«..ο παπάς άκουε, άκουε και δε μιλούσε.
-τι συλλογιέσαι γέροντα μου; ρώτησε τέλος και η φωνή του τρέκλιζε
-συλλογιέμαι, παιδί μου, πως ο άνθρωπος είναι θεριό· θεριό ανήμερο…Μην κλαις. συλλογιέμαι ακόμα πως ο θεός είναι μεγάλος.
-χειρότερος απο θεριό…μουρμούρισε ο Γιαννακός κι έφτυσε, σα να τον πλάκωσε ξαφνικιά αναγούλα· σκούληκας όλο γλίτσα είναι ο άνθρωπος, μικρός, τιποτένιος, άτιμος…Μη μ’ αγγίζεις γέροντα μου· Δε σιχαίνεσαι;
O παπάς σώπαινε· τράβηξε πίσω το χέρι του, κάρφωσε τα μάτια του στη γη κι αναστέναξε..»
(Ο Χριστός ξανασταυρώνεται)
[punica-dropcap]Ο[/punica-dropcap] Νίκος Καζαντζάκης, ένας απο τους πλέον πολυσυζητημένους στο εξωτερικό και ξακουστούς πνευματικούς ανθρώπους της Ελλάδας, γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1883. Αυτός ο ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας θεωρείται απο πολλούς ταραγμένη πνευματική φυσιογνωμία. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια καλής οικονομικής κατάστασης- ο πατέρας του ήταν έμπορος- και οι δυσκολίες άρχισαν όταν γνώρισε την προσφυγιά το 1889, για πρώτη φορά, και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί λόγω της επανάστασης.
Ξαναγύρισαν στην Κρήτη και αναγκάστηκαν οικογενειακώς να φύγουν πάλι απο το νησί το 1897. Εγκαταστάθηκαν στη Νάξο, οπού εκεί ο Καζαντζάκης γράφεται στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού. Μεταγενέστερα οι σπουδές του φτάνουν και το 1906, που παίρνει το πτυχίο του στη Νομική, ενώ έμεινε μέχρι το 1909 στο Παρίσι για περαιτέρω σπουδές. Παρενθετικά, σημειώνεται πως τη φιλομάθεια του την είχε κάνει γνωστή απο πολύ νωρίς. Ο Καζαντζάκης επιθυμούσε να αναδειχθεί μέσα απο τον κόσμο των γραμμάτων.
« -Σκάψε! Τι βλέπεις;
-Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!
-Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
-Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.
-Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
-Δε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα ‘ναι ο θάνατος.
-Σκάψε ακόμα!
-Αχ! Δεν μπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα,
φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!
-Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα
φτερά είναι η καρδιά σου! »
(Ασκητική)
Αφού δοκιμάστηκε σε όλα τα είδη του λόγου, μέχρι και τη δεκαετία του 1920, μετά τον πόλεμο καταφεύγει στην πεζογραφία και αρνείται την Ποίηση. Αφήνει κατά μέρος τις δέκα περίπου τραγωδίες που είχε γράψει, εκδίδει την τεράστια “Οδύσσεια” του, η οποία συνίσταται απο 33.333 στίχους, και με το ίδιο πάθος ρίχνεται στην πεζογραφία. Στο ερώτημα, για ποιο λόγο εγκατέλειψε την Ποίηση ο Καζαντζάκης, μια απάντηση υπάρχει μονάχα: προσπάθησε μέσω της Ποίησης να επιβληθεί στα ελληνικά γράμματα κι απέτυχε. Ούτε οι Αθηναϊκοί λογοτεχνικοί κύκλοι ούτε το κοινό του έδωσαν τη σημασία που ο ίδιος επιθυμούσε. Ωστόσο, με τη μεταστροφή του στην πεζογραφία ο Καζαντζάκης δεν παραιτήθηκε συγχρόνως και απο τη φιλοδοξία του να είναι ο φορέας μια νέας φιλοσοφική σκέψης. Αντιθέτως, προσπάθησε να διαδώσει αυτά τα πιστεύω του μέσω του πεζογραφικού λόγου, καθώς θεωρούσε πως αυτό θα τον έφερνε πιο κοντά στο πλατύ κοινό, κάτι το οποίο εν τέλει πραγματοποιήθηκε.
Ο Καζαντζάκης έγινε γνωστός πρώτα στο εξωτερικό κι ύστερα στην Ελλάδα. Αρχικά σε αυτό έπαιξε ρόλο ο αφορισμός του απο την Εκκλησία, γεγονός που ξύπνησε- τρόπον τινά- την παγκόσμια κοινή γνώμη. Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο σκιαγραφεί την Κρήτη, το μυθολογικό στοιχείο που φέρουν όλοι οι ήρωες του, τα στοιχεία πάθους κι αγωνίας στις διατυπώσεις του και η αμφιβολία για τη μοίρα του ανθρώπου συνετέλεσαν στη βαθμιαία αποδοχή του στην Ευρώπη. Από νέος αποφάσισε να ζήσει με το γράψιμο. Ήταν λιτός στη ζωή του, δεν τον απασχολούσαν οι ευθύνες του βίου, ούτε καν οι οικογενειακές, κέρδιζε το λιγοστό ψωμί του με παραπλήσια εργασία, όπως μεταφράσεις και δημοσιογραφία. Ακριβώς για αυτό άφησε και έργο.
« Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για’ μένα
πάντα βαθύ ανεξερεύνητο μυστήριο· η λαχτάρα,
η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει
ο άνθρωπος ως το Θεό – ή πιο σωστά να επιστρέψει
ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του· η νοσταλγία
αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα η τόσο πραγματική, άνοιγε
μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες. Από τη νεότητα μου
η πρωταρχική αγωνία μου, από που πήγαζαν όλες μου
οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν τούτη:
η ακατάπαυτη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνέμα και στη σάρκα. »
(Ο τελευταίο πειρασμός)
Ο Νίκος Καζαντζάκης ως άνθρωπος είναι μια διαχρονική προσωπικότητα που ποτέ δεν θα πάψει να τρυπάει τα μύχια ψυχής τε και σώματος σε όποιον έρχεται σε επαφή με την σκέψη του. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και αν επιθυμήσεις κανείς να αναλύσει κριτικά το έργο του θα πρέπει να γράψει δεκάδες τόμους. Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957 σε ηλικία 74 ετών σε νοσοκομείο της Γερμανίας, ύστερα από πολύχρονη μάχη με την λευχαιμία.
