Πάντα δυσκολεύομαι να γράφω για τις γάτες. Μετά βίας καταφέρνω να διαβάσω όσα υπέροχα έχουν γραφτεί γι’ αυτές. Ξεχώρισα ως θαύματα το ποίημα που τιτλοφορείται Επίλογος του Νίκου Δήμου στο Βιβλίο των γάτων και το One night, one cat απ’ το δεύτερο βιβλίο Ζήσε Όπως η Γάτα του Stéphane Garnier. Σαν φυλαχτό απ’ τα παιδικά μου χρόνια βαστώ την Τελευταία Μαύρη Γάτα του Ευγένιου Τριβιζά. Το Πεντάγραμμο της Γάτας είναι ένα μικρό πρωινό νιαούρισμα.
Ι.
Ανθρώπινη Ανατομία ή αλλιώς Το σώμα μου
Γκριζούλης, όπως μάτια
Αστραπή – Ψιψίνα και
Πηδηχτούλης, όπως ώτα
Ξανθότριχα, όπως γλώσσα
Φουντοτούλη, όπως ρίνα
Άσπρος Μασκοφόρος ο εγκέφαλος
Έκτορας ο νωτιαίος μυελός
Ελευθέριος ο νεύρωνας
Ρωμαίος, όπως υποθάλαμος
Ζέττα, όπως υπόφυση
Φουντοτουλένιος ο θυρεοειδής
Νεστορίνα, όπως επίφυση
Παρασκευή στα επινεφρίδια
Αρθούρος, όπως πάγκρεας
Ειρήνη, όπως θύμος αδένας
Φοίβος, όπως στομάχι
Δάφνη στους σιελογόνους αδένες
Ερμής, όπως πάγκρεας
Δίας, όπως ήπαρ
Φρειδερίκος, όπως χοληδόχος κύστη
Ερρίκος, όπως λεπτό έντερο
Άδης, όπως παχύ έντερο
Σιλβέστερ (Σιλβέστρο) ο αρχηγός του λεμφικού συστήματος
Σίμπα στα αντισώματα
Λίο (Λέον) στις ρινικές κοιλότητες
Άδωνις, όπως φάρυγγας
Μπίλι, όπως λάρυγγας
Μπέττυ, όπως τραχεία
Ήρα το βρογχικό δέντρο
Ζουζούνα και
Μέμος οι πνεύμονες
Γολιάθ το οξυγόνο
Λούση, όπως καρδιά
Λόρυ στις αρτηρίες
Μέρφι στις φλέβες
Γιρλάντα στα τριχοειδή αγγεία
Αστέρης το αίμα
Μπέμπα στο αναπαραγωγικό σύστημα
Σύλβια και
Αλίκη τα νεφρά
Σίντι στα οστά
Γκρέμλιν, όπως μυελός των οστών
Χαρίτος στις αρθρώσεις
Μοιραία στους τένοντες
Κρόνος, όπως χόνδρος
Μουργολύκος στους σκελετικούς μύες
Κύρος στους λείους μύες
Σίβυλλα, όπως καρδιακός μυς
Λαίδη το μεγαλύτερο όργανο, το δέρμα.
Οι γάτες της γειτονιάς, ο Αρσενικάρας, η Ερμίνα, ο Πιτσιρδέλ, ο Φουντοπιτσιρδέλ, η μητέρα Μαυρούλα και τα γατάκια της, ο πορτοκαλίς, ο ασπρογκρί κι οι άλλοι φίλοι, ο θηρευτής των ψαριών της λεκάνης κι οι άλλες γάτες του χωριού, τα νεογέννητα που παρέμειναν νεογέννητα, τα μικρά που υιοθετήθηκαν, όλες οι γάτες που βρέθηκαν στον δρόμο μου, ο Μπρούνο, η Σλίπι κι η Ματίλντα που είναι υπέροχοι σαν γάτες τα κύτταρα μου. Οι γάτες του κόσμου ο παλμός μου.
ΙΙ.
Το Μαύρο Πουλί
Τα έχω βάλει με τον κόσμο
τον κόσμο που με γέννησε και μου έδωσε ζωή
Σήμερα τα ‘χω βάλει με τον κόσμο
που άφησε τη γάτα να σκοτώσει το πουλί…
ΙΙΙ.
Για να σε φέρω πίσω…
Θα μάζευα το φως όλων των αστεριών,
θα έβαζα όλη την πανσέληνο,
θα έκοβα του ήλιου τις ακτίνες,
τη φλόγα θα ‘κλεβα απ’ το Άγιο Πνεύμα,
να φθάσω τη λάμψη των ματιών σου∙
Πράσινες λίμνες τροπικές θα στέρευα να χύσω μέσα τους.
