
Το παρόν άρθρο, με τίτλο Λίστα Ελέγχου της Διασχιστικής Διαταραχής του Παιδιού, αποτελεί μετάφραση καιπροσαρμογή του πρωτότυπου άρθρου που μπορεί να βρεθεί εδώ. Οι ενδοκειμενικές αναφορές μπορούν να αναζητηθούν στο πρωτότυπο άρθρο.
Η Λίστα Ελέγχου της Διασχιστικής Διαταραχής του Παιδιού (Child Dissociative Checklist, CDC) είναι ένα ερωτηματολόγιο 20 στοιχείων το οποίο έχει σχεδιαστεί για την αναγνώριση των διασχιστικών συμπτωμάτων σε παιδιά ηλικίας 5-12 ετών (Putnam κ.ά., 1993).
Η Λίστα Ελέγχου της Διασχιστικής Διαταραχής του Παιδιού (CDC) αναπτύχθηκε ως το πρώτο επικυρωμένο κλινικό εργαλείο της διασχιστικής διαταραχής της παιδικής ηλικίας και χρησιμεύει ως εργαλείο για την αναγνώριση παιδιών τα οποία ενδέχεται να χρειάζονται περαιτέρω αξιολόγηση για τις διασχιστικές διαταραχές.
Συμπληρώνεται από έναν κλινικό, φροντιστή ή ενήλικα ο οποίος γνωρίζει καλά το παιδί, όπως έναν γονέα, ανάδοχο γονέα ή δάσκαλο, αξιολογώντας τις συμπεριφορές οι οποίες παρατηρούνται αυτήν τη στιγμή ή κατά τους τελευταίους 12 μήνες.
Η διασχιστική διαταραχή ορίζεται ως η «διαταραχή και/ή ασυνέχεια στην κανονική ολοκλήρωση της συνείδησης, της μνήμης, της ταυτότητας, του συναισθήματος, της αντίληψης, της αναπαράστασης του σώματος, του κινητικού ελέγχου και της συμπεριφοράς» (American Psychiatric Association, 2013).
Στα παιδιά, η διάσχιση μπορεί να εκδηλωθεί διαφορετικά από τους ενήλικες λόγω των αναπτυξιακών διαφορών στις γνωστικές ικανότητες, με τα συμπτώματα να εμφανίζονται συχνά ως συμπεριφορικές και όχι ως υποκειμενικές εσωτερικές εμπειρίες. Ενώ κάποιο επίπεδο διάσχισης είναι κανονιστικό στην παιδική ηλικία (ιδιαίτερα μεταξύ των παιδιών της προσχολικής ηλικίας), η παθολογική διάσχιση αναπτύσσεται όταν υπάρχει αυτόματη αντίδραση στο στρες, επηρεάζοντας τη λειτουργικότητα και αυξάνοντας την ευαισθησία σε σοβαρή ψυχοπαθολογία (Hornstein, 1993· Putnam, 1997).
Ενώ το CDC δεν διαθέτει υποκλίμακες, τα ερωτήματα καλύπτουν διάφορους τομείς της διασχιστικής συμπεριφοράς στα παιδιά, όπως:
- Η διασχιστική αμνησία: Κενά μνήμης, το να ξεχνάει το παιδί κάποια προσωπικά του στοιχεία, η μη ανάμνηση των τραυματικών εμπειριών.
- Η σύγχυση/η αλλοίωση της ταυτότητας: Αναφορά στον εαυτό σε τρίτο πρόσωπο, γρήγορες αλλαγές προσωπικότητας, παλινδρόμηση.
- Η αποπροσωποποίηση/η αποπραγματοποίηση: Καταστάσεις έκστασης, το να κοιτάζει το παιδί με άδειο βλέμμα.
- Οι διαταραχές της αντίληψης: Το να ακούει το παιδί φωνές, οι φανταστικοί φίλοι οι οποίοι παίρνουν τον έλεγχο.
- Οι διακυμάνσεις της διάθεσης/της συμπεριφοράς: Γρήγορες αλλαγές της διάθεσης, επιθετικές εκρήξεις, αυτοτραυματικές συμπεριφορές.
Το CDC έχει επιδείξει την χρησιμότητά του σε πολλαπλά πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών προστασίας των παιδιών, των εγκαταστάσεων οικιακής θεραπείας και των εξωτερικών ιατρείων ψυχικής υγείας. Είναι ιδιαίτερα πολύτιμο για την αξιολόγηση των παιδιών τα οποία έχουν βιώσει τραύμα, ιδιαίτερα διαπροσωπικό τραύμα όπως η σωματική και σεξουαλική κακοποίηση (Hulette κ.ά., 2008· Macfie κ.ά., 2001b). Η έρευνα καταδεικνύει σταθερά αυξημένες βαθμολογίες στο CDC σε παιδιά με ιστορικό τραύματος, με τη σωματική κακοποίηση να δείχνει μια ιδιαίτερα ισχυρή σχέση με τα διασχιστικά συμπτώματα στα μικρά παιδιά (Macfie κ.ά., 2001b).
Το CDC θα πρέπει να θεωρείται ένα κλινικό εργαλείο μιας ολοκληρωμένης αξιολόγησης που μπορεί να περιλαμβάνει κλινικές συνεντεύξεις, άλλα σταθμισμένα τεστ και παρατηρήσεις συμπεριφοράς. Ενώ οι αυξημένες βαθμολογίες απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση, το CDC δεν αποτελεί από μόνο του διαγνωστικό εργαλείο (Putnam κ.ά., 1993· Wherry κ.ά., 1997).