Το διαγενεακό τραύμα είναι εκείνο το αποτύπωμα που αφήνει στους απογόνους εκείνου που το βίωσε ένα μικρό ή μεγάλο δυσάρεστο συμβάν. Ακόμα κι αν δεν είναι ένας αρκετά διαδεδομένος όρος της ψυχολογικής επιστήμης, το διαγενεακό τραύμα είναι πιθανόν γύρω μας σε κάθε δύσκολο παρελθόν των προγόνων μας. Το δικό μας ψυχικό τραύμα αποτελεί απόρροια των δικών μας βιωμάτων, όμως αυτό το τραύμα έρχεται μαζί με τη γέννηση του ατόμου. Ίσως είναι το μάθημα που προσπαθεί κανείς να μας διδάξει για τη ζωή με λάθος τρόπο, ίσως ακόμα να αποτελεί τον τρόπο προστασίας μίας μητέρας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μπορεί να έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στην ψυχική και συναισθηματική μας υγεία.
Τί είναι το διαγενεακό τραύμα σύμφωνα με την επιστήμη;
Το διαγενεακό τραύμα (μερικές φορές αναφέρεται ως τραύμα διασποράς ή πολλαπλών γενεών) ορίζεται ως το τραύμα που μεταδίδεται από εκείνους που βιώνουν άμεσα ένα περιστατικό στις επόμενες γενιές. Το τραύμα μεταξύ των γενεών μπορεί να ξεκινήσει με ένα τραυματικό γεγονός που επηρεάζει ένα άτομο, τραυματικά γεγονότα που επηρεάζουν πολλά μέλη της οικογένειας ή συλλογικό τραύμα που επηρεάζει μεγαλύτερη κοινότητα, πολιτιστικές, φυλετικές, εθνοτικές ή άλλες ομάδες/πληθυσμούς (ιστορικό τραύμα).
Το διαγενεακό τραύμα εντοπίστηκε πρώτη φορά στα παιδιά των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, αλλά μια πρόσφατη έρευνα εντόπισε διαγενεακό τραύμα και μεταξύ άλλων ομάδων, όπως στους αυτόχθονες πληθυσμούς της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλίας. Το 1988 μια μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά των επιζώντων του Ολοκαυτώματος παρουσίασαν αύξηση στις ψυχιατρικές παραπομπές κατά 300% και είχαν τουλάχιστον έναν γονέα ή έναν παππού ή μια γιαγιά που ήταν επιζών.
Αν και οι ερευνητές δεν κατανοούν πλήρως το τραύμα πολλών γενεών, φαίνεται ότι αλλάζει όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο οι γονείς μεγαλώνουν και σχετίζονται με τα παιδιά τους , αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ορισμένα γονίδια εκφράζονται στις μελλοντικές γενιές. Σχετίζεται με τη βιολογική μελέτη της επιγενετικής , η οποία επισημοποιήθηκε για πρώτη φορά ως πεδίο έρευνας στις αρχές του 19ου αιώνα. Η επιγενετική μελετά τις αλλαγές στα χαρακτηριστικά που περνούν από τη μια γενιά στην άλλη που δεν είναι αποτέλεσμα αλλαγών στο DNA.
Είναι λογικό να μεταφέρουμε τις εμπειρίες που είχαμε στα παιδιά μας με αυτόν τον τρόπο. Η βιολογική παρόρμηση να επιβιώσουμε και να προστατέψουμε τους απογόνους μας είναι ισχυρή και αυτό το είδος της επίδρασης των γενεών έχει ένα συγκεκριμένο είδος εξελικτικής λογικής. Ωστόσο, το πρόβλημα προκύπτει, όπως πάντα, όταν μια χρήσιμη βιολογική παρόρμηση αρχίζει να παρεμβαίνει στην καθημερινή μας ζωή — ειδικά όταν δεν γνωρίζετε από πού προήλθε.
Πώς δημιουργείται;
Το διαγενεακό τραύμα μέχρι και σήμερα παραμένει ένα ανεξιχνίαστο φαινόμενο όσον αφορά την δημιουργία του. Ενώ η ύπαρξή του είναι καλά τεκμηριωμένη σε πολλές έρευνες σε διάφορες κουλτούρες, οι μηχανισμοί μετάδοσης του παραμένουν ασαφείς.
