Τη συγκίνηση και την ευαισθησία την παρακολουθώ με διαίσθηση και την εποπτεύω με λογική και κάθε στιγμή, που προσπαθώ να την υποτάσσω όσο μπορώ στους αισθητικούς κανόνες που μου δίδαξε ο χρόνος και ο κόπος. Σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο από τη συγκίνηση, η φαντασία, η τεχνική, η ευστροφία και η εμπειρική είναι τα κατάλληλα όπλα για την κατάκτηση της θεατρικής μορφής.
Τα παραπάνω είχε δηλώσει η Κατίνα Παξινού σε σχέση με την αναγκαιότητα της συγκίνησης στην υποκριτική, ένα ζήτημα το οποίο επανέρχεται στις θεωρητικές συζητήσεις και απασχολεί κριτικούς και θεατρολόγους. Ο Ντενί Ντιντερό, στο έργο του «Το Παράδοξο με τον Ηθοποιό», επιχειρεί να εξηγήσει μέσα από μία διαλογική σκηνή γεμάτη συνειρμούς και συλλογισμούς, τη λειτουργία της υποκριτικής τέχνης και τα θεμέλια στα οποία αυτή αναπτύσσεται. Ο ίδιος υποστηρίζει πως το περιβόητο συναίσθημα είναι περιττό για το τελικό αποτέλεσμα, ενώ μάλιστα μπορεί να φανεί επιζήμιο και πως για μία άρτια ερμηνεία αναγκαία είναι η λογική επεξεργασία αλλά και η προεργασία. Το Παράδοξο εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1770 κι έκτοτε η συζήτηση για τρόπους και τεχνικές υποκριτικής επανέρχεται διαρκώς με σχολές, δασκάλους, καινοτόμους ανανεωτές κ.α. Εν τέλει τι κρύβεται πίσω από την άρνηση κάθε συναισθήματος και πως καθορίζει αυτός ο τρόπος το σύνολο της παράστασης;
Όντας ένας από τους πρώτους Διαφωτιστές, άθεος και υλιστής, ο Ντιντερό δε μπορούσε να υποκλιθεί απέναντι σε καμία δύναμη, ούτε αυτή της ίδιας της φύσης, ενώ η επιστημονική παρατήρηση φαινόταν να είναι η μόνη αξιόπιστη δίοδος για κάθε αίνιγμα. Έτσι και στο ζήτημα της τέχνης, ο ίδιος είχε θέσει συγκεκριμένα κριτήρια για τον καλό ηθοποιό. Η παρατηρητικότητα και η μεθοδική προσπάθεια ήταν κύρια στοιχεία και θυμίζουν περισσότερο αρετές επιστήμονα παρά καλλιτέχνη. Από την άλλη κάθε πηγαία αντίδραση και κάθε συναίσθημα προερχόμενο από τον ίδιο τον ηθοποιό και τα προσωπικά βιώματά του δεν αποτελούν παρά μία παραπλάνηση. Κάτι τέτοιο γίνεται φανερό και στο παράδειγμα από το Παράδοξο, όπου αναφέρεται η ηθοποιός που θρήνησε επί σκηνής το χαμένο του γιο. Ο θρήνος του όμως αποκλείεται να υπερέβη την υποχρέωσή του να παίξει. Ο ρόλος του ως υποκριτής και ο ρόλος του ως πατέρας θα ήρθαν σε σύγκρουση και σίγουρα αν το αποτέλεσμα ήταν ωραίο, ο υποκριτής θα ήταν και ο νικητής. Επανερχόμαστε λοιπόν στη λογική και το αόρατο χαλινάρι που επιτάσσει το υπερβολικό πάθος.
Σήμερα; Η αγάπη για το αντικείμενο δεν αμφισβητείται μα δε μπορεί να είναι και αρκετή για την ευνοϊκή στάση απέναντι σε οποιοδήποτε παραστασιακό εγχείρημα. Ηθοποιός δε σημαίνει απλώς φως, το οποίο με ένα διακόπτει ανάβει για φωτίζει με ευαισθησία και δάκρυα ή γέλια. Αυτό είναι τεράστια προσβολή προς την απαιτητικότητα του ίδιου του επαγγέλματος. Ηθοποιός είναι νοητική και σωματική άσκηση, μελέτη, έρευνα, ενσυναίσθηση, οξυδέρκεια, φαντασία και αντοχή, επιμονή και στοχοθεσία. Ο σύγχρονος ηθοποιός επιτελεί άθλο επί σκηνής για λίγες ώρες και διαρκή αγώνα πίσω από αυτήν.
Το παράδοξο εμφανίζεται για πρώτη φορά ως δοκίμιο το 1770 και παραμένει αμφιλεγόμενο αλλά και ανατρεπτικό ως σήμερα.