Σαν σήμερα, στις 28 Ιουλίου 1750, αφήνει την τελευταία του πνοή στη Λειψία της Γερμανίας ο σημαντικότερος συνθέτης και μουσουργός του Δυτικού κόσμου, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Γεννημένος στο Άιζεναχ της Γερμανίας στις 21 Μαρτίου 1685, ο Μπαχ κατάφερε να αντιμετωπίσει με στωικότητα και εγκράτεια τα -ομολογουμένως- πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στη ζωή του. Κατάφερε, επίσης, να γίνει ο πιο σπουδαίος και, ίσως, ο πιο επιτυχημένος μουσουργός που επηρέασε και διαμόρφωσε με το ταλέντο του τη μουσική τεχνοτροπία του Μπαρόκ. Το Μπαρόκ «πεθαίνει» με τον θάνατο του Μπαχ. Ο Γερμανός συνθέτης κατάφερε να συνθέσει χιλιάδες έργα -εκ των οποίων σώζονται τα 1082- σε πολλά και διαφορετικά είδη, όπως Κοντσέρτα, Πρελούδια, Καντάτες, Φούγκες, Λειτουργίες, «Πάθη» και έργα για τσέμπαλο και εκκλησιαστικό όργανο.
Ο ρόλος της οικογένειας και η εξέλιξή του
Ο Μπαχ ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειας. Πατέρας του ήταν ο Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ, διευθυντής της τοπικής ορχήστρας του Άιζεναχ, και μητέρα του ήταν η Μαρία Λέμμερχιρτ. Ο Μπαχ ζούσε σε ένα αμιγώς μουσικό περιβάλλον. Ο πατέρας του τού κληροδότησε την αγάπη για τη μουσική, αφενός, μυώντας τον στην εκμάθηση δύο μουσικών οργάνων -βιολιού και τσεμπάλου- και αφετέρου, δίνοντάς του την πρώτη μουσική εκπαίδευση. Η δεύτερη μουσική εκπαίδευση του δόθηκε από τον αδελφό του. Ακραιφνής Λουθηρανός, ο Μπαχ φοίτησε στη Γερμανική και Λατινική σχολή του Όρντρουφ μαθαίνοντας άπταιστα λατινικά. Συμμετείχε σε σχολικές χορωδίες ως σολίστας αλλά και ως ερμηνευτής, καθώς ήταν υψίφωνος. Όμως, το πρόσωπο που τον επηρέασε, κυρίως, ως προς την εκκλησιαστική μουσική ήταν ο θείος του, Γιόχαν Κριστόφ Μπαχ. Ο Γιόχαν Κριστόφ Μπαχ καλλιέργησε τη βαθιά γνώση του εκκλησιαστικού οργάνου (orgel) στον ανηψιό του, στο οποίο ο Μπαχ έγινε βιρτουόζος. Άλλωστε, ο Γερμανός συνθέτης δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει διαφορετική πορεία. Οι δραστηριότητες στο σπίτι περιέλαμβαναν διδασκαλία και μελέτη, πρόβες και προετοιμασία συναυλιών, τακτοποίηση και αντιγραφή παρτιτούρων, κούρδισμα και επισκευή εκκλησιαστικών οργάνων, Κοντσέρτα και Πρελούδιο. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από έντονη θρησκευτικότητα και υψηλή πνευματικότητα, δεν εισάγει κάποια καινοτόμα τεχνοτροπία, αλλά η μουσική του διαθέτει πλουραλισμό και προσαρμογή αρμονικών και μουσικών μοτίβων, ρυθμού και καινοτόμου ύφους, επηρεασμένη από γαλλικές και ιταλικές μουσικές καταβολές.

