Στις 6 Μαρτίου του 1927, γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους Κολομβιανούς συγγραφείς, ο Γκαμπριέλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του Λατινοαμερικανικού «μαγικού ρεαλισμού», δηλαδή της ανάμιξης στοιχείων του φανταστικού και του πραγματικού κατά τέτοιο τρόπο που να έχει υψηλό βαθμό πειστικότητας. Ο ίδιος δήλωνε πως θα ήταν πιο χρήσιμος στην κοινωνία σαν «τρομοκράτης», αφού θεωρούσε πως έγινε συγγραφέας από δειλία. Συγκεκριμένα σε μία ομιλία του σε κοινό, συστήθηκε με έναν ιδιαίτερο τρόπο:
«Το όνομά μου, σενιόρ, είναι Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Λυπάμαι: ούτε σ’ εμένα αρέσει το όνομα, γιατί είναι μια σειρά από κοινοτοπίες με τις οποίες ποτές δεν μπόρεσα να δεθώ. (…) Είμαι ένας συγγραφέας από δειλία. Η αληθινή κλίση μου είναι προς τη μαγεία, αλλά κάθε φορά που προσπαθώ να την εξασκήσω, τα χάνω σε τέτοιο βαθμό που αναγκάστηκα να καταφύγω στη μοναξιά της λογοτεχνίας. (….) Στην περίπτωσή μου, το ότι είμαι συγγραφέας είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα, γιατί είμαι πολύ κακός στο γράψιμο. (….) Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι θα ήμουν πολύ πιο χρήσιμος στην ανθρωπότητα, αν αντί για συγγραφέας είχα γίνει τρομοκράτης».
Τα παιδικά χρόνια δίπλα στον παππού και την γιαγιά
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Αρακατάκα της Κολομβίας. Ήταν το πρώτο από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας του Γκαμπριέλ Γκαρσία και της Λουίζας Μάρκες. Λόγω του ότι ο παππούς από την μεριά της μητέρας του, δεν ήθελε για γαμπρό τον πατέρα του, ο μικρός Γκάμπο – όπως ήταν το χαϊδευτικό του – μεγάλωσε με τον συνταγματάρχη παππού του, Νικολά Ρικάρντο Μάρκες και την γιαγιά του Τρανκιλίνα, έως και τα δέκα του χρόνια. Ο μικρός Γκαμπριέλ μεγάλωσε με τις φανταστικές ιστορίες για φαντάσματα της γιαγιάς και τις διηγήσεις του παππού του για τους εμφύλιους πολέμους, ιστορίες που αποτελούν υλικό σε πολλά από τα μετέπειτα βιβλία του. Σε συνέντευξη του είχε δηλώσει για τον παππού Νικολά:
«Ο παππούς ήταν η πιο σημαντική μορφή στη ζωή μου. Από τότε που πέθανε δεν μου έχει συμβεί τίποτε το ενδιαφέρον και ως σήμερα οι χαρές της ζωής μένουν ανολοκλήρωτες απλώς και μόνο επειδή δεν τις ξέρει ο παππούς».
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έμαθε να διαβάζει στην ηλικία των οχτώ ετών και το πρώτο του βιβλίο ήταν το «Χίλιες και μία νύχτες» που ανακάλυψε σε ένα σκονισμένο μπαούλο στην αποθήκη του σπιτιού.
Οι σπουδές και η αρχή της συγγραφικής του καριέρας
Το 1947 ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες τελειώνει το σχολείο και ξεκινάει να σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο της Μποκοτά Νομική και Πολιτικές Επιστήμες. Ένα χρόνο μετά, λόγω των πολιτικών αναταραχών στην Κολομβία, αναγκάζεται να μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο της Καρθαγένης των Δυτικών Ινδιών. Παράλληλα με τις σπουδές του εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες για να μπορεί να επιβιώσει. Το 1954 επέστρεψε στην Μποκοτά και άρχισε να εργάζεται ως αρθρογράφος της εφημερίδας «El Heraldo». Την ίδια χρονιά κερδίζει βραβείο για το έργο του «Μια μέρα μετά το Σάββατο» και δημοσιεύει «Τα Ανεμοσκορπίσματα». Τον επόμενο χρόνο η εφημερίδα του τον στέλνει στην Ευρώπη όπου μένει εκεί για τρία χρόνια ανακαλύπτοντας ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Ο ίδιος αργότερα θα πει: «Οι περισσότεροι Λατινοαμερικανοί ανακαλύπτουν τον πολιτισμό όταν έρχονται στην Ευρώπη, για μένα όμως δεν ίσχυε το ίδιο».
