Λίγο πριν περάσει στους αθάνατους του Ρεμπέτικου, σύχναζε στο “Καφενείο των Παραδοσιακών Μουσικών” στην οδό Μένανδρου, πίσω από το Εθνικό Θέατρο. Εκεί έβγαινε στην άκρη του δρόμου και κοιτούσε με ένα βλέμμα λίγο ονειροπόλο, λίγο χαμένο, όμως πάντα λαμπερό και με ένα ελαφρό μειδίαμα στα κατακόκκινα χείλη της. Αν και μεγάλη σε ηλικία, με απίστευτα πολλές ρυτίδες, το μαλλί της ήταν πάντα φτιαγμένο σγουρό και κοκκινωπό και τα μάτια της βαμμένα. Φορούσε ένα μπορντό φουστάνι πλισέ, από εκείνα που αγαπούσε να φοράει από κοπέλα και ένα παραδοσιακό φυλαχτό στο λαιμό.
Η Ρόζα Εσκενάζυ είχε μία απίστευτη ζωτικότητα. Δεν γινόταν να μην την προσέξεις. Κόντευε τα 75, όταν ακόμη τραγουδούσε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 σε κάποιο κέντρο στην Πλάκα με άλλους – παλιούς – ρεμπέτες. Σε κάποια στιγμή, αφού τραγούδησε και δημοτικά, έκανε νόημα προς τον κόσμο για χορό. Τότε άφησε την καρέκλα του πάλκου και έγινε ένα με τον κόσμο για να χορέψει. Την τελευταία της ερμηνεία την έδωσε το 1977 στην Πάτρα, όπου πλήθος θαυμαστών συγκεντρώθηκε για να την ακούσει.
Έτσι ήταν η μεγάλη ερμηνεύτρια του σμυρναίικου τραγουδιού, ένας περήφανος, αλλά και ταπεινός άνθρωπος. Μια λεβέντισσα, η οποία ίσως να εκτιμήθηκε περισσότερο μετά θάνατον. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς την ηλικία της, μιας και πάντοτε έκρυβε γύρω στα δέκα χρόνια, αφού ντρεπόταν που γερνούσε. Τα τελευταία της χρόνια βασανίζονταν από τη νόσο του Αλτσχάιμερ και πολλές φορές έχανε τον προσανατολισμό, καθώς επέστρεφε σπίτι της.
Έως ότου αφήσει την τελευταία της πνοή, δίπλα της ήταν ο κατά τριάντα χρόνια νεότερος σύντροφός της, Χρήστος Φιλιππακόπουλος, με τον οποίο γνωρίστηκαν κάπου στο 1949, και οι πολλές γάτες της.
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1980 πέρασε τις πύλες της αθανασίας στο κρεβάτι μιας ιδιωτικής κλινικής στην Κηπούπολη Περιστερίου. Θάφτηκε σε ένα πρόχειρο τάφο στο Στόμιο Κορινθίας, χωρίς ιδιαίτερες τιμές, όπως της άρμοζε.
28 χρόνια μετά το θάνατο της, η πολιτιστική ομάδα του χωριού συγκέντρωσε χρήματα και πρόσθεσε μια επιτύμβια στήλη που έγραφε «Ρόζα Εσκενάζυ, Καλλιτέχνις»…
Πρώτος σταθμός: Θεσσαλονίκη
Η γνωστή σε όλους μας Ρόζα Εσκενάζυ, πριν την ενασχόληση της με τη μουσική ονομάζονταν Σάρα Σκιναζί και γεννήθηκε κάπου γύρω στο 1895 με 1897 στην Κωνσταντινούπολη από Εβραίους γονείς σεφαραδίτικης καταγωγής.
Τα νεαρά της χρόνια τα έζησε στην Θεσσαλονίκη, όπου τότε βρίσκονταν υπό Οθωμανική κατοχή. Μαθαινε να γράφει και να διαβάζει από μια γειτόνισσά της, έως ότου αναγκάστηκε με τη μητέρα της και τους αδελφούς της να μετακομίσουν στην Ξάνθη, όπου θα εργάζονταν με τη μητέρα της ως οικιακοί βοηθοί σε μια εύπορη οικογένεια. Εκεί ήταν όπου και αποφάσισε να ασχοληθεί με το χορό και το τραγούδι.