Τα πρώτα χρόνια
Ο Μπαχ -όντας δέκα χρονών- δέχεται ένα ισχυρότατο πλήγμα που από τη μια θα τον συγκλονίσει, από την άλλη, όμως, δεν θα σταθεί ικανό να τον λυγίσει και να τον αποπροσανατολίσει από τον δρόμο που του χάραξε η μοίρα. Οι γονείς του και τρία από τα αδέλφια του πεθαίνουν από επιδημία πανώλης στην Ευρώπη και ο Μπαχ υιοθετείται από τον μεγάλο του αδελφό, Γιόχαν Κριστόφ Μπαχ, ο οποίος προγραμματίζει τη ζωή του αδελφού του εγγράφοντας τον στο νέο του σχολείο και εξασφαλίζοντάς του ικανές συνθήκες διαβίωσης στο Όρντρουφ, όπου και θα ζει πλέον. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ φοιτά στη φημισμένη Λατινική σχολή Lyceum Illustre Gleichense. Στο Όρντρουφ θα κερδίσει τα πρώτα του χρήματα, τα οποία -αν και λίγα- είναι ικανά να ελαφρύνουν τον αδελφό του, ο οποίος δυσκολευόταν να φροντίσει και τον μικρό Μπαχ. Σημαντικά, βέβαια, ήταν και τα hospitia ή hospitia liberalia. Επρόκειτο για διμερή συμφωνία μεταξύ των αριστοκρατικών και των εύπορων οικογενειών με τους φτωχούς φοιτητές. Οι εύπορες οικογένειες θα εξασφάλιζαν τις σπουδές των φτωχών φοιτητών (διαμονή, στέγαση, έξοδα διδάκτρων) με αντάλλαγμα, από τη μεριά των φοιτητών, τη δωρεάν διδασκαλία στα παιδιά των εύπορων αυτών οικογενειών. Αυτή, λοιπόν, τη συμφωνία την εκμεταλλεύτηκε -έστω και λίγο- ο Μπαχ. Ομως, το ταλέντο του Μπαχ δεν μπορούσε και δεν επιτρεπόταν να φυλακισθεί.

Το 1703, λόγω της εξαιρετικής φωνής και του αδιαπραγμάτευτου ταλέντου του, προσλαμβάνεται δοκιμαστικά από τον δούκα της Βαϊμάρης, Γιόχαν Ερνστ, ως όργανο παίκτης. Αυτό του εξασφαλίζει κάποια χρήματα, γεγονός που δίνει μια σημαντική οικονομική ανάσα στον αδελφό του, ο οποίος είχε και την ευθύνη της φροντίδας του. Ο Μπαχ γρήγορα θα αποδείξει το τρομακτικό ταλέντο του, αφού ως άνθρωπος ορχήστρα κατάφερνε -λόγω της δεξιοτεχνίας και των γνώσεών του κυρίως στο βιολί- να αντικαταστήσει όποιον βιολιστή έλειπε. Ουσιαστικά, αυτή θα είναι η πρώτη του επαγγελματική δουλειά. Στη βασιλική αυλή της Βαϊμάρης θα επενδύσει μουσικά εκκλησιαστικές και κοσμικές παραστάσεις και θα αποτελέσει μέλος της εκκλησιαστικής αυλής με πλουραλιστική και ιδιαίτερη μουσική, χρησιμοποιώντας τσέμπαλο και εκκλησιαστικό όργανο, αποτελώντας μέλος πρώτης γραμμής. Όμως, ο Μπαχ ήταν δηλωμένος στη λίστα υπηρετικού προσωπικού, κυρίως για λόγους φορολογίας, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν επιφορτισμένος και με άλλα καθήκοντα πέραν της μουσικής. Αυτό, όμως, ήταν κάτι που τον ενόχλησε και τον ανάγκασε να τραπεί σε φυγή.