Κόκκινων τριαντάφυλλων τα πέταλα θα έστυβα.
Το βάρος σου θα μάζευα σε αίμα.
Όλα του κόσμου τα δανδέλια θα μαδούσα
την απαλή τη γούνα σου να πλέξω τρίχα-τρίχα.
Για τα μακριά μουστάκια σου θα έβρισκα λευκές πευκοβελόνες.
Αν το μπορούσα, θα έκανα τα πάντα!
Μπορούσα και να πέθαινα για να ξαναγεννιόσουν.
…Ευχάριστα θα πέθαινα άμα ανασταινόσουν.
ΙV.
Λούση του παραδείσου…
Κάθε μέρα που βλέπω, ήλιος που με ξυπνάει των ματιών σου το βλέμμα, που το φως του χωράει
Κάθε ανάσα που παίρνω την πνοή σου ρουφάω για να ζήσω μαζί σου, μα μοναχή τη βαστάω στα χείλη
Όσο ζω και υπάρχω θα ‘μαι πάντα δική σου, προσκεφάλι στον ύπνο το βαθύ της ψυχής σου
Μέχρι κάτι να κόψει και της ζωής μου το νήμα, μέχρι τότε θα υφαίνω της αγάπης το ποίημα
Στην αγάπη σου γέρνω να με παρηγορήσει, βυθισμένο καράβι της ζωής σου η δύση
Όμως όταν κι εγώ απ’ τη ζωή θα ‘χω φύγει, όταν κι η δική μου ζωή απ’ τα χείλη ξεφύγει
Πάλι θα σ’ αγαπώ με τη σάρκα λιωμένη, με το μυαλό αδειανό και την καρδιά σταματημένη
Πάντα θα σ’ αγαπώ σε μια ζωή περασμένη, που ήταν τόσο ατελής, ώστε να μη σε γλιτώσει άγγελέ μου, απ’ του διαβόλου τα βέλη
Κάθε μέρα που ζω είν’ και μέρα δική σου, λουσμένη στων ματιών σου το φως, Λούση του παραδείσου…
Το τελευταίο, -λίγο καυστικό-, κείμενο του πενταγράμμου το πρωτοέγραψα σε μια εποχή που πήγαινα ακόμα σχολείο. Επιλέγω να το αφήνω σκόπιμα να διατηρεί την νεανικότητα του/μου. Δυστυχώς, είναι πάντα επίκαιρο. Ελπίζω μια μέρα να πάψει να είναι…
V.
Η φωνή που δεν ακούμε
Γεννήθηκα σ’ έναν κόσμο ανθρώπων. Σε ένα κόσμο που οι άνθρωποι οικειοποιήθηκαν, που χωρίς να τους ανήκει τον θεωρούν δικό τους. Η έννοια «άνθρωπος» συνοψίζεται στο εξής: Ένα ον που λατρεύει το «εγώ» του. Και το «εγώ» αυτό κυμαίνεται σε περισσότερα από ένα στάδια. Υπάρχει το ευρύτερο «εγώ», αυτό που δηλώνει το ανθρώπινο είδος. Έπειτα ακολουθεί το «εγώ» που συμπεριλαμβάνει την οικογένεια και γενικά όσους οι άνθρωποι αγαπάνε. Αν είναι σε θέση αυτό το πλάσμα να αγαπήσει! Και τέλος το «εγώ» είναι ο εαυτός του κάθε ανθρώπου. Οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν υπηρετώντας το και ποτέ, μα ποτέ δεν σκέφτηκαν, δεν διανοήθηκαν καν πως κάνουν λάθος∙ Γιατί θεωρούν το είδος τους ανώτερο όλων, το πιο αξιόλογο και το μόνο που δικαιούται να ζει στον κόσμο που οικειοποιήθηκε∙ Κι αυτό γιατί είναι λένε, το λογικό ον, το πιο έξυπνο και ταυτόχρονα το πολιτισμένο κι αυτή είναι μία διαπίστωση που οι ίδιοι έκαναν, χαρακτηριστικά που μόνοι τους προσδίδουν στον εαυτό τους, στο μεγάλο «εγώ» τους.
