Στα σπλάχνα του πολέμου και στην απανθρωπιά της Κατοχής, ο Τσιτσάνης ανοίγει το δικό του ουζερί. Στην Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, ο κουνιάδος του μεγάλου ρεμπέτη παρακολουθεί και καταγράφει τα πράγματα από την δική του οπτική. Από την μία, το χιόνι και το ψύχος μυρίζουν θάνατο, από την άλλη ο Βασίλης αφήνει εποχή γράφοντας τις μεγαλύτερες επιτυχίες του.
Ο Γιώργος και η Ζωή μεγαλώσανε κάπου ανάμεσα στην Βούλγαρη και στην Χαριλάου. Η Ζωή, πλέον σύζυγος του Τσιτσάνη, ζούνε επίσης στην Παύλου Μελά, απέναντι από το Ουζερί, σ’ ένα δωματιάκι που έχει γεύση ψημένου πορτοκαλιού. Ο Γιώργος, ένας πολίτης χωμένος σε όλα, βιώνει την φρίκη της κατοχής με τον δικό του διακριτικό και απόμακρο τρόπο. Έξω από τους τοίχους που μένει, τα πάντα μοιάζουν δυσοίωνα. Λογοκρισία, προδοσία και συνεχείς περιπολίες της Γκεστάπω θερίζουν ζωές νέων και ηλικιωμένων, αθώων και υπεύθυνων. Είναι και οι Εβραίοι που φοβούνται οι καημένοι με τα όσα ακούνε. Μεταβιβάζουν τις περιουσίες τους σε Έλληνες με την ελπίδα ότι θα επιστρέψουν από την καταναγκαστική εργασία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Γιώργος συνεργάζεται με μια Εβραιοπούλα. Τυπώνουν κρυφά ενημερωτικά φυλλάδια στο υπόγειο του πατέρα του. Η Εστρέα, φοβάται κι αυτή. Μα με τον Γιώργο, κάτι παραπάνω την ενώνει. Είναι το πάθος της ηλικίας και η ασφάλεια που αισθάνεται κοντά του. Της υπόσχεται τα πάντα, δηλαδή την ελευθερία της! Κι όντως αυτός ήταν εντάξει απέναντι της…
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, μέσα από τα μάτια του Ανδρέα Σαμαρά, καταφέρνει σε ένα βιβλίο να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια, όχι μόνο στιγμές από την καθημερινότητα του Τσιτσάνη, αλλά και κάθε ανοιχτό μέτωπο που είχε τότε η κοινωνία της κατεχόμενης Θεσσαλονίκης. Στον γλυκό απόηχο του μπουζουκιού και στις μελωδίες που ακόμα και οι κατακτητές αγάπησαν, σκιαγραφείται η θλίψη, η φτώχεια, η πείνα και η αγωνία για ένα μέλλον αβέβαιο. Μεγάλα και θρυλικά ονόματα της εποχής ζωντανεύουν μέσα από τα μάτια και την κρίση του Γιώργου. Πρόσωπα που δίχασαν, που λατρεύτηκαν και υπάνθρωποι που απομυθοποιήθηκαν με τις πράξεις τους. Εικόνες εξαθλίωσης του ανθρώπινου είδους, αλλά και το “ισχυρό πάτημα” της Γερμανικής μπότας, επισκιάζουν κάθε αριστουργηματική σκέψη και δημιουργία από το μπλε τετράδιο που συνήθιζε να έχει ο Τσιτσάνης δίπλα στο κομοδίνο του. Κάθε τραγούδι του και μια ιστορία, μια μικρή συνωμοσία.
Το Ουζερί Τσιτσάνης, αγαπήθηκε όσο λίγα βιβλία. Ειδικά για όσους έζησαν στην όμορφη Θεσσαλονίκη, διαβάζοντας το, θα αισθανθούν σαν να περπατούν στους δρόμους της και πάλι. Σαν να γύρισαν τον χρόνο πίσω και αναγνωρίζουν τα μέρη εκείνα που κάποτε δάκρυσαν αποχαιρετώντας τα δικά τους παιδιά, κι ας ήταν Εβραιόπουλα, τους δρόμους εκείνους που μάτωσαν αγκαλιάζοντας άψυχα από σφαίρες κορμιά. Το Ουζερί Τσιτσάνης δεν είναι ένα ευχάριστο βιβλίο, είναι όμως μια ωδή στον Βασίλη Τσιτσάνη και στο έργο του, στον απαγορευμένο έρωτα, στην αυτοθυσία και στην αγάπη που λίγοι ένιωσαν για την καταγωγή τους.
Διαβάστε επίσης:
- http://Βασίλης Τσιτσάνης: 5+1 τραγούδια του μεγάλου ρεμπέτη
- Όταν ο Νίκος Παπάζογλου ταξίδεψε τη ψυχή μας
Βρείτε μας στο Facebook MAXMAG
…αλλά και στο Instagram maxmaggr