Η μελοποιημένη ποίηση μέσα από 20 ποιήματα

Ποίηση
Πηγή: pinterest.gr

Πως διεισδύει η μουσική μέσα στην ποίηση; Το ξεχωριστό  αυτό αμάλγαμα που ευφραίνει την καρδιά και συνδυάζει τα βαθύτερα νοήματα με την μελωδία που προσφέρουν οι νότες, είναι η μελοποιημένη ποίηση. Μια σχέση ανάμεσα στην γραμμένη φωνή του ποιητή και την ενορχηστρωμένη φωνή του μελοποιού, που ανάγει και εξάγει ένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Η μελοποίηση των ποιημάτων είναι ένα λόγος που πολλοί άνθρωποι ήρθαν σε επαφή με γνωστά και άγνωστα ποιήματα, που πειραματίστηκαν μουσικά, που διάβασαν την ιστορία και ήρθαν κοντά με τον κόσμο της ποίησης και της λογοτεχνίας.

Είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι τα τραγούδια (ή η μουσική σε κάθε έκφανσή της) είναι ένα από τα πιο αγαπητά μέσα ολιστικής ψυχαγωγίας του ανθρώπου. Μέσα από την μελοποίηση των ποιημάτων γνωστών ποιητών, γνωρίσαμε όλοι και όλες μας πτυχές της ποίησης που δεν ξέραμε, ήρθαμε κοντά και αγαπήσαμε με έναν νέο τρόπο την ποίηση, τρόπο διαφορετικό από την δασκαλοκεντρική λογοτεχνία του σχολείου ή την δυσκολία αντίληψης του ‘Τι θέλει να πει ο ποιητής;”

Η μουσική και η ποίηση απέκτησαν άλλο νόημα και χάραξαν νέα μονοπάτια στις καρδιές των ακροατών, με τα γνωστότερα ποιήματα και τους πολυσήμαντους ποιητές μας να δοξάζονται ως στιχουργοί πλέον στα πιο έντονα, ονειρικά και σημαντικά τραγούδια της εποχή μας.

Ποια είναι τα πιο γνωστά μελοποιημένα ποιήματα που γνωρίζεις ή αξίζει να μάθεις;

Advertising

Advertisements
Ad 14

1. «Η μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου» – Νίκος Ξυλούρης  (Ποίηση: Κώστας Βάρναλης)

Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό

Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαί

Advertising

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο…

Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο…

2.  «Ο εφιάλτης Της Περσεφόνης» – Μαρία Φαραντούρη (Ποίηση: Νίκος Γκάτσος)

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς

Advertising

3. «Της αγάπης αίματα»Γρηγόρης Μπιθικώτσης (Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης)

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

4.  «Κι αν έσβησε σαν ίσκιος» – Χαίνηδες (Ποίηση: Κώστας Καρυωτάκης)

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί
Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ-
καθάραιια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

Διαβάστε επίσης  Το Λάθος: Μέχρι που θα έφτανες για να κρατήσεις κάποιον;
Advertising

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που ‘ζησα ζωή!

5. «Και να αδερφέ μου» –Νίκος Ξυλoύρης (Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος)

Και να αδερφέ μου
Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.

Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος9
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα-σύκα
και τη σκάφη-σκάφη.

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:
“Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα”.
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.

Advertising

6. «Αλλά τα βράδια» – Βασίλης Παπακωνσταντίνου (Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης)

Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.

Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.

Advertising

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ’ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.

Advertising

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου…

7. «Απο μια πατρίδα εγώ είμαι» – Γιάννης Χαρούλης (Ποίηση: Κωστής Παλαμάς)

Από μια πατρίδα, εγώ είμαι,
κι όσο κι αν το λησμονώ,
πάω, προς μια πατρίδα πάω,
μια για πάντα να σταθώ.

Advertising

Κι εγώ απ’ όπου κι αν περάσω,
σ’ όποια γη, σ’ όποια γωνιά,
μπρος στη φύση, μες τον κόσμο,
στην ερμιά, στη συντροφιά,

ξένος πάντα με τον ξένο,
ξένος και με το δικό,
και πεζός και καβαλάρης,
κι όσο κι αν το λησμονώ,

δίχως να το θέλω, δίχως
να το γνοιάζομαι, όλα αυτά,
κάθε τόπος που διαβαίνω,
κάθε ζωή που ζω γοργά.

8. «Αυτοί παιδί μου δεν» – Μιχάλης & Παντελής Καλογεράκης (Ποίηση: Μιχάλης Γκανάς)

Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους
Όλο δεν και δεν και δεν – τρο δε φύτεψαν τα χέρια τους.

Advertising

Δε χάιδεψαν σκυλί, γατί, πουλάκι πληγωμένο,
γυναίκα άσχημη και στερημένη.

Αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ’ αγγέλου τους νερό.

Αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν, δεν αγαπούν,
ξέρουνε μόνο ν’ απαιτούν
περισσότερα περισσότερα περισσότερα, περι…
που έτσι γράφεται το μέλλον μας.

