Η Ματωμένη Κάμαρα είναι ένα βιβλίο γεμάτο με ιστορίες που γράφτηκαν ξανά από την πένα της Angela Carter. Μέσα από την αφήγησή της προσδιορίζει την θέση της γυναίκας ως θύμα. Κάτι που είναι χαρακτηριστικό και στις αρχικές εκδοχές των παραμυθιών. Αυτό που δεν υπάρχει στην αρχική εκδοχή τους όμως, είναι η αντιστροφή των ρόλων του θύτη και του θύματος.
Μέσα από την Ματωμένη Κάμαρα παρατηρεί κανείς ότι οι γυναίκες δεν ήταν παλιά τίποτα παραπάνω από απλά θύματα. Αυτό ακριβώς θέλει να μας επισημάνει και η συγγραφέας. Καθώς η λαϊκή κουλτούρα που επικρατούσε ήθελε τις γυναίκες ως θύματα και τους άντρες ως θύτες. Εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο γραφής. Ένιωσα περιέργεια για το πώς αντιμετώπισαν το βιβλίο της και την ίδια ακόμα, καθώς η Ματωμένη Κάμαρα γράφτηκε το 1979. Μία εποχή που ακόμα η θέση της γυναίκας και η έντονα φεμινιστικές απόψεις δεν αντιμετωπίζονταν με δεκτικό τρόπο.
Πολλοί θεωρούν την Carter φεμινίστρια. Προσωπικά, μέσα από αυτό το βιβλίο της θεωρώ ότι όχι μόνο έδειξε την θέση της γυναίκας ως θύμα, αλλά και την θέση του άντρα ως θύτη. Η αλλαγή και ο τρόπος που ανέδειξε την πορεία των ιστοριών είχε ένα μοναδικό αποτέλεσμα. Ένα βιβλίο γεμάτο παραμύθια για ενήλικες.
Μέσα από την Ματωμένη Κάμαρα ζωντανεύουν ξανά οι ιστοριές του Κυανοπόγωνα, της Χιονάτης και άλλων γνωστών και μη παραμυθιών. Παραμύθια με τα οποία όλοι μεγαλώσαμε ακούγοντάς τα. Πλέον έχουν μία ολοκαίνουρια οπτική και είναι γραμμένα από μία μοναδική πένα.
Περίληψη Του Βιβλίου
Τα παλιά δημοφιλή παραμύθια, μύθοι και θρύλοι αναβιώνουν, έντεχνα τροποποιημένα στο “Η ματωμένη κάμαρα”. Η Angela Carter επιτυγχάνει να διακωμωδήσει τις πατριαρχικές δομές και αξίες για την αντρική υπεροχή και τη θέση της γυναίκας. Καθώς, μέσα από σύνθετες ανατροπές αποκαλύπτει πως αυτές έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο.
Με τη σύγχρονη διασκευή των παλιών αφηγήσεων, που όλοι γνωρίσαμε και αγαπήσαμε σαν παιδιά, μας περιγράφει τους τρόπους που οι γυναίκες έχουν λεηλατηθεί στο δυτικό πολιτισμό και καταδεικνύει πώς τα φαινομενικά αθώα στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας μας έχουν επηρεάσει.
Η Κάρτερ με το μαγικό ρεαλισμό της γραφής της και την αισθησιακή χρήση της γλώσσας υφαίνει μια σειρά από εντυπωσιακές μεταμορφώσεις των παραδοσιακών ηρωίδων και αποδομεί το δίπτυχο της θηλυκότητας, της μυθικής κακιάς μάγισσας και του καλού και αθώου κοριτσιού.
Όλα τα κορίτσια/θύματα στα παραμύθια όπως η Χιονάτη, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Ωραία και το Τέρας αλλάζουν ρόλους,μετουσιώνονται και εξελίσσονται μέσα από την εμπειρία. Εδώ το κορίτσι των παραμυθιών πλέον μεγαλώνει, αφήνει πίσω τον κόσμο της παιδικής ηλικίας, έναν κόσμο ανημποριάς και φόβου και επιπλέον παίρνει αυτό που διεκδικεί.
Λίγα Λόγια για την Συγγραφέα

Η Angela Carter γεννήθηκε στο Sussex τον Μάιο του 1940, εν μέσω πολέμου. Μεγάλωσε στο Yorkshire, πλάι σε μια δεσποτική γιαγιά, στους κόλπους της εργατικής τάξης. Αργότερα θα θυμηθεί ξανά τα παραμύθια και τα παιδικά της χρόνια για να τροφοδοτήσουν, με την αρωγή της φαντασίας της, την ανατρεπτική γραφή της. Τόσο η ζωή της όσο και το έργο της δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστούν συμβατικά. Μπήκε στην παραγωγή από τα δεκαεννιά της χρόνια.
Στα είκοσι παντρεύτηκε τον Πολ Κάρτερ, για να τον αφήσει 12 χρόνια αργότερα παίρνοντας το βραβείο Somerset Maugham.Η ίδια είπε ότι ο Μομ θα ήταν ευτυχής αν ήξερε ότι χρησιμοποίησε το έπαθλο αυτό για να “το σκάσει” από τον σύζυγό της και από τη βρετανική κουλτούρα. ‘Ετσι έφθασε ως το Τόκιο. Έζησε στην Ιαπωνία για δύο χρόνια και ταξίδεψε πολύ στις ΗΠΑ και στην Ασία.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 εγκαθίσταται και πάλι στο Λονδίνο με τον νέο σύζυγό της και αποκτά μαζί του ένα γιο. Το έργο της περιλαμβάνει διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, ποιήματα, ιστορίες για παιδιά και ραδιοακροάματα. Από τα βιβλία της προέκυψαν επίσης δύο κινηματογραφικές ταινίες (“Η παρέα των λύκων”, του Neil Jordan, 1984, και “Το μαγαζάκι με τα μουσικά παιχνίδια”, του D. Wheatley, 1987). Η Angela Carter υπήρξε αναμφισβήτητα φεμινίστρια. Ωστόσο, έξω και πέρα από αυτό, υπήρξε και αρκετά άλλα πράγματα.
Πολλοί είναι εκείνοι που “διέγνωσαν” τη φεμινιστική θέση της. Λίγοι εκείνοι που κατάφεραν να δουν το ζωογόνο, γνήσια ανατρεπτικό της πνεύμα και μια “μαγική δημοκρατία” που δεν άφηναν – τα δύο μαζί – κανένα περιθώριο για στράτευση. Που εν τέλει την απέκλεισαν από το κατεστημένο της λογοτεχνίας. Δεν ήταν άλλωστε “γραφτό της” να προλάβει να εξηγηθεί. Πέθανε πρόωρα, το 1992, από καρκίνο. Ο θερμός επικήδειος λόγος του Σαλμάν Ρούσντι δεν αρκεί για να μας εξηγήσει πώς είναι αλήθεια δυνατόν να παραμένει ακόμη λίγο ως πολύ άγνωστη. (από άρθρο-παρουσίαση της Χριστίνας Οικονομίδου στην εφημερίδα “Το Βήμα”, 13.1.2002)