Μια μέρα οι Τούρκοι ιδιοκτήτες μιας τοπικής ταβέρνας άκουσαν τη Σάρα να τραγουδά. Ενθουσιάστηκαν από τη φωνή της και αμέσως πήγαν στο σπίτι της για να της ζητήσουν να εμφανιστεί στο κέντρο τους. Η μητέρα της εξοργίστηκε με την προοπτική η Σάρα – ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειάς της – να γίνει καλλιτέχνης, παρόλο που είχαν ανάγκη τα χρήματα, όμως η Εσκενάζυ δεν το έβαλε κάτω.
Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη κοντά στον πατέρα της, νοίκιαζαν ένα σπίτι κοντά στο θερινό θέατρο Γκραντ Οτέλ. Εκεί προσπάθησε να ενταχθεί στον κύκλο των χορευτριών, κάνοντας τους θελήματα, με την ελπίδα να χορέψει και εκείνη μαζί τους, όπως και έγινε παρά τις αντιδράσεις των γονιών της.
Τότε, στην αρχή της καριέρας της, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Γιάννη Ζαρτινίδη, γόνο πλούσιας οικογένειας της Καππαδοκίας. Παρά τις αντιδράσεις της οικογένειάς του, οι δύο νέοι κλέφτηκαν γύρω στο 1913 και η Σάρα άλλαξε το όνομά της σε Ρόζα, το όνομα με το οποίο έγινε γνωστή στη διάρκεια της καριέρας της.
Δυστυχώς όμως γύρω στο 1917, ο Ζαρτινίδης πέθανε από άγνωστη αιτία, αφήνοντας τη Ρόζα χήρα με ένα γιο, τον οποίο παρέδωσε σε οικοτροφείο στην Ξάνθη, επιλέγοντας να ακολουθήσει την καριέρα της.
Δεύτερος Σταθμός: Αθήνα
Χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις της, η Ρόζα Εσκενάζυ βρήκε δουλειά σε καμπαρέ αρχικά του Πειραιά και έπειτα της Αθήνας ως χορεύτρια και τραγουδίστρια. Έγινε μάλιστα γρήγορα συμπαθής, καθώς μιλούσε τούρκικα, ενώ πολίτικα, σμυρναίικα, αρμένικα, τουρκικά και ελληνικά τραγούδια, ήταν ένα μικρό μέρος του ρεπερτορίου της.
Εκεί την ανακάλυψε ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας, ο οποίος την γνώρισε στον Βασίλη Τουμπακάρη της δισκογραφικής εταιρίας Columbia Records, όπου και έκανε τις δύο πρώτες της ηχογραφήσεις, το «Μαντίλι Καλαματιανό» και το «Κόφτηνε Ελένη την Ελιά» που σημείωσαν επιτυχία.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930, η Ρόζα έγινε η βασίλισσα της λαϊκής μουσικής. Ηχογράφησε πάνω από 500 ρεμπέτικα, σμυρναίικα και δημοτικά τραγούδια, υπογράφοντας αποκλειστικό συμβόλαιο με την Columbia, ενώ λάμβανε ποσοστό 5% για κάθε δίσκο που πουλιόταν.
Παράλληλα, εμφανιζόταν σε νυχτερινά κέντρα της Αθήνας, κυρίως στο Κέντρο “Ο Ταΰγετος”, επί της οδού Δώρου στην Ομόνοια, συνεργαζόμενη με μεγάλους μουσικοσυνθέτες της εποχής, ενώ κέρδιζε 200 δραχμές τη βραδιά.
Αυτή θεωρείται και η εποχή της μεγάλης ακμής της. Τότε που ερμήνευσε τραγούδια των: Π. Τούντα, Δημ. Σέμση, Ευάγ. Παπάζογλου, Κ. Καρίπη, Ιακ. Μοντανάρη, Σπ. Περιστέρη, Κ. Σκαρβέλη και πολλών άλλων.
