Το Σύνδρομο Noonan είναι ένα αυτοσωμικό επικρατές γενετικό νόσημα, με πολλούς υπο-τύπους, που προκαλείται από μεταλλάξεις στα γονίδια: PTPN11 , SOS1 , BRAF , KRAS , NRAS , RAF1 , RIT1 , SOS2 και LZTR1 .Περίπου 50% των περιπτώσεων συνδέονται με μεταλλάξεις στο γονίδιο PTPN11 στη χρωμοσωματική περιοχή 12q24, μεταλλάξεις στο γονίδιο SOS1 συνδέονται με περίπου 10-15% των περιπτώσεων, ενώ μεταλλάξεις στα υπόλοιπα γονίδια είναι λιγότερο συχνές (κυμαίνονται από 3-5% για το καθένα).
Συνδεδεμένο κατά το 1/4 με τη νοητική υστέρηση, το Σύνδρομο Noonan προκαλεί παραμορφώσεις στο πρόσωπο και σοβαρές διαταραχές της καρδιακής λειτουργίας. Ομοιάζει με το σύνδρομο Turner. Παλαιότερα, ασθενείς με τα χαρακτηριστικά του Συνδρόμου Noonan θεωρούνταν, ότι φέρουν το σύνδρομο Turner λόγω των κοινών στοιχείων μεταξύ των δύο συνδρόμων. Οι διαφορές μεταξύ των καρυότυπων των ατόμων που φέρουν τα σύνδρομο, οδήγησαν στην αναγνώριση του συνδρόμου Noonan ως κλινική οντότητα το 1963 από τους Noonan και Ehmke σε ανθρώπους με ασυνήθη χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, πολλαπλές παραμορφώσεις και συγγενή καρδιοπάθεια.
Με συχνότητα περίπου 1 στις 2000 γεννήσεις, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ομάδας γενετικών νοσημάτων που ονομάζονται RASopathies,έχοντας αρκετά κοινά κλινικά συμπτώματα. Εκτός από το Σύνδρομο Noonan, οι RASopathies περιλαμβάνουν το Cardiofaciocutaneous syndrome, το σύνδρομο Costello, το σύνδρομο Legius και τη νευροϊνωμάτωση τύπου 1.
Οι περισσότερες από τις μεταλλάξεις στα παραπάνω γονίδια είναι de novo και τα κύρια φαινοτυπικά χαρακτηριστικά του Συνδρόμου Noonan είναι χαμηλό ανάστημα, υπερτελορισμός, χαμηλή πρόσφυση των αυτιών και συγγενείς ανωμαλίες της καρδιάς. Διανοητική καθυστέρηση και διαφόρου βαθμού καθυστέρηση ανάπτυξης μπορεί επίσης να είναι παρούσες σε ορισμένους ασθενείς, ενώ κρυψορχία επίσης μπορεί να παρατηρηθεί σε αρκετούς άντρες ασθενείς.
Κατά τη διάρκεια της προγεννητικής υπερηχογραφικής εξέτασης, η παρουσία αυξημένης αυχενικής διαφάνειας, ή κυστικού υγρώματος μπορεί να υποδεικνύει την παρουσία της νόσου και την ανάγκη γενετικής εξέτασης, αν κι αυτά τα ευρήματα δεν είναι συγκεκριμένα και μπορεί να συνδέονται και με άλλες γενετικές ανωμαλίες ή χρωμοσωμικά σύνδρομα.
Το πρόσωπο έχει συνήθως ένα αλλόκοτο τριγωνικό σχήμα, ο λαιμός είναι μικρός σε μήκος και κυρτός, τα μάτια έχουν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους και είναι κυρτά προς τα κάτω. Περίπου ένα στα δύο άτομα εμφανίζει στραβισμό ή/και αμβλυωπία (οκνηρό μάτι).
Περίπου ένα στα δύο άτομα εμφανίζουν προβλήματα με την αντίληψη της ακοής, ιδιαιτέρως ως προς τους ήχους στις υψηλές περιοχές του ανθρώπινου ακουστικού φάσματος (υψηλές συχνότητες).
Παρ’ ότι τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά του βρέφους κατά τη γέννηση είναι φυσιολογικά, περίπου 80% των ατόμων, που φέρουν το σύνδρομο θα αποκτήσουν μικρό ανάστημα.
Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει συγγενής καρδιοπάθεια, η σοβαρότητα των προβλημάτων μπορεί να είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Επιπροσθέτως, ενδέχεται να προκύπτουν διαταραχές και στο κυκλοφορικό σύστημα (διανομή του αίματος στο σώμα).
Συνηθέστερα, το Σύνδρομο Noonan γίνεται αντιληπτό πολύ μετά τη βρεφική ηλικία. Η αναγνώρισή του από τους γονείς, βασίζεται στην ασυνήθη διάταξη των χαρακτηριστικών τού προσώπου, η οποία γίνεται εντονότερη με το πέρασμα του χρόνου. Κατά την παιδική ηλικία η παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του προσώπου βρίσκεται στο μέγιστο δυναμικό της, ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, υποχωρεί με την ενηλικίωση και, τελικώς, γίνεται λιγότερο εμφανής σε μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.
Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα του ατόμου και το οικογενειακό του ιστορικό.
Δεν υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία για το Σύνδρομο Noonan.
Παιδιά που φέρουν το Σύνδρομο Noonan πρέπει να υποβληθούν σε εξετάσεις καρδιακής λειτουργίας, διαγνωστικά τεστ για νοητική υστέρηση και να γίνει αξιολόγηση της ακοής.
Στην πλειοψηφία τους τα άτομα που εμφανίζουν συγγενή καρδιοπάθεια αντιμετωπίζουν σοβαρά ιατρικά προβλήματα και έχουν μικρότερο προσδόκιμο επιβίωσης από το γενικό πληθυσμό.