
Ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρήθηκε άθεος και αφορίστηκε, ιδιαίτερα για το βιβλίο του ο Τελευταίος Πειρασμός. Το κατά πόσο, όμως, ο Καζαντζάκης ήταν στα αλήθεια άθεος δεν είναι σαφές. Το έργο του ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, εκτός από ένα έργο μεγάλης λογοτεχνικής αξίας αποτελεί και δείγμα ότι ο Καζαντζάκης όχι μόνο δεν ήταν άθεος αλλά είχε μία από τις πιο υγιείς αντιλήψεις για την πίστη και τη θρησκεία του Χριστιανισμού.
Η πλοκή του έργου είναι απλή και παράλληλα επιτυγχάνει την δημιουργία ‘’δύο κόσμων’’. Ο Νίκος Καζαντζάκης δημοσίευσε για πρώτη φορά αυτό το έργο του το 1948 και εκδόθηκε το 1954 από τον εκδοτικό οίκο Δίφρος. Κυκλοφόρησε στην Νορβηγία και τη Γερμανία το 1951. Έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά. Το βιβλίο διασκευάστηκε για τον κινηματογράφο το 1957, ενώ έγινε και τηλεοπτική σειρά το 1975 η οποία προβλήθηκε από την ΕΡΤ. Το πρωταγωνιστικό ρόλο του Μανωλιού κρατούσε ο Αλέξης Γκόλφης.

Ο Νίκος Καζαντζάκης μ’αυτήν την ιστορία επικεντρώνεται σε δύο χωριά. Την πλούσια Λυκόβρυση και την φτωχιά Σαρακίνα. Η Λυκόβρυση, η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός Τούρκου Αγά, έχει σαν έθιμο κάθε 7 χρόνια να αναπαριστούν την ζωή του Χριστού. Οι άρχοντες του χωριού επιλέγουν τα πρόσωπα που χρειάζονται: τον Ιούδα, τη Μαγδαληνή, τον Πέτρο, τον Ιωάννη, τον Ιάκωβο και τον Χριστό. Εκείνη την ημέρα φτάνουν στο χωριό οι κάτοικοι της Σαρακίνας και ζητούν ελεημοσύνη καθώς το χωριό τους καταστράφηκε από τους Τούρκους, ωστόσο, διώχνονται από τον Παπά της Λυκόβρυσης.
Παράλληλα, ο Παναγιώταρος που επιλέχτηκε για το ρόλο του Ιούδα είναι ερωτευμένος με την Κατερίνα, η οποία είναι ερωτευμένη με το Μανωλιό, έναν αγαθό βοσκό που έχει επιλεγεί για το ρόλο του Χριστού. Όταν η Κατερίνα θυσιάζει τη ζωή της για να σώσει το Μανωλιό, ο Παναγιώταρος βάζει σκοπό της ζωής του να σκοτώσει τον Μανωλιό.
Όσο η ιστορία προχωράει συμβαίνουν διάφορα γεγονότα, με βασικότερο την προσπάθεια των ‘’θεοσεβούμενων’’ αρχόντων της Λυκόβρυσης να μην δοθεί ελεημοσύνη στους φτωχούς της Σαρακίνας. Η ιστορία τελειώνει με τον θάνατο του Μανωλιού και την βίαιη αποκατάσταση της τάξης από Τούρκους αξιωματικούς. Οι δύο κόσμοι που αναφέρθησαν δεν αφορούν την τετριμμένη διαφοροποιήση του πλούσιου χωριού από το φτωχό. Αφορά δύο διαφορετικές ομάδες που ενώ φαινομενικά ασπάζονται την ίδια θρησκεία, κατά βάθος είναι φανερό ότι πιστεύουν με τελείως διαφορετικό τρόπο.
Ακολουθώντας τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι εύκολο να γίνουν οι παραλληλισμοί με τα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης. Ο αγνός και ευσεβής βοσκός, ο οποίος γνωρίζει το νόημα της θυσίας, της προσευχής, το νόημα της βαθιάς πίστης και κυρίως της ευσπλαχνίας και της ελεημοσύνης, οδηγείται στο θάνατο, ως επικίνδυνος για την τάξη, όπως έγινε και με τον Χριστό. Αυτοί που κινούν τα νήματα σε αυτό είναι, όπως και στην περίπτωση της σταύρωσης, οι θρησκευτικοί και πολιτικοί άρχοντες, ενώ η αντίστοιχη Μαγδαληνή φαίνεται να είναι ηθικότερη από όλους όσους την κρίνουν. Ο Ιούδας αυτή την φορά έχει ως αφετηρία του μίσους του το ερωτικό πάθος και όχι τα χρήματα όμως η πορεία και η κατάληξη είναι η ίδια. Από τον τρόπο που ο Καζαντζάκης αναλύει την ψυχοσύνθεση του κάθε χαρακτήρα φαίνεται ότι ο Ιούδας είναι λιγότερο ένοχος από την θρησκευτική ηγεσία κάτι που, επιμελώς, έχει παραμεριστεί στις μέρες μας από το μεσαιωνικό έθιμο με τη καύση του Ιούδα την Ανάσταση. Παράλληλα, εμφανίζονται και πρόσωπα που κρατούν την στάση που είχαν και οι μαθητές του Χριστού, ενώ ο Αγάς της Λυκόβρυσης σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος παραδίδει τον ‘’ένοχο’’ στο πλήθος προκειμένου να αποφύγει να κινδυνεύσει η θέση και η ησυχία του.

Το έργο του Καζαντζάκη είναι πλούσιο σε περιγραφές. Οι ηθογραφικές και βουκολικές εικόνες είναι ιδιαίτερα παραστατικές. Το πιο εντυπωσιακό είναι ωστόσο η τόσο λεπτομερής και ρεαλιστική σκιαγράφηση των δύο ειδών πίστης και των δύο προσώπων του κλήρου, το οποίο σήμερα είναι διαχρονικότερο από πότε. Διαβάζοντας κάποιος το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δίκαια θα αναρωτηθεί αν τελικά ο Νίκος Καζαντζάκης αφορίστηκε επειδή ήταν όντως άθεος ή επειδή έβαλε τον καθρέφτη μπροστά από την υποκρισία ενός μέρους του κλήρου και του θρησκόληπτου λαού.