Τα ποιήματα που γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν από τους Έλληνες καλλιτέχνες είναι πολλά. Εδώ είναι μερικά ποιήματα που μελοποιήθηκαν απ’ όσα ξεχωρίσαμε.
- Μόνο γιατί μ’ αγάπησες
Το ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη για τον έρωτα από την ποιητική της συλλογή Οι τρίλιες που σβήνουν (1928) που ερμήνευσε η Ελευθερία Αρβανιτάκη σε μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
2. Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Το ποίημα του Κώστα Βάρναλη από την ποιητική συλλογή Τα Ποιητικά (1956) που μελοποιήθηκε από τον Λουκά Θάνου και ερμηνεύτηκε σε πρώτη εκτέλεση από τον Νίκο Ξυλούρη, ακολουθώντας τον πολλοί άλλοι ερμηνευτές.
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ’ έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ’ αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ’ “όλα για όλα”
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα
μ’ έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!… Πεινώ!…
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ’ εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!…
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-“Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!…”
Mα με την κουβέντ’ αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
― “Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου –
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ’ αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη”.
3. Εμένα οι φίλοι μου
Το ποίημα της Κατερίνας Γώγου από τη συλλογή Τρία κλικ Αριστερά (1978) που μελοποιήθηκε από τον Νίκο Μαϊντά και ερμηνεύτηκε από τους Magic de Spell σε συνεργασία με τον Σωκράτη Μάλαμα.
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.
4. Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
Το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη από την ποιητική συλλογή Άξιον Εστί (1959), το οποίο μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη για να το ερμηνεύσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και έγινε σύμβολο για την εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών στη χώρα μας.
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!
5. Τούτες τις μέρες
Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου από την ποιητική συλλογή Καπνισμένο Τσουκάλι (1974), το οποίο μελοποίησε ο Χρήστος Λεοντής και ερμήνευσε ο Νίκος Ξυλούρης, σημαδεύοντας την εποχή της Χούντας.
Πιο κοντά, πιο κοντά
μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει,
μας κυνηγάει
Πιο κοντά, πιο κοντά
μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.
6. Για να σε συναντήσω
Το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη μελοποιήθηκε από τον Κώστα Λειβαδά και ερμηνεύτηκε από τον Μανώλη Λιδάκη.
Κάθισε εδώ κοντά μου,
μου `λειψες ξαφνικά.
Έτσι όπως πέφτει ο ήλιος
χτυπάει η μοναξιά.
Μείνε λιγάκι ακόμα,
κάτι έχω να σου πω,
να πάρει ο αέρας χρώμα.
Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
γι’ αυτό, για να σε συναντήσω.
Γι’ αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου,
γι’ αυτό, για να σε συναντήσω.
Δεν έχει αρχή και τέλος,
δεν έχει μέτρημα,
θάλασσα που κυλάει
αυτό το αίσθημα.
Στο πιο βαθύ σκοτάδι,
στη δυνατή βροχή
γιορτάζει η αγάπη,
γιορτάζει η αγάπη,
της νύχτας το σκοτάδι,
φωτίζει το φιλί.
Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
γι’ αυτό, για να σε συναντήσω.
Γι’ αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου,
γι’ αυτό, για να σε συναντήσω.
7. Βρέχει στη φτωχογειτονιά
Ένα ακόμα ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη σε πρώτη εκτέλεση του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες.
8. Διάφανες αυλαίες
Το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου από την ποιητική συλλογή Ενδοχώρα, με μελοποίηση και εκτέλεση από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Είναι τα βλέφαρά μου
διάφανες αυλαίες.
Όταν τα ανοίγω βλέπω
μπρος μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω
μπρος μου ό,τι ποθώ.
9. Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο
Το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη από την ποιητική συλλογή Ελεγείες και Σάτιρες (1927) σε μελοποίηση και εκτέλεση από τα Μωρά στη Φωτιά.
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα `ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Ονειρο ανάγλυφο, θα `ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ’ αρέσω.
https://www.youtube.com/watch?v=WqhQIJZNgQw
10. Το τριαντάφυλλο
Το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, το οποίο μελοποιήθηκε από τον Παναγιώτη Κωνσταντακόπουλο και ερμηνεύτηκε από την Μαρία Δημητριάδη.
Είδα στον ύπνο μου, απόψε, πως μίκρυνες
Πως έγινες ένα τριαντάφυλλο κόκκινο, φρέσκο, σαν άκοπο
Σ’ είχα στο χέρι μου, τάχα, και πήγαινα, πήγαινα
Πού να σε βάλω;
Όλη η γης είναι στήθος μου
Πέρασα κι άφησα δεξιά τον Ταΰγετο
Στάθηκα μόνο, τον κοίταξα λίγο
Και πήρα το δρόμο μου πάλι και πήγαινα, πήγαινα
Πού να σε βάλω;
Όλη η γης είναι στήθος μου.