[punica-dropcap]Τ[/punica-dropcap]ο βιβλίο του Αργύρη Χιόνη «Έχων σώας τάς φρένας και άλλες τρελές ιστορίες» είναι το τελευταίο του βιβλίο, που εκδόθηκε μάλιστα μετά θάνατον το 2016 από τις εκδόσεις Κίχλη. Πρόκειται για διηγήματα που παρέδωσε ο ίδιος στην Γιώτα Κριτσέλη το φθινόπωρο του 2011, αλλά ανήμερα των Χριστουγέννων του ίδιου έτους συνάντησε τον θάνατο. Η ίδια η Γιώτα Κριτσέλη επιμελήθηκε τη συλλογή αυτών των διηγημάτων και την παρουσίαση τους στο αναγνωστικό κοινό, καθώς με την παράθεση των δικών της αλλά και του συγγραφέα, χρήσιμων σημειώσεων φωτίζονται -τυχόν- σκοτεινά μονοπάτια της αφήγησης και δίδεται μια πιο ολοκληρωμένη εντύπωση για όσα ο συγγραφέας στόχευε να μεταφέρει στον αναγνώστη.
Όπως επεξηγείται στο επίμετρο του βιβλίου, η πρόθεση του συγγραφέα να δημοσιευθούν τα διηγήματα αυτόνομα και στοιχισμένα σε μια συλλογή ήταν γνωστή κι από παλιότερες δημοσιεύσεις αυτών σε λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και με την γραπτή κατάθεση της επιθυμίας του. Πολλά από τα χειρόγραφα του ήταν, επίσης, ένας φάρος για αυτό το εγχείρημα, καθώς και οι τηλεφωνικές συνομιλίες με την Γ. Κριτσέλη. Ο τίτλος εμπνεύστηκε από τις χειρόγραφες καταθέσεις εν ώρα εμπνεύσεως του συγγραφέα, ο οποίος έλκεται από το παιχνίδι της λογικής και της τρέλας, το ύφος δηλαδή που κατέχουν όλα τα διηγήματα. Με δικές του λέξεις σημειώνει: «Ποτέ δεν είχα σώας τάς φρένας, σαλεμένες τίς είχα, αλλά αυτές οί σαλεμένες σώο μέ κράτησαν μέσα σ’ αυτόν τόν ανελέητο κόσμο τής λογικής».
Τα διηγήματα χαρακτηρίζονται από το ιδιαίτερο ποιητικό λόγο του συγγραφέα, είναι εμβλητικά μέσω αλληγοριών, παρομοιώσεων, φαντασιώσεων. Θα έλεγε κανείς πως ο λόγος του Αργύρη Χιόνη είναι ικανός να δώσει ζωή σε οτιδήποτε, όπως άλλωστε πολλές φορές ο ίδιος πειραματίζεται και δημιουργεί ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες με «τα όντα και τα μη όντα». Η αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη είναι πως πρόκειται για ποιήματα σε αφηγηματική φόρμα, ιστορίες που δίδονται με ποιητικότητα και πηγαία έμπνευση. Το κύκνειο άσμα ενός μεγάλου συγγραφέα, ενός μεγαλουργού ποιητή.
Αξίζει να σημειωθεί και η καλλιτεχνική προσέγγιση της εμφάνισης του βιβλίου. Τα σχέδια της Εύης Τσακνιάς και οι εκδόσεις Κίχλη παρουσιάζουν το βιβλίο σαν ένα ακόμη προσωπείο του συγγραφέα με σεβασμό και βαθιά αγάπη για την τέχνη. Οι εικόνες στην έναρξη κάθε κεφαλαίου και το χάρτινο εξώφυλλο είναι κοσμήματα που θα εντυπωσιάσουν όποιον αναγνώστη κρατήσει στα χέρια του αυτό το βιβλίο.