Τα συνεχή ταξίδια και το έργο του

Το 1705 ο Μπαχ βρίσκεται, επαγγελματικά, σε στεκούμενα νερά και αποφασίζει να πάει στο γειτονικό Αρνσταντ, προκειμένου να γνωρίσει από κοντά τον διάσημο και επιτυχημένο μουσικό Dietrich Buxtehude και να μαθητεύσει δίπλα του. Η τοπική εκκλησία του Αγίου Βονιφάτιου χρειαζόταν τότε έναν ειδικό γνώστη για να ελέγξει το εκκλησιαστικό της όργανο και ο Μπαχ προσλαμβάνεται -όχι απαραίτητα λόγω γνώσεων- μιας και υπήρχαν καλύτεροι και πιο έμπειροι γνώστες, αλλά, λόγω γνωριμιών του πατέρα του στον ευρύτερο χώρο της Θουριγγίας. Εκεί, θα αποκτήσει βαθιά γνώση της δομής του εκκλησιαστικού οργάνου και θα καταλήξει να είναι φημισμένος και περιζήτητος σε ολόκληρη την Κεντρική Γερμανία. Χρειάστηκαν πολλές διαδικασίες επισκευής και κουρδίσματος του οργάνου, αλλά, ο Μπαχ ήταν παρών σε πολλές τέτοιες διαδικασίες στην γενέτειρά του, το Άιζεναχ, στο Λύνενπουργκ, στο Όρντρουφ και στο Αμβούργο. Συνεπώς, αντεπεξήλθε με ευκολία. Ο διορισμός του θα του αποφέρει έναν αξιοπρεπή μισθό και ένα αυστηρό συμβόλαιο, το οποίο -εν τέλει- δεν θα τηρήσει. Ο Μπαχ δικαιώθηκε για την επιλογή του, παρουσίασε το αστείρευτο ταλέντο του, αλλά, τελικώς αποχώρησε από το Άρνσταντ.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1707 υπέβαλλε αίτηση για τη θέση του οργανίστα στο Μιλχάουζεν, στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου. Υπήρχαν μόνο δύο υποψήφιοι για τη θέση και ο πρώτος -για αδιευκρίνιστους λόγους- παραιτήθηκε της διεκδίκησης και τη θέση την ανέλαβε ο Μπαχ. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους διορίζεται μόνιμα με υψηλό μισθό και υπογράφει συμβόλαιο πανομοιότυπο με τους όρους του συμβολαίου του Άρνσταντ. Εκεί, γνωρίζει την πρώτη του σύζυγο, Maria Barbara Bach, την οποία παντρεύεται και αποκτά μαζί της εφτά(!) παιδιά, εκ των οποίων θα ζήσουν μόνο τα τέσσερα, εξαιτίας των επιδημιών που μάστιζαν εκείνη την εποχή. Τα δύο από αυτά, ο Βίλχελμ Φρίντμαν Μπαχ και ο Καρλ Φίλιπ Εμμάνουελ Μπαχ θα γίνουν, αργότερα, σπουδαίοι συνθέτες. Την ίδια εποχή γράφει την περίφημη σύνθεσή του «Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα», (BWV 565). Όμως, και πάλι η ρήξη δεν αργεί να έρθει. Ο Μπαχ διαφωνεί έντονα με τον πάστορα, καθώς ο ίδιος επιθυμεί περίπλοκη μουσική στα έργα του, ενώ ο πάστορας πιο απλή. Γράφει το περίφημο «Gott ist mein König», (BWV 71) και παρουσιάζοντας ένα μουσικό υπερθέαμα, πρωτοπορεί, διαχωρίζοντας σε ξεχωριστές δομές τα όργανα από τις φωνές. Προκαλεί τεράστια εντύπωση και καθηλώνει τους θεατές. Πριν αποχωρήσει από το Μιλχάουζεν γράφει το «Actus Tragikus» (BWV 106).

Έναν χρόνο αργότερα, οδεύει και πάλι προς τη Βαϊμάρη (1708), μετά από πρόσκληση του αδελφού -αυτή τη φορά- του δούκα της Βαϊμάρης, Βίλχελμ Ερνστ. Προσλαμβάνεται ως τακτικός οργανοπαίκτης στη βασιλική αυλή του δούκα και γράφει πληθώρα από Καντάτες για εκκλησιαστικό όργανο, Πρελούδια και τις πρώτες του Φούγκες. Διευθύνει εκκλησιαστικά σύνολα, γνωρίζει εξαίρετους και επιφανείς μουσικοσυνθέτες και προκαλεί κύμα κατάπληξης και ενθουσιασμού στον καλλιτεχνικό χώρο της εποχής. Επιδίδεται στη συγγραφή ενός εισαγωγικού εκπαιδευτικού βοηθήματος με τίτλο «Το Μικρό Βιβλίο για Εκκλησιαστικό όργανο», το οποίο αφιερώνει στο γιο του. Επίσης, στη Βαϊμάρη λαμβάνει μέρος σε έναν διαγωνισμό σύνθεσης, με τον Γάλλο Λ. Μεσάνυχτα, να αποσύρεται και με τον Μπαχ να κερδίζει εύκολα. Στη Βαϊμάρη θα μείνει αρκετά χρόνια πρωτού αποχωρήσει για το Καίτεν.
