[punica-dropcap]Ε[/punica-dropcap]άν χρειαζόταν να συντάξουμε μια λίστα με τους πιο εμβληματικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, σίγουρα ο Άντι Γουόρχολ θα συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσα στα επιλεγμένα πρόσωπα, και μάλιστα σε υψηλή θέση. Ένας πολυποίκιλος καλλιτέχνης, με το έργο του να αποτελεί κράμα διαφορετικών τεχνών. Υπήρξε ζωγράφος, γλύπτης, σκηνοθέτης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας και συλλέκτης. Δεν ακολούθησε την πεπατημένη οδό, δημιουργώντας έτσι – με καινοτόμο και συνάμα προκλητικό και περιπαικτικό τρόπο – έργα, ενώ εισήγαγε την Pop Art στην δεκαετία του 1960. Συγκέρασε δηλαδή την εμπορική και την υψηλή τέχνη, δύο έννοιες μέχρι πρότινος διαμετρικά αντίθετες. Ήταν ιδιαίτερα εκκεντρικός στη ζωή του, μια ζωή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γεμάτη φρενίτιδα, αλλά και μανία για δημιουργία.
Η Αρχή
Γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια από Ρουθήνους (σλαβικό φύλο) γονείς στις 6 Αυγούστου 1928 και σπούδασε στο Ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι από το 1945 μέχρι το 1949. Έπειτα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και εργάστηκε ως σχεδιαστής παπουτσιών και ως εικονογράφος στο περιοδικό Glamour. Όμως το μεγάλο μήλο δεν είχε δει τίποτε ακόμα από τον ίδιο· στην δεκαετία του 1960 άρχισε να διαμορφώνει το προσωπικό του ύφος και αρέσκονταν να ζωγραφίζει απλά, καθημερινά αντικείμενα με μια διαφορετική ματιά. Τα γνωστότερα φυσικά είναι τα μπουκάλια της Κόκα Κόλα και τα τενεκεδένια κουτιά σούπας Κάμπελς. Λέγεται πως την πρώτη φορά που τα ζωγράφισε, είχε προηγηθεί επίσκεψή του σε ένα μικρό μπακάλικο, απ’ όπου προμηθεύτηκε 31 συσκευασίες με όλες τις γεύσεις της σούπας. Τις λάτρευε, ειδικά μάλιστα τη ντοματόσουπα, διότι του την έφτιαχνε και η μητέρα του. Όπως τόνιζε, αυτές οι κονσέρβες αποτελούσαν το φαγητό της ζωής, ένα τετράγωνο φαγητό στο οποίο μπορείς να βασιστείς .
Το 1963, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της μεταξοτυπίας, έφτιαξε 23 πορτρέτα της Μέριλιν Μονρό σε 200 επαναλήψεις, πάνω σε τέσσερα μέτρα μουσαμά. Εκείνη τη χρονιά πέθανε η ίδια, οπότε το έργο του αυτό ήταν φόρος τιμής. Παράλληλα, θεωρήθηκε και κριτική απέναντι στη λαμπερή κοινωνία και στη διασημότητα. Η γυναίκα παρουσιάζονταν όμορφη και γοητευτική, συνάμα δε τετριμμένη ως εμπορικό προϊόν. Τότε ξεκίνησε να αποκτά και ο ίδιος μεγάλη φήμη, μολονότι στην αρχή της καριέρας του η ενασχόληση με τη διαφήμιση οδηγούσε τους εκπροσώπους της τέχνης να έχουν σκεπτικιστική στάση απέναντί του.
Ο βίος ενός εργοστασιάρχη
Το 1962 νοίκιασε μια αποθήκη (πρώην ιδιοκτησία εργοστασίου) για να στεγάσει τον εξοπλισμό του και την ονόμασε Factory. Μέχρι το 1984 άλλαξε τρεις φορές τοποθεσία. Το Factory έγινε σύντομα πόλος έλξης, όπου συνέχεια λάμβανε χώρα ένα μεγάλο πάρτι. Συγκέντρωνε φυλακόβιους, ναρκομανείς, ομοφυλόφιλους, φιλότεχνους, καλλιτέχνες και ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Ο Άντι Γουόρχολ ήταν σα βασιλιάς εκεί μέσα και απολάμβανε τη δόξα, τη δύναμη και τον πλούτο. Είχε ήδη αποκτήσει και το ιδιαίτερο στιλ του· ήταν εξαιρετικά αδύνατος, φορούσε ξανθές και ασημί περούκες, μεγάλα γυαλιά με χοντρό σκελετό, μαύρα τζιν, μαύρα ζιβάγκο και μπλουζάκια και δερμάτινα μπουφάν. Φορούσε επίσης συχνά μακιγιάζ, σαν να επρόκειτο να εμφανιστεί σε ταινία. Φαινόταν άφοβος ως προς την κριτική, ωστόσο βασιζόταν συχνά στις συμβουλές των φίλων του για τα βήματά του. Συνδύαζε, επιπλέον, τους φρενήρεις ρυθμούς στο Factory με την ήρεμη συγκατοίκηση με τη μητέρα του, Τζούλια Γουόρχολ. Ζούσε μαζί με εκείνη και 22 γάτες Σιάμ που είχαν όλες το όνομα Σαμ. Όπως όμως ισχυριζόταν, επιθυμούσε να καταστρέψει τα σύνορα μεταξύ της τέχνης και της προσωπικής του ζωής.
