Στη σίκαλη, στα στάχτια, ο πιάστης ή αλλιώς, Ο φύλακας στη σίκαλη, είναι το δημιούργημα του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ που σημάδεψε τη συνείδηση των απανταχού εφήβων, αλλά και ενηλίκων τον τελευταίο αιώνα. Η πρώτη επαφή με τον Σάλιντζερ θα πρέπει να γίνει μέσω αυτού του βιβλίου, το πρώτο άγγιγμα ψυχής οφείλει να γίνει με τον Χόλντεν Κόλφιλντ. Ένα βιβλίο που υμνεί την εφηβική αθωότητα και επαναστικότητα, καθώς και τα αγνά, πρώιμα ένστικτα που ο νεαρός ήρωας αναγνωρίζει για πρώτη φορά στον εαυτό του και επιθυμεί να ικανοποιήσει όσο πιο τίμια μπορεί. Ένα βιβλίο αξεπέραστο από τη στιγμή της έκδοσής του το 1951 μέχρι και σήμερα το 2017 στα χέρια όποιου έχει πέσει και θα πέσει υπό την «αξιόπιστη» μετάφραση της Τζένης Μαστοράκης.
Τι σήμαινε η αλλαγή του τίτλου σε όσους ήδη είχαν γνωρίσει -κι αγαπήσει- τον φύλακα στη σίκαλη; Το εγχείρημα το είχε προαναγγείλει η ποιήτρια μέσω του «Βήματος» τον Μάιο του 2011. Όπως η ίδια είχε εκμυστηρευτεί και είχε ήδη απαντήσει σε μερικούς φίλους της που της είχαν εκφράσει την ίδια αμηχανία με πολλούς αναγνώστες «Εμείς τώρα χωρίς φύλακα τι θα κάνουμε;»: «Μα και εκείνος ο τίτλος ξένισε πολύ στην εποχή του. Δεν τον υπερασπίζομαι, αλλά αυτόν είχα τόσα χρόνια μέσα στο κεφάλι μου. Μπορείτε να πείτε ίσως ότι αυτοκαταργήθηκα. Για μένα, ήταν κάπως αναγκαστικό. Τότε, ήμουνα μικρή και άπειρη για να το τολμήσω. Αποφάσισα, λοιπόν, να βάλω στον τίτλο ολόκληρο τον επίμαχο στίχο του σκωτσέζου ποιητή, κάνοντάς τον και λίγο δεκαπεντασύλλαβο, “στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης”».
«Αν έλεγες σ’ ένα παιδί της πόλης τη λέξη “σίκαλη”, διότι περί αυτού επρόκειτο, άντε να πήγαινε ο νους του ως τις φρυγανιές, σε εικόνες χωραφιών, όπου σαλεύουν τα στάχια, δύσκολα θα έφθανε».
Επομένως όλο αυτό ήταν μια «λύση μεταφραστικής ανάγκης», δεδομένου ότι ο υπερπροστατευτικός Τζ. Ντ. Σάλιντζερ έθεσε απαράβατο όρο, μέσω του ατζέντη του, να μεταφράζεται κυριολεκτικά ο τίτλος του βιβλίου, ύστερα από ορισμένες «ερμηνευτικές αποδόσεις» που τον εξόργισαν σε άλλες χώρες του εξωτερικού.
Η δεξιοτεχνία του Σάλιντζερ έγκειται σε αυτές τις λεπτομέρειες. Κύρια μέριμνα του ήταν να προσφέρει ένα βιβλίο «χειροπιαστό», χωρίς λογοτεχνικές φανφάρες και περίπλοκα νοητικά μονοπάτια. Ο λόγος του ήρωα μεταφέρεται σχεδόν με καταναγκαστική ακρίβεια στην αφήγηση, οι σκέψεις του ξεδιπλώνονται απλοϊκά, αλλά όχι λαϊκά. Παρατίθεται κάθε πηγαίο συναίσθημα, κάθε κινητήρια σκέψη που αιτιολογεί τη συμπεριφορά του ήρωα, κάθε ανάμνηση που προφυλάζει ο ίδιος σεβάσμια από το πέρασμα των χρόνων και κάθε ερεθισμό από το περιβάλλον που ξυπνάνε αλλοπρόσαλλες αντιδράσεις. Και πάντα η σκέψη του νεαρού Χόλντεν φτάνει μέχρι εκεί που μπορεί μόνο εκείνος να δει, χωρίς να ολοκληρώσει τη σκέψη του αναγνώστη, αλλά αφήνοντας τον ίδιο να βγάλει τα συμπεράσματά του. Με μια απλή πρόταση που θα προκαλέσει μια δίνη σκέψεων στον αναγνώστη.