Συμπτώματα και πιθανή ψυχοπαθολογία
Σε περιπτώσεις τραύματος μεταξύ γενεών, τα συμπτώματα είναι αποτέλεσμα τόσο της γενετικής όσο και της κοινωνικοποίησης. Το άτομο μπορεί να εμφανίσει από πολύ σοβαρά συμπτώματα που να δείχνουν ίχνη διαταραχής μετατραυματικού στρες, ακόμα και αν το ίδιο ποτέ δεν βίωσε το γεγονός, μέχρι απλά συμπτώματα δυσαρέσκειας και άγχους. Ο θυμός και η ευερέθιστη συμπεριφορά είναι επίσης συμπεριφορές τις οποίες θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς. Το άτομο πολλές φορές είναι προσκολλημένο σε παρωχημένες ιδέες χωρίς εμφανή λόγο, απογοητευμένο και δείχνει έλλειψη εμπιστοσύνης σε πρόσωπα και καταστάσεις.
Συνέπειες σε διάφορες ηλικιακές ομάδες
Παιδιά
Όσο κι αν προσπαθούμε να προστατεύσουμε τα παιδιά από οδυνηρές ή επικίνδυνες εμπειρίες, μερικές φορές συμβαίνουν. Πιθανότατα, κάνουμε πράγματα που πιστεύουμε ότι θα τους ωφελήσουν, μόνο για να συνειδητοποιήσουμε εκ των υστέρων ότι προβάλλαμε τα δικά μας ερεθίσματα. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι προηγούμενες εμπειρίες μας πληροφορούν ποιοι είμαστε και πώς σχετιζόμαστε με τα παιδιά μας, είτε μας αρέσει είτε όχι. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να κάνουμε την αυτοκριτική μας για να έχουμε επίγνωση των δικών μας ερεθισμάτων και πώς οι εμπειρίες μας επηρεάζουν την ανατροφή των παιδιών.
Ενήλικες
Το διαγενεακό τραύμα μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν οι οικογένειες μεταξύ τους όπως και τον ίδιο τον χαρακτήρα τον ενηλίκων πλέον μελών τους. Ο τρόπος με τον οποίο μεγάλωσε ένα άτομο λέει πολλά για την προσωπικότητά του ως ενήλικα. Πολλές φορές το διαγενεακό τραύμα μπορεί να οδηγήσει τα νεότερα μέλη της οικογένειας στην αποξένωση από τα μεγαλύτερα ή και το αντίθετο. Παρατηρείται προσκόλληση σε αναχρονιστικές ιδέες που δεν αφήνουν το άτομο να προχωρήσει με ισορροπία στη ζωή του. Αυτό ως συνέπεια μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση βασικών ιδεών για τη ζωή, στην κατάχρηση αλλά και σε ψυχικές ασθένειες. Η αυξημένη αίσθηση συναισθημάτων που το ίδιο το άτομο δεν έχει ποτέ βιώσει το οδηγούν στην ντροπή ή την έπαρση, στην χαμηλή ή άκρατα υψηλή αυτοεκτίμηση και στην ευερεθιστότητα ανάλογα με το αντίστοιχο βίωμα των προγόνων.
Ο λόγος των ειδικών ψυχικής υγείας
Επειδή το διαγενεακό τραύμα είναι μία μορφή έμμεσης τραυματικής έκθεσης σε ένα γεγονός, συχνά δεν αναγνωρίζεται ή διαγιγνώσκεται εσφαλμένα. Η εμπειρία του τραυματικού στρες μπορεί να τροποποιήσει τις γνωστικές, συμπεριφορικές και φυσιολογικές λειτουργίες του ατόμου, γεγονός που μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία του σε θέματα ψυχικής υγείας. Σύμφωνα με τους ειδικούς η αποτελεσματική θεραπεία για όσους βιώνουν το διαγενεακό τραύμα, εστιάζει στην εξερεύνηση, ανάπτυξη και διατήρηση προστατευτικών παραγόντων που μπορούν να μειώσουν τον αρνητικό αντίκτυπο του τραύματος από γενιά σε γενιά. Στόχος των θεραπευτών είναι η αναζήτηση των αιτιών του παρελθόντος, περιλαμβανομένων όλων των στοιχείων της κάθε περίπτωσης. Έπειτα έχει σειρά η βελτίωση του ψυχικού τραύματος του ατόμου και η διακοπή όσο το δυνατόν μετάδοσης του τραύματος στις επόμενες γενιές. Για να γίνει αυτό χρειάζεται θάρρος, υπομονή, συνειδητοποίηση και υποστήριξη.