Όσον αφορά τα αστρονομικά ποσά για την εποχή, η ίδια αργότερα εξομολογήθηκε:
Θα είχα γίνει πλουσιότερη μόνο και μόνο από τις εμφανίσεις μου, αλλά είχα αδυναμία στα ακριβά κοσμήματα και ξόδευα μεγάλο μέρος από το εισόδημα μου σε αυτά.
Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η ερμηνεία του τραγουδιού της “Πρέζα όταν πιεις” αποτέλεσε την αρχή της λογοκρισίας του Μεταξά, που έθεσε στο περιθώριο το ρεμπέτικο του τεκέ, ανοίγοντας το δρόμο για τη “σχολή” του Τσιτσάνη.
Παρ’ όλα αυτά, η πεισματάρα Ρόζα συνέχισε να εμφανίζεται ζωντανά και το 1942 μάλιστα άνοιξε το δικό της μουσικό κέντρο, το «Κρυστάλ».
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολλοί θέλησαν να τη χαρακτηρίσουν συνεργάτιδα των Γερμανών, λόγω της σχέσης της με Γερμανό αξιωματικό, αλλά στην πραγματικότητα εκείνη χρησιμοποίησε την προνομιούχο θέση της για να στηρίξει την ελληνική αντίσταση, κρύβοντας σπίτι της ακόμη και Άγγλους απεσταλμένους αντιστασιακούς, ενώ κατάφερε να γλυτώσει αρκετούς Εβραίους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Το 1943 η κάλυψή της κατέρρευσε, τη συνέλαβαν και παρέμεινε τρεις μήνες στη φυλακή. Μέχρι το τέλος του πολέμου, συνέχισε να κρύβεται, φοβούμενη ότι θα μπορούσε να συλληφθεί ξανά από τους Γερμανούς.
Διεθνής Καριέρα
Μετά τον πόλεμο, η υποχώρηση του σμυρναίικου ύφους και η επικράτηση των κομπανιών με μπουζούκια έφερε την Ρόζα πλάι στον Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, τον Κερομύτη και τον Μπαγιαντέρα. Το 1954 βρέθηκε ξανά στην Πόλη και την Μέση Ανατολή, ενώ είχε ήδη ταξιδέψει στα Βαλκάνια γύρω στο 1937 και από εκεί στην Αμερική, όπου σε μια δήλωση των στοιχείων της στο πλοίο δηλώνει: Σάρα Ζαρντινίδη, Άπατρις.
Η ίδια περιγράφει την εμπειρία της καλύτερα απ’ ότι μπορεί οποιοσδήποτε άλλος.
Πήγαμε στην Πόλη και δουλέψαμε σε πολλά μαγαζιά, πολύς κόσμος ερχότανε. Τότες ήτανε στην Πόλη και ο Τσιτσάνης με τη συγχωρεμένη τη Μαρίκα, αλλά αλλού δουλεύανε αυτοί και αλλού εμείς. Και θυμάμαι που γελούσανε όλοι εκεί μόλις ακούγανε το όνομα Τσιτσάνης. Ξέρεις γιατί: Γιατί Τσιτσάνης τούρκικα θα πει Ποντίκι! Σαράντα δίσκους έκανα τότες στην Πόλη και τραγούδησα Ελληνικά, Τούρκικα και ακόμα κλέφτικα.
Όλους αυτούς τους μπουζουξήδες τους γνώρισα και ήτανε όλοι τους καλοί και είχανε όμορφα τραγουδάκια. Παίζανε όλοι όμορφα μπουζούκι και τραγουδάγανε καλά. Κι ο Μάρκος έπαιζε όμορφα, κι ο Κερομύτης, κι ο Τσιτσάνης και όλοι τους. Πιο καλός, όμως, στο μπουζούκι απ’ όλους ήτανε ο Χιώτης, αυτός. Ο πιο ανώτερος, πρώτης τάξης τον θυμάμαι καλά.
