
Ως “κοινωνικότητα” ορίζεται η τάση του ανθρώπου να συμβιώνει με άλλους, μέσα σε ένα οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Ο ορισμός αυτός, μας δείχνει ότι ο άνθρωπος συνειδητά συναναστρέφεται άλλους ανθρώπους και με μία έμφυτη ενδεχομένως ανάγκη να τον καθοδηγεί. Κατά συνέπεια θα λέγαμε πως η τάση αυτή είναι και εκούσια. Στην Αριστοτελική φιλοσοφία συναντούμε την διατύπωση ότι ο άνθρωπος είναι «φύσει πολιτικόν ζώον». Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος ασχολείται φυσικά με την πολιτική δραστηριότητα και μόνο μέσα σε μία πόλη μπορεί να επιτύχει την ολοκλήρωσή του, συμβιώνοντας μαζί με άλλους ανθρώπους. Άλλωστε, το ρήμα κοινωνώ στην αρχαία ελληνική σημαίνει συμμετέχω μαζί με κάποιον.
Η κοινωνικότητα υπό ψυχολογικό πρίσμα
…το ζήτημα της κοινωνικότητας που απασχόλησε δεόντως τους αρχαίους φιλοσόφους, φωτίζεται στα έργα του Σ. Φρόιντ «Το μέλλον μιας αυταπάτης» και «Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό». Με τον μοναδικό τρόπο του, ο πατέρας της ψυχανάλυσης σκιαγραφεί ένα προφίλ ανθρώπου, κατά βάση δυστυχισμένου, που παλεύει να ξεφύγει από την είσοδό του στον πολιτισμό. Γιατί άραγε μιλάμε για πολιτισμό, ενώ μας απασχολεί η κοινωνικότητα; Όπως προαναφέρθηκε, ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να ζει μαζί με άλλους. Την ίδια στιγμή, η φύση παρουσιάζεται ως εχθρική απέναντι στον άνθρωπο. Αυτά τα δύο στοιχεία, η εχθρικότητα της φύσης, άρα ανάγκη για προστασία και η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για συνύπαρξη, τον οδήγησαν να συνασπιστεί σε κοινωνίες και η οργάνωση των κοινωνιών οδήγησε στον πολιτισμό.
Η είσοδος στον πολιτισμό – Κοινωνικότητα
Η είσοδος στον πολιτισμό, άρα η δημιουργία ενός κοινωνικού όντος είναι η επανάληψη της διαδικασίας του Οιδιπόδειου συμπλέγματος που λαμβάνει χώρα στην παιδική ηλικία. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι δημιουργείται μια εξουσία (ο πολιτισμός). Την οποία όταν την εσωτερικεύσουμε, όπως εσωτερικεύουμε την πατρική φιγούρα στο Οιδιπόδειο, εισαγόμαστε στον πολιτισμό. Η διαδικασία αυτή συνεπάγεται ότι έχουμε κάνει κτήμα μας τις κοινωνικές και θρησκευτικές επιταγές. Οι οποίες συναπαρτίζουν τον πολιτισμό. Ο οποίος μας καθοδηγεί και αναλαμβάνει επιπλέον τον ρόλο του κριτή, όταν παρεκκλίνουμε του ιδεώδους δρόμου.
Στην αρχή ο άνθρωπος προβάλλει μια αντίσταση στα τεκταινόμενα, η οποία τελικά αποτυγχάνει. Έτσι, επέρχεται η συνθηκολόγηση , αποδοχή της ήττας, απώθηση και ταύτιση. Αν αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται δεν υπάρχει διέξοδος από την καταπίεση. Και η καταπίεση είναι βασική συνθήκη για να ζει κανείς στον πολιτισμό. Το ίδιο το άτομο ασκεί καταπίεση στον εαυτό του. Μετουσιώνοντας τις επιθυμίες του σε κάποιες άλλες και θεωρεί δικές του επιθυμίες τα προστάγματα του πολιτισμού στον οποίο ζει.
Κοινωνικότητα – Επιθυμίες και Πολιτισμός
Τι μας κάνει να ταυτιζόμαστε με τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας και να τα θεωρούμε ιδανικά, να τα ενστερνιζόμαστε και να τα προάγουμε; Ουσιαστικά όλα αυτά προέρχονται από την μετουσίωση των δικών μας επιθυμιών. Οι δικές μας επιθυμίες ωστόσο, έχουν αποκλειστεί από την συνείδησή μας κατά την μεταβολή μας σε κοινωνικά όντα, διότι αυτές δεν εναρμονίζονται με τις κοινωνικές επιταγές εν τω γίγνεσθαι.
