Χθες, 15/06 πραγματοποιήθηκε το πολυαναμενόμενο eurogroup, στο οποίο πάρθηκαν καθοριστικές αποφάσεις για το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο μέλλον της χώρας, τα αποτελέσματα του οποίου, δημιουργούν αμφιθυμικά αισθήματα. H Ελλάδα αποκόμισε ορισμένα αμιγώς θετικά στοιχεία, τα οποία όμως δεν εκλαμβάνονται ως ικανοποιητικά, τόσο σύμφωνα με αυτά που επιζητούσε και είχε θέσει ως επιτεύξιμο στόχο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και για τη δημιουργία θετικών περιστάσεων για την άμεση επανένταξη της χώρας σε αναπτυξιακό δρόμο.
Καταρχάς, αποφασίστηκε η εκταμίευση μιας υψηλότερης δόσης από αυτής των αρχικών εκτιμήσεων, με σκοπό την εξομάλυνση της οικονομικής κατάστασης σχετικά με τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η χώρα. Η δόση που συμφωνήθηκε, λοιπόν, να λάβει η Ελλάδα εκτείνεται στο ποσό των 8,5 δις ευρώ. Από το σύνολο αυτού του ποσού, τα 6,9 δις πρόκειται να δοθούν στις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας, η αποπληρωμή των οποίων πρέπει να πραγματοποιηθεί τον Ιούλιο, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 1,6 δις θα διατεθεί για την αποπληρωμή χρεών του δημοσίου προς τους ιδιώτες. Όμως, το ποσό των 1,6 δις θα χορηγηθεί ισόποσα, εκ των οποίων η πρώτη δόση θα εκταμιευθεί τον επερχόμενο μήνα, ενώ η δεύτερη θα μετατεθεί για το Σεπτέμβριο. Σίγουρα, αποτελεί μια θετική έκβαση η αποπληρωμή μέρους των οφειλών του δημοσίου προς τους ιδιώτες, ωστόσο το ποσό που θα δοθεί είναι αρκετά περιορισμένο συγκριτικά με το μέγεθος των συνολικών οφειλών του, καθώς ξεπερνάει τα 5 δις.
Ακόμη, προωθήθηκε η συμφωνία περί εφαρμογής ενός σχεδίου που εκπόνησε η Γαλλία για την σύνδεση της αποπληρωμής του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης. Η αποδοχή αυτού του προτεινόμενου σχεδίου από τους υπουργούς οικονομικών στο χθεσινό eurogroup αποτελεί, αναμφίβολα, μια ευοίωνη εξέλιξη, αφού τα ποσά που θα διατίθενται για την αποπληρωμή του χρέους, θα καθορίζονται από το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Πάντως να αναφερθεί, ότι μολονότι επιτεύχθηκε η συμφωνία για την υλοποίηση του σχεδίου, βρίσκεται υπό επεξεργασία και η ισχύς του, η οποία τοποθετείται για μετά το 2018.
Παράλληλα, τέθηκε το ενδεχόμενο σύστασης μιας ελληνικής αναπτυξιακής τράπεζας με σκοπό την εκμετάλλευση κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την υλοποίηση δημοσίων επενδύσεων. Η τράπεζα αυτή θα συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων, από την οποία θα διατίθενται τα κονδύλια, στοχεύοντας στην πλήρη απορρόφηση και αξιοποίηση αυτών των πόρων. Κι αυτό το σχέδιο θα αναλυθεί μελλοντικά και η εφαρμογή του θα πραγματοποιηθεί πολύ αργότερα.
Όσον αφορά το βαρυσήμαντο θέμα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους, η έκθεση βιωσιμότητας του, όπως και οι συζητήσεις για τη λήψη αποφάσεων για πιθανή απομείωση του θα διεξαχθούν μετά το 2018. Το ίδιο και η συμμετοχή της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρόλο που η επίτευξη της συμφωνίας δε διευθετήθηκε, με απόρροια να κρίνεται αβέβαιη. Η ελληνική κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να προβάλλει αποτελεσματικά τις αξιώσεις της γι’ αυτά τα δύο πολύ ουσιαστικά ζητήματα, που αποτελούν καταπέλτη για την επιστροφή της χώρας στην ευμάρεια, με συνέπεια να παραμένει εγκλωβισμένη στους στόχους για την παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων έως και το 2060.
Τέλος, η επιδίωξη και οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για την έξοδο από τα μνημόνια και τον τερματισμό της αναγκαιότητας στήριξης της οικονομίας από τους πιστωτές, μετατίθενται πλέον επίσημα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η επιστροφή της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές αγορές χρήματος, είναι δύσκολο να επιτευχθεί ακόμη, ώστε να απολαύσει τα χρηματοδοτικά εργαλεία που παρέχουν, για την τροφοδότηση της οικονομίας με ρευστότητα. Τα επιτόκια δανεισμού για την Ελλάδα κυμαίνονται ακόμη σε υψηλά επίπεδα, καθιστώντας προς το παρόν μη εφικτή την έξοδο της στις αγορές, ώστε να δανειοδοτείται από αυτή. Η επανάκτηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία δύναται να πραγματοποιηθεί σταδιακά, αφού τα αποτελέσματα του eurogroup μπορούν να χαρακτηριστούν ανεπαρκή για την προσπάθεια μετάβασης στην ανάπτυξη. Πάντως, η σύναψη έστω και αυτής της μέτριας συμφωνίας, οδηγεί στην περιστολή του άσχημου κλίματος που είχε συσταθεί στην αγορά, εσωτερική και εξωτερική, από τις πολύμηνες διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές. Αυτό βεβαίως συνεπάγεται πως η μείωση της αβεβαιότητας θα υποβοηθήσει τη χώρα να επέλθει επιτέλους σε μια κανονικότητα.