9. «Εμένα οι φίλοι μου» – Magic De Spell, Σωκράτης Μάλαμας (Ποίηση: Κατερίνα Γώγου)

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλεσ μου είναι σύρματα τεντωμένα
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Που κάνουν τραμπάλα στισ ταράτσεσ ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια πατήσια μεταξουργείο μετσ
Κάνουν ό, τι λάχει
Πλασιέ τσελεμεντέδων κι εγκυκλοπαιδειών
Φτιάχνουν δρόμουσ κι ενώνουν ερήμουσ
Διερμηνείσ σε καμπαρέ τησ ζήνωνοσ
Επαγγελματίεσ επαναστάτεσ
Παλιά τουσ στρίμωξαν και τα κατέβασαν
Τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
Αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλεσ μου είναι σύρματα τεντωμένα

Advertising

10. «Το παράπονο» – Ελευθερία Αρβανιτάκη (Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης)

Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα.

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ.
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.

Διαβάστε επίσης  Οι μεγαλύτερες βιβλιοθήκες στον κόσμο!

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα `ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει

11. «Για να σε συναντήσω» – Μανώλης Λιδάκης (Ποίηση: Tάσος Λειβαδίτης)

Κάθισε εδώ κοντά μου,
μου `λειψες ξαφνικά.
Έτσι όπως πέφτει ο ήλιος
χτυπάει η μοναξιά.
Μείνε λιγάκι ακόμα,
κάτι έχω να σου πω,
να πάρει ο αέρας χρώμα.

Advertising

Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
γι’ αυτό, για να σε συναντήσω.
Γι’ αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου,
γι’ αυτό, για να σε συναντήσω.

Δεν έχει αρχή και τέλος,
δεν έχει μέτρημα,
θάλασσα που κυλάει
αυτό το αίσθημα.
Στο πιο βαθύ σκοτάδι,
στη δυνατή βροχή
γιορτάζει η αγάπη,
γιορτάζει η αγάπη,
της νύχτας το σκοτάδι,
φωτίζει το φιλί.

Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
γι’ αυτό, για να σε συναντήσω.
Γι’ αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου,
γι’ αυτό, για να σε συναντήσω.

12. «Λύχνος του Αλλαδίνου» – Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας  (Ποίηση: Νίκος Καββαδίας)

Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ’ το λαιμό
μας σπρώχναν προς την θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.

Advertising

Κόκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε την “φιγούρα” μας στον πειρατή ρεγάλο
Πες μου, που βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ’ ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;

Για το άστρο της ανατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δε σου πρέπει!
Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί στο Κονακρί,
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.

Του ναύτη δώσ’ του στην στεριά κρεβάτι και να πιει.
όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες…
Μες το μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.

Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω
Και πήδηξ’ ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ’ την Σκύρο

Advertising

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνη εσύ πατάς στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου τον λύχνο του Αλαδίνου.

13. «Το τι και το ε» – Mατούλα Ζαμάνη (Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης)

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού,
για το μικρό το πόδι σου
μες στ’ αχανή σεντόνια
να μαδάω γιασεμιά.

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
που πια δεν έχω τίποτε άλλο.

Advertising

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»

14.«Μόνο γιατί μ’αγάπησες» – Ελευθερία Αρβανιτάκη (Ποίηση: Μαρία Πολυδούρη)

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.

Advertising

15. «Είμαστε κάτι ξαχαρβαλωμένες κιθάρες» – Χρήστος Θηβαίος (Ποίηση: Κώστας Καρυωτάκης)

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες
ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες
υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη
στην κορυφή τους το άπειρο αντηχάει
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε
στα όνειρά μας μπερδεύεται όλη η φύσις
στο σώμα στην ενθύμηση, πονούμε
κι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις.

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες,
κάτι απίστευτες αντένες,
κάτι διάχυτες αισθήσεις
στο σώμα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Advertising

16.«Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί» -Βασίλης Παπακωνσταντίνου (Ποίηση: Νίκος Καββαδίας)

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Διαβάστε επίσης  Κερδίστε ένα αντίτυπο του βιβλίου "Η ουσία του κακού" του Λούκα Ντ΄Αντρέα, από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου `λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που `χε πιει
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ’ Άντεν μου `λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Advertising

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό
πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη

17. «Κράτησα τη ζωή μου»  (Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης)

Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα,
κάτω απ’ το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά
στην κορυφή τους βραδιάζει.

18. «Κεμάλ» – Αλίκη Καγιαλόγλου (Ποίηση: Νίκος Γκάτσος)

Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα…

Advertising

19. «Σπασμένο καράβι» – Κώστας Καράλης (Ποίηση: Γιάννης Σκαρίμπας)

Σπασμένο καράβι νάμαι πέρα βαθιά
έτσι να ‘μαι –
με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω,
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι νάναι! –
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά να κοιτάνε…
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη –
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.
Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό
έτσι να ‘μαι –
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό, να κοιμάμαι…

20.«Αυτά τα κόκκινα σημάδια» – Νίκος Ξυλούρης (Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος)

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να ‘ναι κι απ’ το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.
Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε

Γειά σας , είμαι η Δήμητρα.
Είμαι στην ομάδα του ΜAXMAG από το 2020.
Υπερ-αναλύω (σχεδόν) τα πάντα και σκέφτομαι πολύ.
Τα βιβλία με διάλεξαν.. και δεν μπορώ να φανταστώ μια μέρα χωρίς αυτά.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Εξωτερικευμένα Προβλήματα Εφήβων: Προβλεπτικοί παράγοντες

Εξωτερικευμένα Προβλήματα Εφήβων: Προβλεπτικοί παράγοντες Τα εξωτερικευμένα προβλήματα των εφήβων
He Got Game

He Got Game: Μια σκοτεινή μπασκετική ταινία

Το “He Got Game”  είναι μία αμερικανική αθλητική δραματική ταινία