Συνεπώς η μάχη μεταξύ θέλω και πρέπει, λήγει με νικητή το πρέπει, το οποίο εκπορεύεται από τον πολιτισμό.
Έχοντας λοιπόν απωθήσει τις επιθυμίες μας, οι οποίες είναι απαγορευτικές κατά την είσοδό μας στον πολιτισμό, τα επιτεύγματα του είναι αυτά που μαθαίνουμε να θέλουμε. Παραιτούμαστε από αυτά που θέλουμε, ταυτιζόμαστε ναρκισσιστικά με τα κοινωνικά ιδανικά και μαθαίνουμε να τα θεωρούμε ακόμα και ανώτερα από αυτά άλλων πολιτισμών. Παραδείγματος χάριν, η εχθρότητα για τον ξένο, η απαξίωση για τους άλλους, δεν προέρχεται από το γεγονός ότι ο ξένος είναι απλά διαφορετικός. Αλλά από το ότι εγκαταλείπουμε τις δικές μας επιθυμίες και ταυτιζόμαστε με τις επιθυμίες και τις επιταγές του πολιτισμού.
Πολλές φορές η εξέγερση είναι κατά κάποιο τρόπο η επίλυση αυτής της κατάστασης.
Από τη θεωρία στην πράξη
Αν εφαρμόσουμε όλο αυτό το θεωρητικό πλαίσιο στα σημερινά δεδομένα, θα δούμε πως είναι κάτι που βιώνουμε καθημερινά. Στις πολιτιστικές επιταγές υπάγονται και οι απαγορεύσεις. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να δομηθεί μια κοινωνία χωρίς να προβάλλει απαγορεύσεις. Οι άνθρωποι δε, υπακούνε στις απαγορεύσεις μόνο κάτω από την πίεση του εξωτερικού καταναγκασμού, ο οποίος εγείρει τον φόβο. Κανένας πολιτισμένος άνθρωπος δεν διαπράττει φόνο επειδή φοβάται την τιμωρία.
Αυτό ωστόσο δεν συνεπάγεται ότι παραιτείται από την ικανοποίηση της απληστίας του, ή της επιθετικής του τάσης. Και διαφαίνεται ξεκάθαρα μέσα από συζητήσεις στις οποίες η πλειοψηφία διατείνεται πως θα έφτανε σε σημείο να σκοτώσει εάν επρόκειτο για κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Εκεί μάλλον, οι επιθετικές τάσεις, δεν είναι τόσο επιθετικές με το ελαφρυντικό ότι υπερέχει το συναίσθημα, το οποίο λειτουργεί ως αποδιοπομπαίος τράγος για τις κακές μας πράξεις! Μια εκδοχή της κοινωνικότητάς μας λοιπόν ξεδιπλώνεται μέσα από τις καθημερινές μας πράξεις, οι οποίες δίχως καμία δυσκολία χαρακτηρίζονται από το δίπολο καλού-κακού. Η τάση μου να συναναστρέφομαι άλλους, δεν έχει ουδέτερο χαρακτήρα. Καθορίζεται από την στάση μου απέναντι στον συνάνθρωπο και από τη σχέση που θα χτίσω μαζί του.
Η επιθετικότητα ως εκδοχή κοινωνικότητας
Κάναμε λόγο για τον καταναγκασμό και την υπακοή σε έναν πολιτισμό που μας υπαγορεύει τις επιταγές του. Πράγματι, η υπαγόρευση επιτυγχάνεται, αν όχι στο σύνολο, τουλάχιστον σε μια πλειοψηφεία. Στην οποία πρυτανεύει ο φόβος της τιμωρίας, εάν πραγματοποιήσουν τις απωθημένες επιθυμίες τους. Το τίμημα γι’ αυτό είναι μια πάλη που υφίστανται, ένας διχασμός, μια νευρωτική ψυχική διάσταση. Και το αποτέλεσμα είναι η επιθετικότητα και η εχθρικότητα.
Οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια συνεχή αντιπαλότητα κι ο πολιτισμός δεν μπορεί να την υπερνικήσει, δεν μπορεί να καταπιέσει την ριζική ατομικότητα.