Ο Τομπούλης έπαιζε, ο Σουκρή Μπέης, το καλύτερο κλαρίνο της Πόλης, ξακουσμένος κι αυτός τότες. Βιολί ο Αμέρ Μπέης και άλλοι. Πέντε χιλιάδες δολλάρια πήρα μόνο από τους δίσκους τότε, εκτός από τα μεροκάματά μου, που δούλευα.
Από ’κει και μετά ξεκινήσαμε για την Αμερική μαζί με τον Τομπούλ και τον Σουκρή. Πήγαμε στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη, στο Ντητρόιτ, δουλέψαμε πολύ καλά και βγάλαμε πολλά λεφτά. Κι εκεί έβγαλα πολλούς δίσκους με τον Τομπούλ και τον Σουκρή, απ’ όλα τραγούδησα και εκεί πέρα. Στην Αμερική αντάμωσα τότες και τον Παπαϊωάννου και μετά την Πόλυ Πάνου, αλλά αλλού δούλευαν αυτοί και αλλού εμείς. Δυο χρόνια έκατσα στην Αμερική κι όταν ήρθα στην Ελλάδα αγόρασα το μεγάλο όμορφο σπίτι που έχω. Δυο φορές έχω πάει στην Αμερική με τον Τομπούλ, με ζητήσανε κι άλλη φορά, αλλά δεν πήγα.
Advertising
Λίγο πριν το τέλος
Η Ρόζα γύρισε από την Αμερική το 1959 εξαιτίας της μεγάλης της αγάπης για τον άντρα που κράτησε δίπλα της ως το τέλος της ζωής της. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 έκανε και τους τελευταίους δίσκους της, στην ελληνική RCA Victor του Γεωργίου Ορφανίδη και λίγο μετά στη Λύρα του Αλέξανδρου Πατσιφά.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 παραβρέθηκε γεμάτη κέφι στις αφιερωμένες στο ρεμπέτικο βραδιές που έγιναν στις μπουάτ «Αιγόκερως» και «Θεμέλιο» στην Πλάκα, ενώ βγήκε και σε εκπομπή-αφιέρωμα στην τότε νέα Χαρούλα Αλεξίου, η οποία επιχείρησε να τραγουδήσει με τη σειρά της το “Χαρικλάκι”.
Η Ρόζα Εσκενάζυ δεν επηρέασε όμως μόνο την Χάρις Αλεξίου, αλλά και άλλες σύγχρονες της, όπως την Ελένη Βιτάλη και τη Γλυκερία.
Τα τραγούδια της
Από τα τραγούδια της Ρόζας δημοφιλέστερα θεωρούνται τα «Δημητρούλα», «Τα κεριά τα σπαρματσέτα», «Ναυτάκι», «Χαρικλάκι», «Κάτω στα λεμονάδικα», «Μπαμπέσα», «Καναρίνι μου γλυκό», «Μπαμ και μπουμ», «Μη βιάζεσαι μικρή μου θα σ’ αρραβωνιαστώ», «Γύφτισσα», «Λιλή η σκανταλιάρα», «Σέρβικος πολίτικος», «Έλα φως μου», «Μού ‘χεις πάρει το μυαλό», «Αερόπλανο θα πάρω», «Πατρινιά» και «Μαρικάκι μου».
Τραγούδια αθάνατα, ιδανικά για όποιον θέλει να διασκεδάσει, να θυμηθεί τα παλιά, να ξενυχτήσει και να ταξιδέψει σε μια εποχή πιο αυθεντική από τη σημερινή.
Γιατί αυτό ήταν η Ρόζα “η Τουρκαντζού”, όπως την αποκάλεσαν σε μια συνέντευξή της, Αυθεντική. Μια σπουδαία φωνή, μια δυναμική γυναίκα και μια παθιασμένη επαγγελματίας. Ριζοσπαστική και επαναστάτρια, έκανε τη ζωή που ήθελε, αφήνοντας το αποτύπωμα της στην ελληνική δισκογραφία ανεξίτηλο.
Κλείνω με ένα τραγούδι αφιερωμένο στη Ρόζα Εσκενάζυ, συνοδευόμενο από φωτογραφικό υλικό. Να ζήσεις Ρόζα μου!
Πηγές
http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=3859