Από τα διηγήματα του Βιζυηνού οι περισσότεροι αναγνώστες θυμούνται περισσότερο το Αμάρτημα της Μητρός μου. Βασικός λόγος είναι ότι αποτελεί τμήμα της σχολικής ύλης. Ο πιο σημαντικός λόγος ωστόσο είναι γιατί προσφέρει πολλά στοιχεία για τα ήθη και τα έθιμα εκείνης της εποχής και επιπλέον δίνει μία σαφή εικόνα για τη ζωή και τον τρόπο που έγραφε ο συγκεκριμένος συγγραφέας.
Αρχικά, διαβάζοντας το διήγημα το πρώτο στοιχείο που μπορεί να διαπιστώσει κανείς είναι η προσκόλληση των λαϊκών ανθρώπων στην θρησκευτική πίστη. Συχνά μέσα στο διήγημα η μητέρα όχι μόνο προσεύχεται στο Θεό για να σωθεί η άρρωστη κόρη της αλλά διαδραματίζεται και ένα ολόκληρο “τελετουργικό” μέσα στην εκκλησία όπου πάνω στην απόγνωση της προσφέρει σαν θυσία οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα παιδιά της. Στο τέλος του διηγήματος επίσης φτάνει στο σημείο να εξομολογηθεί στον Πατριάρχη χωρίς να καταφέρνει να απαλύνει την συνείδηση της. Εκτός από το θρησκευτικό στοιχείο ωστόσο, το οποίο κυριαρχεί στο διήγημα, φωτίζονται παράλληλα κι άλλα ηθογραφικά στοιχεία της εποχής. Χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν η δεισιδαιμονία την οποία συναντάμε μέσα από βότανα, πρακτικούς γιατρούς κ.α. Μπορούμε επίσης να καταλάβουμε πολλά για την θέση της γυναίκας και για την υποχρέωση που αναλάμβαναν τα αγόρια απέναντι στα κορίτσια. Η διήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και ο ήρωας της ιστορίας έχει το ίδιο όνομα με τον Βιζυηνό. Στοιχείο που δείχνει ότι η ιστορία αυτή είναι μέρος της αυτοβιογραφίας του.
Ωστόσο, μόνο από την εξέταση του τίτλου μπορούμε να αντλήσουμε πολύ σημαντικές πληροφορίες για το διήγημα και την σκέψη του Βιζυηνού. Στην σχολική ύλη το αμάρτημα που διδάσκεται ότι διαπράττει η μητέρα είναι ότι σκοτώνει μέσα στο ύπνο της το παιδί της. Σε αυτό οφείλεται και η επιθυμία της να υιοθετεί και να αναθρέφει κορίτσια. Μία δεύτερη εκδοχή ωστόσο είναι ότι ο τίτλος δεν αναφέρεται σε αυτό το περιστατικό. Το πραγματικό αμάρτημα της μητέρας είναι η συνειδητή θυσία ενός από τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας της προκειμένου να σωθεί η άρρωστη κόρη της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το τραυματισμό του ψυχισμού του παιδιού της που άκουσε αυτή την προσευχή και το να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η μητέρα του δεν τον αγαπούσε. Αυτό το επιχείρημα στηρίζεται στην αριστοτελική επιρροή στο έργο του Βιζυηνού. Ο Βιζυηνός γνώριζε την αριστοτελική φιλοσοφία. Στην ανάλυση του διηγήματος υπάρχουν απόψεις ότι αυτά τα δύο περιστατικά αποτελούν παραδείγματα της διάκρισης που κάνει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια μεταξύ εκούσιων και ακούσιων πράξεων. Ο θάνατος του βρέφους ήταν μία ακούσια πράξη. Αντίθετα η θυσία των παιδιών της προκειμένου να σωθεί η κόρη της ήταν μία συνειδητή πράξη που η οποία πήγαζε από την επιθυμία της μητέρας να αναθρέφει κορίτσια πιστεύοντας έτσι ότι θα έβρισκε την εξιλέωση για αυτό που συνέβη στο παρελθόν. Το διήγημα δείχνει ακόμα την προσπάθεια ενός δεκάχρονου παιδιού να μεταναστεύσει και να εργαστεί για να συντηρήσει την οικογένεια του και τελειώνει με την προσπάθεια της μητέρας να βρει την εξιλέωση μέσα από την εξομολόγηση, που όμως δεν τα καταφέρνει γιατί η παιδοκτονία έστω και από αμέλεια είναι δύσκολο να συγχωρεθεί. Το διήγημα αυτό αποτελεί την έναρξη του Βιζυηνού στην πεζογραφία και είναι ίσως αυτό που μπορεί να φωτίσει καλύτερα την ζωή του συγγραφέα και την αλήθεια της εποχής που έζησε.