Οι άνθρωποι καυχιούνται πως έμαθαν να χτίζουν πόλεις, να κατασκευάζουν μηχανές και ν’ ανακαλύπτουν τη γνώση. Μα, φαίνεται πως δεν έμαθαν και δεν γνώρισαν ποτέ τι θα πει «ανθρωπιά»∙ Τι σημαίνει αυτή η εξιδανικευμένη έννοια που έχασε το νόημα της από τη στιγμή που αποφασίστηκε να χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.
Δεν γεννήθηκα μισώντας τους ανθρώπους και δεν τους μίσησα ποτέ. Αντιθέτως, τους αγάπησα. Οι άνθρωποι με απογοήτευσαν. Εκείνοι που τόλμησαν να πουν και να διδάξουν στο γένος τους πως εγώ δεν έχω συναισθήματα, πως ζω μόνο για να επιβιώνω και να τους υπηρετώ, που μόλυναν τη ζωή μου, που μ’ ανάγκασαν να ζω με τους δικούς τους κανόνες∙ Αυτοί που είχαν το θράσος ν’ αποκαλέσουν εμένα απολίτιστο και τον εαυτό τους πολιτισμένο, που είχαν την αναίδεια να καταπατήσουν όλα τα δικαιώματα μου, αυτά που οι ίδιοι θα έπρεπε με σθένος να προωθούν και να υπερασπίζονται ως λογικοί και σώφρονες. Ωστόσο εγώ, πάντοτε υπέμενα χωρίς καμία αντίσταση τις αυθαιρεσίες τους. Ποτέ δεν θέλησα να βλάψω κανέναν τους αλλά παρόλα αυτά φαίνεται πως και πάλι έφταιγα. Έφταιγα απλώς και μόνο γιατί υπήρχα, γιατί γεννήθηκα και ζήτησα κι εγώ μια τόση δα γωνίτσα από τον ανθρώπινο κόσμο τους, από αυτή τη γη που στην πραγματικότητα ανήκει και σ’ εμένα που στο κάτω-κάτω τη φροντίζω πολύ καλύτερα από εκείνους.
Αυτοί λοιπόν, οι συνετοί άνθρωποι, που καυχιούνται ότι τάχα είναι πολιτισμένοι κι είναι υπερήφανοι για το γένος τους επειδή σύμφωνα πάντα μ’ εκείνους έχουν μεγαλύτερο εγκέφαλο από εμένα, με σκότωσαν! Με σκότωσαν μ’ έναν οδυνηρό κι απάνθρωπο τρόπο που μόνο στο είδος τους αρμόζει. Σκότωσαν εμένα κάνοντας με να υποφέρω μέχρι το τέλος κι άφησαν τους εαυτούς τους ελεύθερους, ζωντανούς, γεμάτους ενέργεια να καταστρέψουν ό,τι έχει απομείνει. Και τώρα απαιτούν από τ’ αδέρφια μου να τους πουν κι ευχαριστώ που τους επιτρέπουν να ζουν στον κόσμο που δημιουργήθηκε για όλους μας∙ Γιατί από τη στιγμή που γεννηθήκαμε η φύση χάρισε στον καθένα μας ένα απαράβατο δικαίωμα: Το δικαίωμα στη ζωή.
Πολλοί νομίζουν ότι τα ζώα δεν έχουν φωνή∙ Εγώ σας λέω πως έχουν∙ Αλλά οι άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ να την ακούνε.
Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό είδος πάνω στον πλανήτη που αφαιρεί τη ζωή χωρίς κανέναν απολύτως εύλογο λόγο. Αν ο άνθρωπος είναι πράγματι το πιο έξυπνο ζώο, τότε η ευφυΐα είναι πραγματική απογοήτευση. Είναι μεγάλη ήττα για τον άνθρωπο να είναι ο πιο ευφυής. Το παράδειγμα του ανθρώπου μας διδάσκει πως η ευφυΐα και η νόηση δεν είναι το ίδιο με την εξυπνάδα. Η μεγαλύτερη αρετή δεν είναι η ευστροφία αλλά η καλοσύνη.
Ο άνθρωπος δεν χάνει ευκαιρία να αποδείξει πως δεν του αξίζουν τέτοια αγαθά πλάσματα όπως είναι οι γάτες. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνώρισαν ποτέ πραγματικά μια γάτα… Οι γάτες είναι αυθύπαρκτες. Η αξία της ζωής τους δε λογίζεται σε σχέση με τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα, οι γάτες για τους ανθρώπους είναι όπως η μουσική. Γι’ άλλους δεν έχουν καμιά αξία κι άλλοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να ζήσουν σ’ έναν κόσμο χωρίς γάτες.