Οι αμφιλεγόμενες ταινίες
Η αγαπημένη σειρά του Άντι Γουόρχολ ήταν η τηλεοπτική κωμωδία I dream of Jeannie (1965 – 1970), όμως στις κινηματογραφικές του απόπειρες δεν επηρεάστηκε επ’ ουδενί από αυτήν, όσον αφορά την τεχνοτροπία και το γύρισμα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο αρκετά, δημιουργώντας ταινίες πειραματικές, προκλητικές και οπωσδήποτε ρηξικέλευθες. Σε αυτές είναι έντονος ο ερωτισμός, ο σαρκασμός και χαρακτηρίζονται από την ασυνήθιστη διάρκειά τους. Μερικές από τις πιο γνωστές είναι οι εξής: The Chelsea girls (1966), Blue movie (1969) και Eat (1963). Στην ταινία Sleep (1963), επί πέντε ώρες και 20 λεπτά ο Γουόρχολ τραβούσε πλάνα του Τζον Τζιόρνο (εκείνο το διάστημα οι δυο τους είχαν ερωτική σχέση) από πολλές οπτικές γωνίες, ενώ εκείνος κοιμόταν. Σε ντοκιμαντέρ του 2015 για τον Άντι Γουόρχολ, ο Τζιόρνο εκθείασε το ταλέντο και την ευρηματικότητα του πρώην εραστή του, αλλά και τα γεννητικά του όργανα.
Το 1964 σκηνοθέτησε την ταινία Empire, διάρκειας οκτώ ωρών. Ουσιαστικά, τράβηξε πλάνα του Empire State Building, που χαρακτήρισε αστέρα της ταινίας, σε πραγματικό χρόνο. Μάλιστα μετά από οκτώ ώρες γυρίσματος, έκλεισε την κάμερα και αναφώνησε πως μάλλον αυτό είναι αρκετό. Παρουσίασε έτσι ακραία τη δική του αισθητική για το ανιαρό. Με τις underground ταινίες κατάφερνε να κεντρίζει το ενδιαφέρον και να στρέφει τα φώτα προς το βασίλειό του, το Factory. Επιπλέον όμως, παρακολουθούσε και ο ίδιος τις ταινίες και υπέφερε στην ουσία από την ίδια του την τέχνη, όπως οι υπόλοιποι θεατές. Ήταν πράγματι μια πρόκληση για το μυαλό αυτά τα έργα.
Η απόπειρα δολοφονίας και το περίεργο τέλος
Στις 3 Ιουνίου 1968 η Βάλερι Σολάνας, ηθοποιός σε ταινία του Γουόρχολ, αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει μέσα στο Factory. Η ίδια ήταν ριζοσπαστική φεμινίστρια και παρουσιαζόταν ως ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης S.C.U.M. (Society for cutting up men), που πρέσβευε το διαμελισμό των ανδρών. Έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια και παλαιότερα υπήρξε θύμα κακοποίησης από τον αλκοολικό παππού της. Εισέβαλε λοιπόν στο γραφείο του Άντι Γουόρχολ, πυροβόλησε τρεις φορές και τον χτύπησε μία, στο πλευρό. Στο νοσοκομείο θεωρήθηκε κλινικά νεκρός, αλλά τον έσωσε ένας γιατρός με επέμβαση. Η Σολάνας τελικά παραδόθηκε στις αρχές. Μετά την περιπέτεια αυτή όμως, η υγεία του άλλαξε· φορούσε συνέχεια κορσέ και ενίοτε οι πληγές του μάτωναν από την κόπωση. Έκτοτε, άρχισε να συναναστρέφεται με περισσότερους κοσμικούς ανθρώπους στο περίφημο κλαμπ Studio 54, αντί για τους περιθωριακούς τύπους του Factory.