Προφανώς δεν είναι εύκολο για τους ανθρώπους να παραιτηθούν από την ικανοποίηση της στάσης τους για επιθετικότητα. Ο Φρόιντ υποστηρίζει ότι η ψυχανάλυση αποδεικνύει ότι σχεδόν κάθε στενή σχέση με μεγάλη διάρκεια μεταξύ δύο ατόμων, περιέχει ένα ίζημα αισθημάτων αντιπάθειας και εχθρικότητας. Αυτό δε γίνεται αντιληπτό εξ αιτίας της απώθησης. Λιγότερο συγκαλυμμένα παρατηρείται στους συνήθεις καβγάδες μεταξύ συνεταίρων σε επιχειρήσεις ή στα παράπονα του υφιστάμενου προς τον προϊστάμενο. Το ίδιο συμβαίνει όταν πολλά άτομα σχηματίζουν μεγάλες ομάδες. Όταν δυο οικογένειες συνδέονται με γάμο, η μία θεωρεί την άλλη κατώτερη. Τέλος, μεταξύ δύο γειτονικών πόλεων επικρατεί ζηλόφθονη ανταγωνιστικότητα.
Ηomo homini lupus
Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος.
Η λατινική φράση μας αποκαλύπτει την εγγενή επιθετικότητα του ανθρώπου. Η οποία δεν δύναται να εκφραστεί με την αυθεντική μορφή της, διότι συνυπάρχει με την εγγενή τάση για κοινωνικότητα, παρ΄ αυτά την εντοπίζουμε σε διάφορες συμπεριφορές. Η μεγαλύτερη επιθετικότητα ωστόσο απευθύνεται σε αυτόν με τον οποίο έχουμε τις λιγότερες διαφορές. Την ίδια στιγμή κομμάτι της εγγενούς επιθετικότητας στρέφεται στον ίδιο μας τον εαυτό, διότι υποβάλλεται, εσωτερικεύεται και καταστέλλεται από την πηγή της, δηλαδή στο Εγώ μας. Εκεί την αναλαμβάνει ένα τμήμα του Εγώ, το οποίο αντιπαρατίθεται στο υπόλοιπο Εγώ ως Υπερεγώ (κοινωνικές επιταγές). Και τώρα διατηρεί ως συνείδηση απέναντι στο Εγώ την ίδια στάση επιθετικότητας, από την οποία το Εγώ θα αντλούσε ικανοποίηση εις βάρος άλλων ξένων ατόμων.
Η ένταση μεταξύ του αυστηρού Υπερεγώ και του αυτοτελούς Εγώ, ονομάζεται συνείδηση ενοχής και εκφράζεται ως ανάγκη τιμωρίας.
Ο πολιτισμός τιθασεύει λοιπόν την επικίνδυνη ανάγκη επιθετικότητας του ατόμου. Αποδυναμώνοντας την, αφοπλίζοντάς της και εγκαθιστώντας της στο εσωτερικό του, ως ένα θεσμό που επιτηρεί, όπως η φρουρά την κατεχόμενη πόλη. Ο πιο ριζικός τρόπος με τον οποίο ο πολιτισμός κάνει το άτομο να δυσφορεί είναι, εγκαθιδρύοντας μέσα του το αίσθημα της ενοχής.
Συνεπώς εάν η είσοδος στον πολιτισμό και η μεταβολή μας σε κοινωνικά όντα συνεπάγονται εγκατάλειψη των επιθυμιών μας και ταυτόχρονη υπακοή στις πολιτιστικές επιταγές, είναι σχεδόν αναπόφευκτο να ξεφύγουμε από μια νευρωτική ψυχική δομή. Ακολουθώντας τον ντετερμινιστικό συλλογισμό του Φρόιντ που καταλήγει σε μία μηδενιστική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η κοινωνικότητα είναι ντυμένη με τα καλά της, με μια άκρως ελκυστική εμφάνιση. Μας δίνει το προσκλητήριο για τον πολιτισμό, αλλά κατά την είσοδο μας σε αυτόν μας υποχρεώνει να αφήσουμε ένα κομμάτι μας απ΄ έξω. Έπειτα, έχοντας εγκαταλείψει με μεγάλη δυσκολία ένα μέρος του εαυτού μας, επιτιθέμεθα στους υπόλοιπους καλεσμένους.
Οι πόρτες όμως είναι κλειστές και η φυγή αδύνατη.
Τελικά, μένουμε να περιφερόμαστε με το ποτό στο χέρι, συζητώντας με τους συνανθρώπους μας ή βρίσκουμε το παράθυρο που είναι η πανάκεια στον καταναγκασμό που βιώνουμε;
Πηγές:
S. Freud, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό (2013). εκδ. ΠΛΕΘΡΟΝ
S. Freud, Το μέλλον μιας αυταπάτης, εκδ. ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