Το χαρακτηριστικό του ήρωα αυτού είναι πως δεν αποσκοπεί να ωραιοποιήσει τα γεγονότα, ούτε να τα εξηγήσει. Μια καταγραφή γεγονότων που αγγίζει βαθιά συναισθήματα που συχνά καταφέρουν να φτάσουν στην επιφάνεια και να παρασύρουν τον ήρωα σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Με τον τρόπο αυτό, δεν τον νοιάζει -και το τονίζει κι ο ίδιος, να κάνει τον αναγνώστη να τον συμπαθήσει, να τον καταλάβει ή να τον συμπονέσει. Το αποτέλεσμα; Μια πρωτότυπη αφήγηση γεμάτη από χιουμοριστικές πινελιές, γλυκιά μελαγχολία και προπαντός, τη λάμψη της νεότητας. Ένας λαβύρινθος που οδηγεί από την εφηβεία στην ενηλικίωση, εγκαταλείποντας την παιχνιδιάρικη παιδική αφέλεια πίσω του.
Λίγα λόγια το βιβλίο
“Ο “Φύλακας στη σίκαλη” κλείνει τα 59, αλλά δεν το δείχνει καθόλου: δεν έχει γεράσει ούτε μία ώρα από τα δεκαεννιά μου που τον πρωτοδιάβασα και πέρασαν στο μεταξύ 42 χρόνια. Ο Χόλντεν Κόλφιλντ δεν είναι εύκολη περίπτωση. Δεν σου επιτρέπει να τον συμπονέσεις, δεν θέλει να τον αγαπήσεις, να τον κάνεις φίλο σου, να ταυτιστείς μαζί του έστω: είναι αδιαπέραστη η ερημιά του. Βλέπει τον κόσμο σαν αμείλικτος τριαντάρης, αλλά εκφράζεται με λεξιλόγιο και συντακτικό ενός πιτσιρικά. Δεν πουλάει επανάσταση. Απολύτως τίποτα δεν πουλάει. Απελπίζεται, αλλά δεν το λέει φωναχτά. Παραιτείται, αλλά δεν το κάνει ζήτημα. Εχει απίστευτο μεγαλείο και η απελπισία του και η παραίτησή του. Ισως γι αυτό να έχει αντισταθεί ώς τώρα στις σχολικές αναλύσεις των αμερικανόπαιδων, στην άρνηση και στη λατρεία, στην παθολογία των φανατικών του και -προπάντων- στον χρόνο: γιατί μιλάει σε ό,τι πιο απελπισμένο έχουμε όλοι μέσα μας. Ο Χόλντεν, ένας κυνηγός (ελέω καπέλου), έχει καταδικαστεί να παραδέρνει μέσα στον ασφυκτικό χρόνο ενός βιβλίου: δυο μέρες και τρεις νύχτες. Ο Σάλιντζερ, ένας κυνηγημένος, είχε καταδικαστεί να παραδέρνει μισόν αιώνα, μέρα νύχτα, μέσα στους δικούς του τοίχους, που ποτέ δεν τον προστάτεψαν αρκετά. Πάντα τους σκέφτομαι σαν ένα αυτούς τους δυο. Στη λίστα με τους δημοφιλέστερους φανταστικούς ήρωες από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, ο Χόλντεν κρατάει σταθερά τη δεύτερη θέση στις προτιμήσεις του κοινού. Εκεί θα τον έβαζα κι εγώ. Και στην πρώτη πρώτη, τον Σάλιντζερ. Γιατί κι αυτός, με τον καιρό, ένας φανταστικός ήρωας έγινε. Και όχι μόνο για μένα”.
Τζένη Μαστοράκη