Κατά τη δεκαετία του 1980 κατέφυγε στη θρησκεία και πήγαινε τακτικά στην εκκλησία. Ζωγράφισε, επιπλέον, μια σειρά έργων βασισμένων στο Μυστικό Δείπνο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Ίσως η στροφή του αυτή προς την πίστη οφειλόταν στο φόβο του επικείμενου θανάτου. Πολλοί φίλοι του μαστίζονταν και πέθαιναν από τα ναρκωτικά και το AIDS, ενώ και ο ίδιος είχε πεθάνει για λίγο από το χέρι της Σολάνας. Τελικά έχασε τη ζωή του στις 22 Φεβρουαρίου 1987, στα 59 του έτη. Είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο για μια απλή επέμβαση αφαίρεσης χολής, όπου κατακλύστηκε από αισθήματα φαταλισμού και απόγνωσης. Φρονούσε ότι το τέλος του είχε φτάσει, σα να είχε προαίσθημα. Η επέμβαση δεν είχε επιπλοκές, ωστόσο μια ημέρα μετά ο Γουόρχολ απεβίωσε. Το νοσοκομείο δέχθηκε μομφές για λάθος χειρισμό της κατάστασης και κακή φροντίδα του θανόντος. Η κηδεία έγινε στο Πίτσμπουργκ, δίπλα στους γονείς του, και ένας φίλος έβαλε μαζί του στο φέρετρο ένα μπουκάλι άρωμα Beautiful της Estee Lauder και ένα τεύχος του περιοδικού (είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1969 από τον Γουόρχολ και το δημοσιογράφο Τζον Γουίλκοκ).
Υπήρξε μια μοναδική προσωπικότητα που άσκησε έντονη κριτική στην κοινωνία του θεάματος, της οποίας φυσικά ήταν μέλος. Καυτηρίασε το lifestyle και ας το έζησε εκ των έσω. Είχε πει πως στο μέλλον όλοι θα είναι διάσημοι για 15 λεπτά και πως μόδα θα είναι να είσαι ίδιος με όλους τους άλλους. Στον 21ο αιώνα της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης και της παγκοσμιοποίησης, τα λόγια αυτά μοιάζουν πιο ταιριαστά από ποτέ. Οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν στους ανθρώπους το μέσο για να λαμβάνουν τη φήμη που επιζητούν και τους βοηθούν να ικανοποιούν την αδηφάγα αυταρέσκειά τους. Επιπρόσθετα, η βιομηχανία της μόδας με τα μοντέλα και τα πρότυπά της προάγει ένα καλούπι εικόνας και οποιοσδήποτε δε συμμορφώνεται και δε γίνεται θύμα του κομφορμισμού, στοχοποιείται.
Οι άνθρωποι ντύνονται πανομοιότυπα, διασκεδάζουν πανομοιότυπα, τρέφονται με τον ίδιο τρόπο και σκέφτονται πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο. Οι πολέμιοι του Άντι Γουόρχολ θα μπορούσαν να του καταλογίσουν πολλά, αλλά σίγουρα θα συμφωνούσαν πως ήταν καινοτόμος της εποχής του. Οι ταινίες του φυσικά έχουν κακή βαθμολογία, αλλά τουλάχιστον δεν είναι απομιμήσεις. Όταν ερωτήθη σε μια συνέντευξή του, το 1963, τί είναι η Pop Art, αυτός απάντησε αβίαστα: Το να μοιάζουν όλα. Άραγε όλοι μας δεν πίνουμε Κόκα Κόλα, δε φοράμε τζιν, δε διανθίζουμε το λόγο μας με αγγλικές λέξεις για να φαινόμαστε κουλ; Ο Άντι Γουόρχολ τελικά είναι σήμερα τραγικά επίκαιρος.
Παρουσιάζονταν ως μια ήρεμη και ταυτοχρόνως μυστήρια προσωπικότητα. Στο Factory ακροβατούσε ανάμεσα στα όρια του ηδονοβλεψία και του σιωπηλού παρατηρητή. Όταν ένας θαμώνας, ο Φρέντι Χέρκο, πήδηξε από τον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου, υπό την επήρεια ναρκωτικών, με μια μπόλικη δόση αναισθησίας θα μπορούσε να πει κανείς, ο Άντι Γουόρχολ διερωτήθηκε: Γιατί δε μου το είπε; Θα τον είχαμε κινηματογραφήσει! Στο περιοδικό του επίσης, το Interview, προφήτευσε πως οι αστέρες θα έρχονται και θα παρέρχονται και η λάμψη τους θα κρατά, όσο το ξεφύλλισμα των σελίδων. Η σκέψη του ήταν ριζοσπαστική, αλλά αυτός ο νωχελικός επαναστάτης την εξέφραζε μέσω της τέχνης του. Η τέχνη της Pop Art βέβαια δεν απασχόλησε την Ελλάδα, παρά πέρασε και δεν ακούμπησε. Μολαταύτα, ο αντίκτυπός της ευρύτερα είναι ισχυρός, όσο και οι αμερικάνικες μόδες που επηρεάζουν λόγω παγκοσμιοποίησης το πλανητικό χωριό. Και ο αντίκτυπος αυτός δεν παρέμεινε μόνο στη χρυσή δεκαετία του Γουόρχολ, αυτή δηλαδή του 1960, αλλά συνεχίστηκε μέχρι τις ημέρες μας. Και το πιθανότερο είναι πως δε θα πάψει να μας απασχολεί σύντομα.
H ταινία Sleep (1963)
O Άντι Γουόρχολ τρώει ένα χάμπουργκερ για την ταινία 66 Scenes from America (1981)
https://www.youtube.com/watch?v=Ejr9KBQzQPM&t=1s