«Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,/χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε./Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις./Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε./Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις/είναι το καταφύγιο που φθονούμε.»
Ποιητής και Πεζογράφος ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης γεννημένος το 1896. Αναμφίβολα, υπήρξε μια απο τις σημαντικότερες μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας και άσκησε βαθύτατη επιρροή σε μεταγενέστερους λογοτέχνες, ενώ ο ίδιος συνιστά μια ιδιαίτερη προσωπικότητα τόσο μελετώντας τα έργα του όσο και το τέλος του. Ένας εκ των σημαντικότερων νεοελλήνων ποιητών και πρόδρομος της ανανέωσης του ποιητικού λόγου ο συγκεκριμένος Ποιητής στην Ελλάδα. Τα νέα στοιχεία που έφερε, οι καινοτομίες στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία, οι καθημερινές απλές λέξεις, που μέσα στα Ποιήματά του αποκτούσαν όλη τη λάμψη κι όλο τους το νόημα, οι ίδιες οι Ποιητικές ιδέες του ήταν που διαμόρφωσαν μια ‘αναστάτωση’ στους φιλολογικούς κύκλους, ενώ ακόμα ζούσε ο Ποιητής. Όπως ήταν φυσικό, ελάχιστοι μπόρεσαν να αντιληφθούν το νέο μήνυμα που έφερε.
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια/σα να χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.
Ο Ποιητής αυτός δε δημιούργησε σχολή στην Τέχνη, δε βρήκε μιμητές με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ο Καρυωτάκης δημιούργησε ένα ορόσημο. Απ’ αυτόν ξεκινάει μια ολόκληρη ανανέωση. Το έργο του δεν είναι μόνο Ποιητικό, αντιθέτως έχει γράψει πολλά πεζά κείμενα και έχει φιλοτεχνήσει θαυμάσιες μεταφράσεις.
Ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη ήταν δύο ποιητές της γενιάς του 1920, που ερωτεύθηκαν πολύ, αλλά δε βρήκαν την ευτυχία μέσα από τον έρωτά τους. Γνώρισαν και οι δύο τραγικό θάνατο νωρίς. Πρέπει να σημειωθεί, πως γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα.Πολλοί υποστηρίζουν πως η Ποιήτρια είχε προτείνει γάμο στον Καρυωτάκη, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Όταν η Πολυδούρη έμαθε πως ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε. Η άλλοτε δυναμική γυναίκα κατέρρευσε.
[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.