Στο Καίτεν θα βρεθεί το 1717, αναλαμβάνοντας τη θέση του διευθυντή της ορχήστρας στη βασιλική αυλή του πρίγκηπα Λεοπόλδου. Ο δούκας της Βαϊμάρης, όμως, θα οργιστεί από την αποχώρηση του Μπαχ και θα τον φυλακίσει για αρκετούς μήνες, προκειμένου να μην στερηθεί το ταλέντο του σπουδαίου Γερμανού συνθέτη. Ο Μπαχ, βγαίνοντας από τη φυλακή, εκκινά τη συγγραφική διαδικασία, γράφοντας διδακτικά βιβλία. Ξεφεύγει από τα στενά πρότυπα της εκκλησιαστικής μουσικής και με προτροπή του Καλβινιστή πρίγκηπα Λεοπόλδου γράφει μουσική δωματίου. Αργότερα, θα συνθέσει δύο εκκλησιαστικές Καντάτες και τα πολυφημισμένα και εντυπωσιακά «Βραδεμβούργια Κοντσέρτα», (BWV 1046,1047,1048,1049,1050,1051), κοσμικού χαρακτήρα, προς τιμήν του δούκα του Βραδεμβούργου. Δεν αμελεί ποτέ να υπογράφει με τα αρχικά I.N.J (Στο όνομα του Χριστού). Δύο χρόνια μετά, όμως, (1721) ο Μπαχ δέχεται ακόμη ένα ισχυρό και διπλό χτύπημα. Ο πρίγκηπας Λεοπόλδος παντρεύεται, αλλά η γυναίκα του δεν συμπαθεί τον Μπαχ και πείθει τον Λεοπόλδο να τον διώξει. Ο πρίγκηπας αναγκάζεται να χάσει πρώτα έναν πολύ καλό φίλο και στη συνέχεια τον διευθυντή της ορχήστρας του. Συν τοις άλλοις, ο Μπαχ βιώνει το θάνατο της γυναίκας του και βυθίζεται στη θλίψη. Δεν θα τα παρατήσει όμως. Δεν το έκανε ποτέ. Με τη μουσική του ως ένα ισχυρό όπλο στη συντροφιά του, γνωρίζει και παντρεύεται, έναν χρόνο μετά, την Maria Magdalena Bach και αποκτά μαζί της 13(!) παιδιά, εκ των οποίω μόνο τα επτά θα επιζήσουν.
Τον Μάϊο του 1723 θα πραγματοποιήσει το τελευταίο ταξίδι στη Λειψία, πόλη που θα αποτελέσει τον τελευταίο σταθμό της ζωής και της καριέρας του, με ένα διάλειμμα μόνο. Το ταξίδι στην Πρωσία. Εκεί θα εργαστεί ως Κάντορας, δηλαδή οργανοπαίκτης και, παράλληλα, διευθυντής ορχήστρας. Θα αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο έργο του συνθέτοντας μία Καντάτα την εβδομάδα(!).