Η καταξίωση με το σπουδαίο έργο «Εκατό χρόνια μοναξιάς»

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες παντρεμένος από το 1958 με την φαρμακοποιό Μερσέντες Μπάρτσα Πάρδος και πατέρας δύο παιδιών, ζει και εργάζεται ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος στο Μεξικό, όπου έχουν μετακομίσει οικογενειακώς το 1961. Το 1965 ξεκινάει να γράφει το βιβλίο που θα τον κάνει γνωστό σε όλο τον κόσμο, το «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Αποφασίζει να παρατήσει τα πάντα και να δοθεί ολοκληρωτικά στην συγγραφή του. Χρόνια αργότερα θα δηλώσει:
«Ξεκινώντας, θυμάμαι πολύ καθαρά τη μέρα που με τεράστια δυσκολία τελείωσα την πρώτη πρόταση και αναρωτήθηκα τρομοκρατημένος τι διάολο θα έγραφα μετά».
Το βιβλίο περιγράφει τη ζωή μιας οικογένειας εφτά γενεών σε ένα φανταστικό χωριό της Κολομβίας, το Μακόντο, χτισμένο στις όχθες ενός ποταμού.
Κλεισμένος σε ένα μικρό δωμάτιο του σπιτιού του, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γράφει για 14 ολόκληρους μήνες. Η οικογένεια ζει μέσα στην ανέχεια, χρωστώντας τα ενοίκια και πουλώντας πράγματα του σπιτιού. Όταν επιτέλους το τελείωσε, πήγε μαζί με την γυναίκα του στο ταχυδρομείο για να το στείλουν στον εκδότη στο Μπουένος Άϊρες. Η αποστολή των 490 σελίδων κόστιζε 82 πέσος, ποσό που δεν είχαν κι έτσι αποφάσισαν να στείλουν τις μισές σελίδες. Επιστρέφοντας σπίτι, αποφάσισαν να πουλήσουν ότι τους είχε μείνει και να στείλουν και το υπόλοιπο την ίδια μέρα. Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο η Μερσέντες του είπε: «Γκάμπο, αυτό που μας λείπει τώρα είναι το βιβλίο να είναι χάλια». Όταν εκδόθηκε το βιβλίο ενθουσιάστηκε όλη η Λατινική Αμερική και πολύ γρήγορα η αναγνώριση του ταλέντου του Μάρκες έφτασε και στην Ευρώπη. Το «Εκατό χρόνια μοναξιάς» έχει πουλήσει μέχρι σήμερα 30 εκατομμύρια αντίτυπα. Το φαινόμενο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είχε μόλις ξεκινήσει.
Το έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
«Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη» (1975)
Μια πολιτική καταγγελία κατά των δικτατόρων της Λατινικής Αμερικής. Στο πρόσωπο του Πατριάρχη αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά του Περόν, του Τρουχίλο και του Ισπανού Φράνκο.
«Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου» (1981)
Μια ιστορία βεντέτας, όπου πρώτος αναγνώστης θα είναι ο Φιντέλ Κάστρο.

«Ο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» (1985)
Η ερωτική ιστορία της Φερμίνας Δάσα και του Φλορεντίνου Αρίσα, που διαρκεί «πενήντα τρία χρόνια, εφτά μήνες και έντεκα μέρες με τις νύχτες τους». Ένας άνδρας περιμένει μια γυναίκα. Περιμένει να τον ερωτευτεί, περιμένει να γυρίσει από ένα μακρινό ταξίδι, περιμένει να πεθάνει ο άντρας της. Παράλληλα, επιδημίες της χολέρας έρχονται και φεύγουν στην πόλη. Άνθρωποι πεθαίνουν από έρωτα και από χολέρα επί δεκαετίες.
«Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του» (1989)
Μπερδεύοντας τη φαντασία με την ιστορία, περνώντας σαν μάγος από το έπος στο απέριττο χρονικό της ανθρώπινης μοίρας, ο Μάρκες διαμορφώνει τα απομεινάρια ενός συναρπαστικού ονείρου που ο στρατηγός Μπολίβαρ έχει μπροστά στα μάτια του καθώς κατεβαίνει το μεγάλο ποταμό Μαγδαλένα.
«Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα» (1992)
Με αφορμή ένα όνειρο για το δικό του θάνατο, ο συγγραφέας μας περιγράφει, σ’ αυτά τα δώδεκα λογοτεχνικά κομψοτεχνήματα, κάθε είδους «θάνατο» που μπορούμε να βιώσουμε σαν άνθρωποι.
«Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» (1994)
Η αγάπη, ο φόβος για την ζωή και τον θάνατο, η εσωτερική αναζήτηση, η πάλη της πίστης ενάντια στον έρωτα ανακατεύονται γλυκόπικρα με την θλίψη και τον πόνο της απώλειας.
«Ζω για να τη διηγούμαι» (2003)
Το μυθιστόρημα μιας ολόκληρης ζωής, στο οποίο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μέσα από τις σελίδες του αποκαλύπτει σταδιακά τον αντίλαλο προσώπων και ιστοριών που προέρχονται από τα έργα του, μετατρέποντας το βιβλίο σε ένα οδηγό ανάγνωσης για όλο τη συγγραφική δουλειά του. Αποτελεί μία απαραίτητη συνοδεία για να φωτίζει αξέχαστα κείμενα που αποκτούν μια νέα προοπτική μετά την ανάγνωση αυτών των αναμνήσεων.
«Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» (2004)
Ένας ηλικιωμένος δημοσιογράφος αποφασίζει να γιορτάσει τα ενενηκοστά γενέθλιά του με μεγαλειώδη τρόπο, δίνοντας στον εαυτό του ένα δώρο που θα τον κάνει να αισθάνεται ότι είναι ακόμα ζωντανός: μια νεαρή παρθένα. Όταν τη συναντά σε έναν οίκο ανοχής, ανακαλύπτει ότι βρίσκεται στο χείλος του θανάτου, όχι από γηρατειά αλλά από έρωτα.
Το νόμπελ λογοτεχνίας
Το 1982 ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».

Στον περίφημο λόγο του «Η μοναξιά της Λατινικής Αμερικής», ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Η χώρα που θα μπορούσε να συγκροτηθεί από όλους τους εξόριστους και μετανάστες της Λατινικής Αμερικής θα είχε πληθυσμό μεγαλύτερο της Νορβηγίας. Σας προκαλώ να σκεφτείτε ότι αυτή η υπερμεγέθης πραγματικότητα, και όχι απλώς η λογοτεχνική της έκφραση, είναι που άξιζε την προσοχή της Σουηδικής Ακαδημίας».
Όταν έγινε γνωστό πως το Νόμπελ πήγε στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο συγγραφέας των Σατανικών Στίχων, Σαλμάν Ρούσντι, έγραψε χαρακτηριστικά: «Είναι μία από τις δημοφιλέστερες επιλογές της επιτροπής των Νόμπελ, ένας από τους λίγους αληθινούς μάγους της σύγχρονης λογοτεχνίας, ένας καλλιτέχνης με τη σπάνια ικανότητα να παράγει έργο υψίστης ποιότητας που αγγίζει και μαγεύει ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό. Το αριστούργημα του Μάρκες «Εκατό χρόνια μοναξιάς» είναι, πιστεύω, ένα από τα δύο ή τρία σημαντικότερα και πιο ολοκληρωμένα μυθιστορήματα που έχουν δημοσιευτεί οπουδήποτε μετά τον πόλεμο».
Η φιλία του με τον Φιντέλ Κάστρο

Η φιλία του Κουβανού ηγέτη με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες άρχισε το 1959, στην πρώτη επίσκεψη του συγγραφέα στην Αβάνα μετά την άνοδο του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία. Ο Μάρκες στάθηκε μέχρι τέλους στο πλευρό του Κάστρο, παρά τις έντονες επικρίσεις που δέχτηκε επί χρόνια. Ο Κάστρο του είχε παραχωρήσει ένα εξοχικό στην Αβάνα, το οποίο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες επισκεπτόταν συχνά. Ενδιαφέρθηκε για τη χώρα αυτή σαν να ήταν δική του. Η Ακαδημία Κινηματογράφου της Κούβας ήταν ένα δικό του δημιούργημα. Οι πολιτικές ανησυχίες του δεν τον άφηναν όμως ήσυχο. Ανέπτυξε ένα είδος μυστικής διπλωματίας με τις ΗΠΑ, προκειμένου να αρθεί το εμπάργκο κατά της Κούβας, πάντα σε συνεννόηση με τον Κάστρο. Στο πλαίσιο αυτό συνδέθηκε στενά με τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, και πολλές φορές αποτέλεσε τον κρίκο επαφών των δύο πλευρών.
Το τέλος ενός σπουδαίου συγγραφέα
Το 1999 ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Μετά από θεραπεία κατάφερε να τον ξεπεράσει λίγα χρόνια αργότερα. Από το 2002 και μετά, οι εμφανίσεις του αρχίζουν να αραιώνουν σημαντικά. Το 2012 ο αδελφός του Χάιμε αποκαλύπτει ότι ο Γκάμπο πάσχει από τη νόσο Αλτσχάϊμερ. Πεθαίνει στις 17 Απριλίου του 2014, σε ηλικία 87 ετών στο σπίτι του στο Μεξικό. Δίπλα του ήταν η γυναίκα του και οι δύο γιοι του. Είχε πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες μέρες, καθώς η οικογένειά του είχε αποφασίσει πως δεν υπήρχε λόγος να υποβληθεί σε νέα θεραπεία, αλλά να πεθάνει ήρεμος στο σπίτι του δίπλα στους αγαπημένους του.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είχε «χαιρετήσει» ουσιαστικά τους φίλους και αναγνώστες του το 2009. Έχοντας αποτραβηχτεί από τη δημόσια ζωή, δημοσίευσε μία αποχαιρετιστήρια επιστολή.
Στην επιστολή αυτή μεταξύ των άλλων, ο Γκάμπο έγραφε:
«Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή…. Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους που αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Advertising
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά, αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους…..».
Πηγές: Wikipedia Σαν σήμερα Καθημερινή Πρώτο Θέμα