Το ταξίδι της ζωής του ξεκίνησε από τα Σεπόλια το 1943. Στα δεκατέσσερά του, άρχισε να γράφει ποιήματα σε έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο, αντιγράφοντας την πρόζα των μαντινάδων και τα αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, τραγούδια που η μητέρα του -με καταγωγή από την Κρήτη- του τραγουδούσε. Εμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε το 1963 στο περιοδικό «Δωδέκατη Ώρα» και το 1964, στη «Νέα Εστία». Το 1966, σε ηλικία 23 ετών, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή, οι «Απόπειρες φωτός». Ποιήματα και πεζογραφήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ολλανδικά, σερβοκροατικά και ρουμάνικα. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.
Το 1967, λίγο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, έφυγε στο εξωτερικό. Πρώτος σταθμός ήταν το Παρίσι όπου, εργαζόμενος σκληρά για το βιοπορισμό του (ως λαντζιέρης, φορτοεκφορτωτής), ξεκίνησε να παρακολουθεί βραδινά μαθήματα γαλλικών. Στις αρχές του 1968, ποιήματά του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε έγκυρα ολλανδικά λογοτεχνικά περιοδικά. Λίγο μετά τα γεγονότα του Μάη του ’68, η μεταφράστριά του στην Ολλανδία, η Maria Blijstra και ο σύζυγός της, ο συγγραφέας Rein Blijstra, παλιοί φίλοι του Καζαντζάκη και λάτρεις της Ελλάδας, επισκέφθηκαν το Παρίσι για ένα λογοτεχνικό συνέδριο, οπότε και συναντήθηκαν για πρώτη φορά μαζί του και τον προσκάλεσαν στο Άμστερνταμ. Μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες ο Αργύρης Χιόνης επιχείρησε το ταξίδι αυτό με πολλές δυσκολίες. Στο σπίτι των Blijstra, γνωρίστηκε με τον ελληνιστή καθηγητή του Πανεπιστημίου Arnold van Gemert και την ελληνίδα γυναίκα του, που του πρότειναν να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ολλανδία υποσχόμενοι να του βρουν δουλειά.
Ο Α. Χιόνης επέστρεψε στο Παρίσι και λίγους μήνες αργότερα έλαβε μήνυμα από Ολλανδία ότι βρέθηκε θέση σε εκδοτική κλασικών κειμένων, οπότε έφυγε πάλι για το Άμστερνταμ. Στο Άμστερνταμ, έζησε τα επόμενα οκτώμισι χρόνια.
Επέστρεψε ξανά για λίγο διάστημα στην Ελλάδα το 1977, αλλά από το 1982 και για τα δέκα επόμενα χρόνια, εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες. Το 1992, παραιτήθηκε από τη θέση αυτή και αποσύρθηκε στο Θροφαρί, ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολήθηκε ως το τέλος της ζωής του μόνο με την καλλιέργεια της γης και της ποίησης.
Οπισθόφυλλο
Το παρόν βιβλίο απαρτίζεται από εννέα διηγήματα, στα οποία κυριαρχούν -μόνα τους ή σε συνδυασμό- αυτοβιογραφικά, μυθοπλαστικά και ψευδοδοκιμιακά στοιχεία. Κοινό τους θέμα είναι -σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα- «το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής».
Τα διηγήματα, γραμμένα με παιγνιώδη και ενίοτε παρωδιακή διάθεση, ακολουθούνται από σημειώσεις, οι οποίες εντάσσονται αφηγηματικά στο κείμενο με τρόπο που θυμίζει κάποτε τον Μπόρχες. Ωστόσο, τα παιγνιώδη στοιχεία λειτουργούν συνειδητά ως αντίβαρο στο υπαρξιακό βάθος. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Επειδή το θέμα του βιβλίου είναι αρκετά βαρύ ή, μάλλον, δυσβάστακτο, το ύφος είναι, συχνά, παιγνιώδες, ώστε να μη βαρύνεται η ψυχή όχι μόνο του αναγνώστη αλλά και του ίδιου του συγγραφέα».