Θα γράψει πάνω από 300(!) έργα, ανάμεσά τους το Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο (BWV 248), προς τιμήν της γέννησης του Χριστού. Ο Μπαχ υπήρξε ιδιαίτερα θρήσκος και λάτρης του Ιησού Χριστού. Για το λόγο αυτό, έγραψε αφιερωματικό τα Πάθη, εμπνευσμένα από τη Βίβλο και τα Πάθη Ματθαίου (BWV 244), τα οποία διαβάζονται και ψάλλονται την Μεγάλη Παρασκευή μέχρι και σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του
Η ζωή, όμως, του Μπαχ θα πάρει περίεργη τροπή, σημαίνοντας ξανά την αρχή του τέλους. Μέχρι και το 1740 χαίρει άκρας υγείας. Αργότερα, θα αντιμετωπίσει προβλήματα όρασης. Αυτή είναι και η έναρξη της αντίστροφης μέτρησης για αυτόν. Το πρόβλημα της όρασης θα ενταθεί, το οποίο πιθανόν -βάσει των τότε μαρτυριών- οφειλόταν σε γλαύκωμα και ο Μπαχ θα χάσει μεγάλο μέρος της όρασής του. Παρ’ όλα αυτά, δεν σταματά να εργάζεται και να συνθέτει. Ταξιδεύει, για τελευταία φορά, στην Πρωσία, πριν γυρίσει οριστικά στην Λειψία και εργάζεται στη βασιλική αυλή του βασιλιά της Πρωσίας. Εκεί, δημιουργεί επί τόπου μια σύνθεση και η φήμη του εκτοξεύθηκε.
Έπειτα, επιστρέφει οριστικά στη Λειψία. Συνθέτει βασιλικές Φούγκες και τις στέλνει στην Πολωνία (Musikalisches Opfer, BWV 1079). Το 1748-9 η όρασή του χειροτερεύει. Συνθέτει την Τέχνη της Φούγκας, αλλά δεν την ολοκληρώνει. Υποβάλλεται σε διπλή εγχείριση στα μάτια και χάνει εντελώς την όρασή του. Θέλει «να απαλλαγεί από την τύφλωση για να εξακολουθεί να υπηρετεί τον Θεό με όλες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις. Στις 28 Ιουλίου 1750 παθαίνει εγκεφαλικό και πεθαίνει. Η Λειψία τον τιμά, ως ώφειλε, με έναν επιβλητικό ανδριάντα.

Επίλογος
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, με τα ιδιαίτερα καταγωγικά στοιχεία, (την αμιγώς μουσική οικογένειά του) δεν θα μπορούσε να επιλέξει τίποτα άλλο πέραν της σύνθεσης. Για την ακρίβεια, η μουσική σύνθεση τον επέλεξε. Τον όρισε τοποτηρητή της και του επέτρεψε να τη σημαδέψει, να τη διαμορφώσει και να την τιμήσει όπως της άξιζε. Η σχέση του με τη μουσική ήταν ερωτική. Όπως και η σχέση του με τον Θεό. Αφιέρωνε -ως πιστός Λουθηρανός- πολλά έργα στον Κύριο, δείχνοντας έτσι την αγάπη του. Ακόμα κι αν χρειάστηκε να υποβληθεί σε πολλές προσωπικές δοκιμασίες, αυτός δεν λύγισε. Η αγάπη του για τη μουσική και το προσωπικό του χρέος -το να δημιουργήσει- ήταν τα όπλα με τα οποία πολέμησε το σκληρό πρόσωπο της μοίρας. Πραγματοποίησε πολλά ταξίδια, μα δεν τον κούρασαν. Γνώρισε σπουδαίους συνθέτες, σύναψε φιλίες με εξέχουσες προσωπικότητες, εργάστηκε σε βασιλικές αυλές και δημιούργησε πολλά είδη έργων. Ακόμα κι όταν τυφλώθηκε, έγραφε με την ψυχή του. Άλλωστε αυτό έκανε πάντα. Και δεν τον εμπόδισε κανείς.
Παρακάτω παρατίθεται ένα βίντεο με ένα μικρό απόσπασμα από ένα Πρελούδιο που έγραψε το 1722 σε Ντο Μινόρε:
Πηγές : http://www.newsbeast.gr/portraita/arthro/657266/o-korufaios-mousourgos-giohan-sebastian-bah
http://www.miclub.gr/index.php/2010-04-02-16-48-51/50-2010-04-02-16-38-07/400-2013-06-10-20-06-32