδο του…

Πολιτισμός

Προύσα: Σταυροδρόμι Βυζαντίου και Οθωμανών

Η Προύσα και το Βυζάντιο: Η Ιστορική Διαδρομή μιας Σημαντικής Πόλης Η Προύσα και το…

Πολιτισμός

4 χαρισματικές γυναίκες γλύπτριες

Η γλυπτική αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες και πιο πολύπλοκες μορφές τέχνης, όμως με αξιοθαύμαστη…

Πολιτισμός

Το πρώτο Υπουργείο ΑΙ στην ιστορία: πρόοδος ή ρίσκο;

Η ολοένα αυξανόμενη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) στην καθημερινότητά μας είναι αδιαμφισβήτητη. Η συνεχής…

Πολιτισμός

Bacha Bazi: Βία κάτω από το Μετάξι

Με φόντο τις έμφυλες διακρίσεις, την ελλειμματική διαπαιδαγώγηση και την συστηματικοποιημένη διάδοση των ναρκωτικών ουσιών,…

Πολιτισμός

Η ιστορία της κυλιόμενης σκάλας

Η κυλιόμενη σκάλα την οποία πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν καθημερινά ανά τον κόσμο αποτελεί ένα πρακτικό…

Πολιτισμός

Inti Raymi: το φεστιβάλ των Ίνκας για τον θεό Ήλιο

Κάθε χρόνο στις 24 Ιουνίου, η πόλη του Κούσκο στο Περού μεταμορφώνεται σε μια τεράστια…